Δυσαρέσκεια εκφράζει η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, με ανακοίνωσή της, για την πρόθεση της κυβέρνησης να δώσει αυξήσεις μόνο στους μισθούς των δικαστικών λειτουργών που βρίσκονται στην πυραμίδα της Δικαιοσύνης, όπως διαφάνηκε από τις δηλώσεις του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα μετά τη συνάντηση που είχε χθες με τους προέδρους των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας. Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων αφού υπενθυμίζει  πως η δική της συνάντηση μαζί του εκκρεμεί από τον Απρίλιο του 2016, οπότε και υποβλήθηκε το σχετικό αίτημα, τονίζει πως οι επιλεκτικές αυτές αυξήσεις θα δημιουργήσουν «δικαστές δύο κατηγοριών». Άλλωστε, ουδέποτε υπέβαλαν οι δικαστικές ενώσεις τέτοιο αίτημα, όπως επισημαίνεται στην ανακοίνωση, καθώς θεωρούν ότι  έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις του Συντάγματος.

Στην ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων αναφέρεται: «Μετά τη χθεσινή συνάντηση του Πρωθυπουργού με τους Προέδρους των Ανωτάτων Δικαστηρίων της Χώρας, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων εκφράζει την πεποίθησή της, ότι ο Πρωθυπουργός θα κάνει δεκτό το αίτημα των Δικαστικών Ενώσεων, για πραγματοποίηση συνάντησης, το οποίο και έχει υποβληθεί από τον Απρίλιο του 2016. Οι δικαστικές ενώσεις είναι κατά το Σύνταγμα οι μόνες αρμόδιες να εκφράζουν αυθεντικά τη βούληση και τις θέσεις των συναδέλφων τους.

Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων επισημαίνει, ότι σύμφωνα με αμετάκλητες αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 του Συντάγματος, το οποίο αποτελείται κατά πλειοψηφία 2/3 από μη δικαστές, έχουν κριθεί τόσο τα ουσιαστικά όσο και  τα τυπικά θέματα διάρθρωσης του δικαστικού μισθολογίου. Συνεπώς κάθε προσπάθεια δήθεν «εξορθολογισμού» του, η οποία θα έρχεται σε αντίθεση προς τις ανωτέρω αποφάσεις, θα επιφέρει ρήγμα στο ισότιμο και ισόκυρο των εξουσιών και τελικά θα πλήξει βάναυσα την λειτουργία του κράτους δικαίου.

Τονίζουμε ότι έννοιες όπως «προσωπική διαφορά», «μισθολογικό κλιμάκιο», «ειδικό επίδομα θέσης ευθύνης» στην κορυφή της πυραμίδας της Δικαιοσύνης, που δεν υπήρξαν ποτέ αιτήματα των Δικαστικών Ενώσεων,  θα δημιουργήσουν ανεπίτρεπτα Δικαστές δύο κατηγοριών. Οι έννοιες αυτές είναι εντελώς ξένες προς τη φύση του Δικαστικού Λειτουργήματος, τη συνταγματικά κατοχυρωμένη λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία του δικαστικού λειτουργού και έρχονται σε ευθεία αντίθεση προς βασικές συνταγματικές αρχές. Κάθε Δικαστής ανεξάρτητα από το βαθμό που κατέχει χειρίζεται «πολύ κρίσιμα ζητήματα» που αφορούν τη συνταγματική νομιμότητα, την ελευθερία, την τιμή και την περιουσία των πολιτών.»