Η επιχειρηματική καινοτομία και η επιλογή κλάδων και εξειδικεύσεων σε τομείς, όπου η γνώση και η τεχνολογία ξεπερνούν το μειονέκτημα του κόστους εργασίας, είναι η μόνη απάντηση στον ανταγωνισμό των φθηνών παραγωγών χωρών και η λύση δηλαδή στο πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας μιας χώρας, όπως είναι η Ελλάδα.

Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξαν με μια φωνή τα στελέχη επιχειρήσεων, που συμμετείχαν σε ημερίδα του Συνδέσμου Αποφοίτων Βρετανικών Πανεπιστημίων-BGS.

Ιδιαίτερη αναφορά έγινε στο γεγονός ότι η Ελλάδα είναι από τις πρώτες χώρες στον κόσμο στην παραγωγή επιστημονικού δυναμικού με εξαιρετικές ατομικές ικανότητες και γνώσεις, γεγονός που μπορεί να συμβάλει ώστε να γίνει η χώρα πρωτοπόρος σε εξειδικευμένες αγορές.

Ζήτησαν, μάλιστα, αντί να μιλάμε αόριστα και γενικά για τουρισμό, για πράσινη ενέργεια και για αγροτική βιομηχανία, στα οποία θα μπορούσαμε να είμαστε πρωτοπόροι, να χαραχθούν ολοκληρωμένες μακροπρόθεσμες, στοχευμένες πολιτικές και να χρησιμοποιηθούν επενδυτικά εργαλεία.

«Χρειάζεται στοχευμένη διοχέτευση κεφαλαίων μέσω δημιουργίας επενδυτικών κεφαλαίων, δημιουργώντας παράλληλα clusters στην έρευνα και την ανάπτυξη καινοτομίας στα ελληνικά πανεπιστήμια και πολυτεχνεία, προκειμένου να παραχθούν καινοτόμα υλικά και προϊόντα π.χ. για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας», είπε στην ομιλία του ο διευθύνων σύμβουλος της Attica Ventures, Γιάννης Παπαδόπουλος, δίνοντας ως παράδειγμα την περίπτωση του Ισραήλ: «Με τη χρήση εργαλείων, όπως το venture capital, και στοχευμένες πολιτικές σε συγκεκριμένες αγορές ευκαιρίας, το Ισραήλ μέσα σε 18 χρόνια (από το 1992) έφτασε σήμερα να είναι η δεύτερη χώρα στον κόσμο σε παραγωγή τεχνολογίας μετά τις ΗΠΑ».

Τονίστηκε ακόμα ότι η πολιτεία θα πρέπει να δρομολογήσει ουσιαστικές και άμεσες παρεμβάσεις σε δύο τομείς. Πρώτον, στο σύστημα παραγωγής γνώσης και έρευνας (γεγονός, που προϋποθέτει τη συνεργασία της πανεπιστημιακής και ερευνητικής κοινότητας και σημαίνει αλλαγή φιλοσοφίας σε ότι αφορά τον αριθμό και τον τρόπο χρηματοδότησης των ΑΕΙ και των ερευνητικών κέντρων, εφαρμογή πολιτικών διασύνδεσης με τη βιομηχανία και τις επιχειρήσεις, καθορισμός πεδίων ερευνητικών δραστηριοτήτων με αυξημένη βαρύτητα (π.χ. ΑΠΕ, βιοτεχνολογία κλπ.) με συγκεκριμένα ποσοτικά κίνητρα).

Δεύτερον, στην ύπαρξη σταθερών και ξεκάθαρων μηχανισμών αξιολόγησης των αποτελεσμάτων κάθε ερευνητικού φορέα, που θα κινητροδοτούν με αυξημένη χρηματοδότηση αυτούς που επιτυγχάνουν τα καλύτερα μετρήσιμα-ποσοτικά αποτελέσματα.

Τρίτον, στην ενθάρρυνση επιχειρήσεων και κεφαλαίων, με την κινητροδότησή τους, για διοχέτευση πόρων και κεφαλαίων στην κατεύθυνση της χρηματοδότησης εφαρμοσμένης έρευνας, πρωτότυπων προϊόντων αλλά και μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

«Δεν ανακαλύπτουμε τον τροχό, απλά εφαρμόζουμε πολιτικές που εφαρμόζονται χρόνια τώρα σε ολόκληρη την Ευρώπη», δήλωσε ο κ. Παπαδόπουλος.