Η κατοικία εξελίσσεται σε άπιαστο όνειρο για ολοένα και περισσότερους Έλληνες. Οι τιμές αγοράς ανεβαίνουν, τα εισοδήματα μένουν στάσιμα και το χάσμα ανάμεσα σε όσα βγάζει και όσα χρειάζεται ένα νοικοκυριό για να αποκτήσει σπίτι μοιάζει πλέον αγεφύρωτο.

Τα στοιχεία της νέας έρευνας της Deloitte για την αγορά ακινήτων το επιβεβαιώνουν με τον πιο εμφατικό τρόπο: η Αθήνα είναι σήμερα η δεύτερη πιο ακριβή πόλη της Ευρώπης για αγορά νεόδμητης κατοικίας, πίσω μόνο από το Άμστερνταμ. Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους – για ένα διαμέρισμα 70 τ.μ. απαιτούνται 15 ολόκληρα χρόνια δουλειάς.

Την ίδια στιγμή, πόλεις όπως η Θεσσαλονίκη και η Πάτρα ακολουθούν κατά πόδας, δείχνοντας ότι η στεγαστική κρίση δεν είναι πια πρόβλημα των μεγάλων αστικών κέντρων, αλλά μια πανελλαδική πραγματικότητα που αγγίζει κάθε οικογένεια.

Η μειωμένη αγοραστική δύναμη των ελληνικών νοικοκυριών αποτυπώνεται ξεκάθαρα στη φετινή έρευνα της Deloitte, η οποία αναδεικνύει πόσο δύσκολη έχει γίνει η πρόσβαση στη στέγη. Σύμφωνα με τα ευρήματα, η Αθήνα κατατάσσεται δεύτερη στην Ευρώπη ανάμεσα στις πιο ακριβές πόλεις για αγορά νεόδμητης κατοικίας σε σχέση με τα εισοδήματα των πολιτών. Για την απόκτηση ενός διαμερίσματος 70 τ.μ. απαιτούνται μισθοί 15,3 ετών, με μόνη πιο ακριβή πόλη το Άμστερνταμ, όπου χρειάζονται 15,4 ετήσιοι μισθοί.

Η μέση τιμή αγοράς κατοικίας στην Αθήνα φτάνει τα 8.475 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο, παρουσιάζοντας ετήσια αύξηση 10,1%. Παράλληλα, η μέση τιμή πώλησης νεόδμητων κατοικιών στην Αττική αγγίζει τα 4.100 ευρώ/τ.μ., δηλαδή 10,8% υψηλότερη σε σχέση με πέρυσι. Αυτό σημαίνει ότι ένα νέο διαμέρισμα 70 τ.μ. κοστίζει πλέον περίπου 287.000 ευρώ.

Κατοικία

Οι τιμές των κατοικιών στην Αττική είναι 2,3 φορές πάνω από τον εθνικό μέσο όρο των 1.800 ευρώ/τ.μ. – ένδειξη της ανισορροπίας που προκαλεί η υπερσυγκέντρωση πληθυσμού στο Λεκανοπέδιο και της αδυναμίας της περιφέρειας να λειτουργήσει ως αντίβαρο.

Σύμφωνα με αναλυτές της αγοράς, η έλλειψη αποκέντρωσης διατηρεί τη ζήτηση σε υψηλά επίπεδα, την ώρα που η προσφορά παραμένει περιορισμένη. Το φαινόμενο αυτό δεν είναι μόνο ελληνικό· ωστόσο, η Αθήνα συγκαταλέγεται πλέον ανάμεσα στις πιο «πιεσμένες» αγορές της Ευρώπης.

Ενδεικτικά, στο Παρίσι η μέση τιμή κατοικίας είναι 3,3 φορές υψηλότερη από τον εθνικό μέσο όρο της Γαλλίας, αγγίζοντας τα 10.760 ευρώ/τ.μ., έναντι 3.332 ευρώ/τ.μ. στην υπόλοιπη χώρα.

Θεσσαλονίκη και Πάτρα στις πρώτες θέσεις της στεγαστικής «ανηφόρας»

Καιρός

Η Θεσσαλονίκη βρίσκεται επίσης στην πρώτη δεκάδα των πιο ακριβών πόλεων της Ευρώπης, καθώς απαιτούνται μισθοί 11,4 ετών για την αγορά νεόδμητης κατοικίας 70 τ.μ. Το μέσο κόστος φτάνει τα 2.815 ευρώ/τ.μ. ή περίπου 200.000 ευρώ, 1,6 φορές πάνω από τον εθνικό μέσο όρο.

Η «συμπρωτεύουσα» ξεπερνά πόλεις όπως το Λονδίνο (10,8 έτη), το Μιλάνο (9,9 έτη) ή η Ρώμη (8,1 έτη). Ακόμα και η Πάτρα χρειάζεται μισθούς 8,1 ετών για ένα νέο σπίτι 70 τ.μ., ξεπερνώντας πόλεις όπως η Φλωρεντία και το Μάντσεστερ. Αν και η μέση τιμή στην Πάτρα (1.457 €/τ.μ.) είναι κάτω από τον εθνικό μέσο όρο, τα χαμηλά εισοδήματα την κρατούν ψηλά στη λίστα των πιο δυσπρόσιτων πόλεων για αγορά κατοικίας.

Τα εισοδήματα στο 68% του 2010

Ειδικοί του real estate τονίζουν ότι η στεγαστική κρίση οφείλεται κυρίως στη δραματική μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος και στη συρρίκνωση της οικοδομικής δραστηριότητας. Όπως ανέφερε ο Γιάννης Δεληκανάκης, ιδρυτής της Southrock Asset Management, το διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων έχει περιοριστεί στο 68% του επιπέδου του 2010, όταν σε χώρες όπως η Ρουμανία και η Τσεχία έχει αυξηθεί στο 140% και 130% αντίστοιχα.

«Ο κόσμος απλώς δεν έχει χρήματα», σημειώνει, «και η στεγαστική κρίση είναι φυσικό επακόλουθο, καθώς οι τιμές πώλησης και ενοικίασης έχουν αυξηθεί μαζί με το κόστος των υλικών και των οικοπέδων».

Οικοδομική δραστηριότητα: Πτώση παρά την ανάκαμψη

Παρότι η ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα αυξήθηκε το 2024 (14,9% στις άδειες, 16,5% στην επιφάνεια, 8,7% στον όγκο), η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται στην 19η θέση μεταξύ 25 ευρωπαϊκών χωρών, με μόλις 2,95 νέες κατοικίες ανά 1.000 κατοίκους.

Φέτος, μάλιστα, καταγράφεται κάμψη λόγω του νομοθετικού κενού που προέκυψε μετά την κατάργηση των «μπόνους» δόμησης του ΝΟΚ. Το πρώτο επτάμηνο του 2025 η ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα έχει μειωθεί 10% στις άδειες, 18,4% στην επιφάνεια και 11,3% στον όγκο.

Όπως επισημαίνουν οι ειδικοί, χωρίς ουσιαστικά κίνητρα για νέες κατασκευές και χωρίς ενίσχυση της αποκέντρωσης, η στεγαστική κρίση στην Ελλάδα δύσκολα θα υποχωρήσει.