Τα τελευταία χρόνια, ο τουρισμός στην Ευρώπη έχει πάρει εκρηκτικές διαστάσεις, με αποτέλεσμα πολλές από τις πιο γνωστές και αγαπημένες πόλεις της ηπείρου να φτάνουν πλέον στα όριά τους. Ο υπερτουρισμός δεν είναι πλέον μια αφηρημένη έννοια ή μελλοντικό σενάριο, αλλά μια απτή πραγματικότητα που διαμορφώνει την καθημερινότητα των κατοίκων, αλλάζει τη φυσιογνωμία ιστορικών κέντρων και δημιουργεί βαθιές κοινωνικές, οικονομικές και περιβαλλοντικές εντάσεις.

Τρεις χαρακτηριστικές περιπτώσεις αυτής της κρίσης αποτελούν το Ντουμπρόβνικ στην Κροατία, η Αθήνα στην Ελλάδα και η Βενετία στην Ιταλία. Πόλεις με μακραίωνη ιστορία και μοναδική πολιτιστική ταυτότητα, που βρίσκονται πλέον εγκλωβισμένες σε ένα τουριστικό μοντέλο το οποίο, ενώ υπόσχεται οικονομικά οφέλη, αποδεικνύεται εξαιρετικά επιβαρυντικό.

Το Ντουμπρόβνικ υποδέχεται περίπου 27 επισκέπτες για κάθε κάτοικο

Ντουμπρόβνικ Κροατία

Το Ντουμπρόβνικ, μια από τις πιο γραφικές πόλεις της Αδριατικής, έχει μετατραπεί σε σύμβολο της υπερβολής. Με βάση πρόσφατη ανάλυση της πλατφόρμας Holidu, η οποία συνέκρινε τον αριθμό των ετήσιων τουριστών με τον πληθυσμό κάθε πόλης, διαπιστώθηκε ότι η κροατική πόλη υποδέχεται περίπου 27 επισκέπτες για κάθε κάτοικό της. Η παγκόσμια δημοφιλία της, ενισχυμένη από την τηλεοπτική επιτυχία του «Game of Thrones» που γυρίστηκε εν μέρει στο ιστορικό της κέντρο, έχει δημιουργήσει μια αφόρητη πίεση. Τα σοκάκια που κάποτε πρόσφεραν ηρεμία και αυθεντικότητα, πλέον ασφυκτιούν καθημερινά από πλήθη τουριστών που συρρέουν για να απαθανατίσουν τα τείχη της πόλης ή να ζήσουν για λίγο την ατμόσφαιρα ενός τηλεοπτικού κόσμου.

Οι τοπικές αρχές έχουν προσπαθήσει να εφαρμόσουν πολιτικές περιορισμού του όγκου των επισκεπτών, όπως τη ρύθμιση της προσέγγισης κρουαζιερόπλοιων, την καθιέρωση συστημάτων κρατήσεων για σημαντικά αξιοθέατα και την επιβολή χρονικών ορίων για τουριστικά λεωφορεία. Ωστόσο, αυτά τα μέτρα δεν αρκούν για να αντιστρέψουν την καθημερινή ταλαιπωρία των κατοίκων. Η εκτόξευση των τιμών στέγασης, η αλλοίωση της τοπικής φυσιογνωμίας και η εμπορευματοποίηση κάθε δημόσιου χώρου ωθούν πολλούς ντόπιους να εγκαταλείπουν την πόλη, με αποτέλεσμα η αυθεντική κοινότητα να συρρικνώνεται.

Η τουριστική υπερφόρτωση της Αθήνας

Τουρίστες

Αντίστοιχα, η Αθήνα βιώνει ένα δικό της είδος τουριστικής υπερφόρτωσης. Η ελκυστικότητα της πρωτεύουσας, με τα παγκόσμιας σημασίας μνημεία της και τη διαρκώς ανερχόμενη γαστρονομική και πολιτιστική σκηνή της, έχει εκτοξεύσει τον αριθμό των επισκεπτών σε πρωτοφανή επίπεδα. Οι αφίξεις κρουαζιερόπλοιων, οι αεροπορικές συνδέσεις χαμηλού κόστους και η άνθηση των βραχυχρόνιων μισθώσεων έχουν μεταμορφώσει το κέντρο της πόλης. Περιοχές όπως το Κουκάκι, το Ψυρρή ή το Θησείο αλλάζουν χαρακτήρα, καθώς τα παραδοσιακά νοικοκυριά δίνουν τη θέση τους σε τουριστικά διαμερίσματα και οι τιμές ενοικίασης ξεπερνούν τα όρια του ανεκτού για τους μόνιμους κατοίκους.

Η ελληνική πολιτεία έχει προσπαθήσει να αντιδράσει, εφαρμόζοντας συγκεκριμένα μέτρα. Έχει επιβάλει φόρους φιλοξενίας και περιβαλλοντικά τέλη, ενώ εξετάζει περιορισμούς στην τουριστική ανάπτυξη σε κορεσμένες περιοχές. Παρ’ όλα αυτά, η κεντρική δυσκολία παραμένει: πώς να διατηρηθεί η ελκυστικότητα της Αθήνας χωρίς να αλλοιωθεί ο κοινωνικός και πολιτιστικός της ιστός.

Σε διαρκή κατάσταση κρίσης η Βενετία

Βενετία Ιταλία

Η περίπτωση της Βενετίας είναι ακόμα πιο δραματική. Η πόλη των καναλιών βρίσκεται εδώ και δεκαετίες σε μια διαρκή κατάσταση κρίσης, η οποία πλέον έχει μετατραπεί σε κανονικότητα. Με έναν μέσο όρο 21 τουριστών για κάθε κάτοικο, η Βενετία όχι μόνο πνίγεται από την καθημερινή τουριστική ροή, αλλά κυριολεκτικά βυθίζεται. Η σταδιακή καθίζηση της πόλης και η άνοδος της στάθμης της θάλασσας επιτείνουν τα φυσικά προβλήματα που ήδη αντιμετωπίζει. Παράλληλα, η δημοφιλία της ως προορισμός ημερήσιων εκδρομών – κυρίως μέσω κρουαζιερόπλοιων – δημιουργεί τεράστια πίεση σε υποδομές και υπηρεσίες χωρίς ουσιαστική ανταπόδοση για την τοπική οικονομία.

Σε μια προσπάθεια ανάσχεσης αυτής της κατάστασης, η δημοτική αρχή της Βενετίας έχει λάβει αυστηρά μέτρα. Ένα από τα πλέον συμβολικά είναι η καθιέρωση τέλους εισόδου για επισκέπτες ημερήσιας παραμονής, με στόχο την αποθάρρυνση της «τουριστικής κατανάλωσης» χωρίς ουσιαστική συνεισφορά. Παράλληλα, ενθαρρύνονται μορφές βιώσιμου τουρισμού που προωθούν την επαφή με τον τοπικό πολιτισμό και την οικονομική στήριξη μικρών, οικογενειακών επιχειρήσεων.

Η ρίζα του φαινομένου του υπερτουρισμού, όμως, δεν βρίσκεται μόνο στην επιτυχία των συγκεκριμένων πόλεων, αλλά σε ευρύτερες αλλαγές στον τρόπο που ταξιδεύουμε. Η ανάπτυξη των low-cost αεροπορικών συνδέσεων έχει μετατρέψει τις αποδράσεις του Σαββατοκύριακου σε κάτι κοινότοπο. Οι πλατφόρμες τύπου Airbnb έχουν διαμορφώσει νέες τάσεις φιλοξενίας, αλλά συχνά εις βάρος της προσβασιμότητας των κατοικιών για τους ντόπιους. Και φυσικά, η άνθηση της βιομηχανίας κρουαζιέρας έχει συμβάλει αποφασιστικά στην ξαφνική εισροή χιλιάδων τουριστών σε περιοχές που δεν έχουν τον κατάλληλο σχεδιασμό για να τους εξυπηρετήσουν.

Οι ειδικοί συμφωνούν ότι η αντιμετώπιση του υπερτουρισμού απαιτεί συντονισμένες πολιτικές, μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και αλλαγή νοοτροπίας. Η βιωσιμότητα πρέπει να βρεθεί στο επίκεντρο της τουριστικής πολιτικής: τόσο ως περιβαλλοντική προστασία όσο και ως κοινωνική ισορροπία. Προτείνεται η στροφή σε λιγότερο δημοφιλείς – αλλά εξίσου ενδιαφέρουσες – περιοχές, η αυστηρότερη ρύθμιση των τουριστικών μισθώσεων και η ενίσχυση της τοπικής συμμετοχής στις αποφάσεις.

Η μεγάλη πρόκληση για την Ευρώπη δεν είναι πώς να φέρει περισσότερους τουρίστες, αλλά πώς να διαχειριστεί σωστά αυτούς που ήδη φτάνουν. Αν δεν υπάρξει άμεση προσαρμογή, κινδυνεύουμε να δούμε πόλεις-σύμβολα να μετατρέπονται από ζωντανές κοινότητες σε θεματικά πάρκα – με τελικό χαμένο όχι μόνο τον κάτοικο, αλλά και τον ίδιο τον επισκέπτη.