Αύξηση 2,1% στο ΑΕΠ, ανεργία 9,1% και πληθωρισμό 2,8% προβλέπει για το 2025 η αναθεωρημένη εκτίμηση του ΙΟΒΕ, όπως καταγράφεται στην τελευταία τριμηνιαία έκθεση του Ιδρύματος.

Η ελληνική οικονομία, όπως επισημαίνεται σχετικά, κατέγραψε ανάπτυξη 1,7% το δεύτερο τρίμηνο του 2025, παρουσιάζοντας επιβράδυνση σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο (+2,2%). Η αναθεώρηση προς τα κάτω της πρόβλεψης για το 2025, με εκτίμηση ανάπτυξης στο +2,1%, δείχνει την αβεβαιότητα που επικρατεί σε διεθνές και εγχώριο επίπεδο.

Η ιδιωτική κατανάλωση, που υπήρξε κινητήριος μοχλός της ανάπτυξης τα τελευταία χρόνια, αναμένεται να επιβραδυνθεί (εκτιμάται ότι θα αυξηθεί μόλις 1,9%), ενώ η δημόσια κατανάλωση θα παραμείνει θετική (+1,1%). Σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις, οι πάγιες επενδύσεις αναμένεται να ενισχυθούν κατά 7,5%, κυρίως λόγω του Ταμείου Ανάκαμψης και του χαμηλότερου κόστους χρηματοδότησης.

Ωστόσο, οι εξωτερικοί κίνδυνοι συνεχίζουν να επιδρούν στην οικονομία. Οι γεωπολιτικές εντάσεις, οι αυξημένοι δασμοί και οι αναταράξεις στις διεθνείς αγορές ενδέχεται να προκαλέσουν νέες προκλήσεις για τις εξαγωγές και το εξωτερικό ισοζύγιο. Παρά την ανθεκτικότητα του τουρισμού, που παραμένει βασικός πυλώνας της ελληνικής οικονομίας, οι εξαγωγές αγαθών παρουσίασαν μείωση (-1,1%), παρά την αύξηση των εξαγωγών υπηρεσιών (+3,9%).

Η προοπτική για το 2026 δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντική, με την εκτίμηση για ανάπτυξη να αναθεωρείται προς τα κάτω στο +2,2% (από 2,4%), παρά την αναμενόμενη ενίσχυση των πάγιων επενδύσεων (+10,0%). Το εξωτερικό έλλειμμα, κυρίως λόγω της αύξησης των εισαγωγών (+4,9%), αποτελεί σημαντική πρόκληση για το μέλλον.

Παρά τις δυσκολίες, οι θετικές τάσεις, όπως η μείωση της ανεργίας (αναμένεται στο 9,1% το 2025) και η αύξηση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας, δείχνουν ότι η ελληνική οικονομία συνεχίζει να αντέχει. Ωστόσο, παραμένουν αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και πολιτικές για την ενίσχυση της παραγωγικότητας και τη μείωση της άτυπης οικονομίας, ώστε να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα της ανάπτυξης στο μέλλον.

Σημάδια κόπωσης

Ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ, Καθηγητής Νίκος Βέττας, επεσήμανε την ανάγκη ενίσχυσης της οικονομίας ενόψει προκλήσεων. Τόνισε ότι η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, ωστόσο με σημάδια κόπωσης τα οποία σηματοδοτούν την ανάγκη ενίσχυσης των επενδύσεων.

Μεταξύ άλλων, ανέδειξε τις αβεβαιότητες στο διεθνές περιβάλλον, τις πρόσφατες θετικές τάσεις αλλά και προκλήσεις για την ελληνική οικονομία. Πιο αναλυτικά, στο διεθνές περιβάλλον, το παγκόσμιο εμπόριο βρίσκεται σε προσωρινή ισορροπία, με αβεβαιότητα γύρω από τις εμπορικές σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας και πιθανές επιπτώσεις στην παγκόσμια ανάπτυξη. Οι υψηλοί δείκτες δημόσιου χρέους και οι ασθενείς ρυθμοί μεγέθυνσης εντείνουν τον κίνδυνο «δημοσιονομικής κυριαρχίας», οδηγώντας τη νομισματική πολιτική σε πιο εξαρτημένο ρόλο από τις κρατικές επιλογές.

Η Ευρώπη αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις, όπως η περιορισμένη πρόοδός της σε ανταγωνιστικότητα και καινοτομία, ενώ οι γεωπολιτικές εντάσεις και οι αυξημένες αμυντικές δαπάνες εντείνουν την ανάγκη τόνωσης της τεχνολογικής και βιομηχανικής ανάπτυξης.

Στις εγχώριες εξελίξεις, ο πληθωρισμός παραμένει πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, ασκώντας πίεση στα νοικοκυριά και μειώνοντας την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Τα δημόσια έσοδα ενισχύονται χάρη στη συνεχιζόμενη ανάπτυξη, τη μείωση της άτυπης οικονομίας και τον πληθωρισμό. Παράλληλα, ο τουρισμός εξακολουθεί να αποτελεί ισχυρό πυλώνα στήριξης της οικονομίας με θετική συμβολή στο ΑΕΠ.

Οι πρόσφατες φορολογικές παρεμβάσεις μειώνουν τη φορολόγηση εργασίας και ενισχύουν το διαθέσιμο εισόδημα, ενθαρρύνοντας τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας και περιορίζοντας την άτυπη οικονομία. Οι φοροελαφρύνσεις θεωρούνται κοινωνικά δίκαιες και πιο αποτελεσματικές από τις επιδοματικές πολιτικές, ενώ παραμένει ζητούμενο ένα απλούστερο και σταθερότερο φορολογικό πλαίσιο.

Η αρνητική δημογραφική τάση επιδεινώνεται, με μείωση του πληθυσμού και αύξηση της μέσης ηλικίας, γεγονός το οποίο καθιστά αναγκαία την προσαρμογή οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών στην κατεύθυνση διατήρησης της ανάπτυξης και της βιωσιμότητας του συστήματος.

Ενδεικτικά, ειδικό πλαίσιο ανάλυσης στην έκθεση αναδεικνύει την ανάγκη ανάπτυξης υποδομών μακροχρόνιας φροντίδας, ως χαρακτηριστικό παράδειγμα των προσαρμογών που χρειάζεται η χώρα για να ανταποκριθεί στη γήρανση του πληθυσμού.