Περισσότεροι από 12.500 πολίτες αναμένεται να αποκτήσουν το δικό τους σπίτι έως το τέλος του 2026, μέσω του προγράμματος «Σπίτι μου ΙΙ», αλλά και του διευρυμένου πλαισίου κοινωνικής κατοικίας που βρίσκεται σε εξέλιξη. Πρόκειται για ένα ευρύ πλέγμα στεγαστικών παρεμβάσεων που απευθύνεται κυρίως σε νέους, ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, δημοσίους υπαλλήλους που υπηρετούν μακριά από τον τόπο μόνιμης κατοικίας τους, καθώς και στο προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων.

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του υπουργείου Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, το μεγάλο στεγαστικό πρόγραμμα «Σπίτι μου ΙΙ» καταγράφει ήδη απορρόφηση της τάξης του 65%. Μέχρι σήμερα έχουν διατεθεί περίπου 1,3 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στην απόκτηση κατοικίας από περίπου 11.000 πολίτες, οι οποίοι αξιοποίησαν τους ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους χρηματοδότησης.

Στελέχη του υπουργείου εκτιμούν ότι από το εναπομείναν κονδύλι των 700 εκατ. ευρώ –το οποίο, μετά την παράταση, θα «τρέχει» έως τις 31 Μαΐου 2026– μπορούν να καλυφθούν οι στεγαστικές ανάγκες ακόμη 10.000 δικαιούχων. Καθοριστικό ρόλο σε αυτό παίζει τόσο η διεύρυνση των εισοδηματικών κριτηρίων όσο και το γεγονός ότι το μέσο κόστος των κατοικιών που έχουν αγοραστεί μέχρι στιγμής κυμαίνεται μεταξύ 120.000 και 130.000 ευρώ, αισθητά χαμηλότερα από το ανώτατο όριο των 190.000 ευρώ που προβλέπει το πρόγραμμα. Η διαφορά αυτή δημιουργεί, όπως επισημαίνουν αρμόδιες πηγές, «αέρα» για τη χρηματοδότηση περισσότερων αγορών.

Με τις πρόσφατες αλλαγές, το πρόγραμμα απευθύνεται πλέον σε ιδιώτες ηλικίας από 25 έως 50 ετών, με κατώτατο εισοδηματικό όριο τα 10.000 ευρώ. Το ανώτατο όριο διαμορφώνεται στα 20.000 ευρώ για άγαμους, στα 28.000 ευρώ για έγγαμους, με προσαύξηση 4.000 ευρώ για κάθε τέκνο, ενώ για τις μονογονεϊκές οικογένειες το όριο φτάνει τις 31.000 ευρώ, με επιπλέον 5.000 ευρώ για κάθε παιδί πέραν του πρώτου.

Το βασικό πλεονέκτημα του «Σπίτι μου ΙΙ» είναι το χρηματοδοτικό σκέλος. Το 50% του δανείου χορηγείται με μηδενικό επιτόκιο, ενώ το υπόλοιπο 50% από το πιστωτικό ίδρυμα επιβαρύνεται με μειωμένο, προνομιακό επιτόκιο. Το ανώτατο ποσό δανείου φτάνει τις 190.000 ευρώ και μπορεί να καλύψει έως το 90% της αξίας του ακινήτου, όπως αυτή αναγράφεται στο συμβόλαιο αγοράς. Αυτό σημαίνει ότι ο δανειολήπτης καλείται να συνεισφέρει τουλάχιστον 10% με ίδιους πόρους, ενώ σε κάθε περίπτωση απαιτείται ελάχιστη ίδια συμμετοχή της τάξης των 20.000 ευρώ.

Αν, για παράδειγμα, η αξία ενός ακινήτου ανέρχεται στις 250.000 ευρώ, το δάνειο περιορίζεται στο ανώτατο όριο των 190.000 ευρώ και ο αγοραστής καλύπτει το υπόλοιπο ποσό. Η διάρκεια αποπληρωμής κυμαίνεται από 3 έως 30 έτη. Ως βασική εξασφάλιση λαμβάνεται το ίδιο το ακίνητο, με την εμπράγματη ασφάλεια να μην υπερβαίνει το 120% του ποσού του δανείου, ενώ δεν επιτρέπεται η παροχή προσωπικής εγγύησης από τρίτο πρόσωπο. Στην περίπτωση συζύγων ή συμφώνου συμβίωσης, υπολογίζεται το συνολικό οικογενειακό εισόδημα, ανεξάρτητα από το αν υποβάλλονται χωριστές φορολογικές δηλώσεις.

Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα αγοράς διαμερίσματος 100 τ.μ. στην Αγία Παρασκευή, κατασκευής 1987, με τιμή πώλησης 220.000 ευρώ. Με δάνειο 150.000 ευρώ και διάρκεια 25 ετών, η μηνιαία δόση χωρίς το πρόγραμμα προσεγγίζει τα 900 ευρώ. Με την ένταξη στο «Σπίτι μου ΙΙ», η δόση μειώνεται στα περίπου 600 ευρώ, προσφέροντας όφελος 300 ευρώ τον μήνα και συνολικό οικονομικό όφελος που ξεπερνά τις 85.000 ευρώ σε βάθος 25ετίας.

Παράλληλα με το «Σπίτι μου ΙΙ», «τρέχει» και το πρόγραμμα κοινωνικής κατοικίας, μέσω του οποίου αναμένεται να παραδοθούν περίπου 2.500 κατοικίες, έπειτα από ανακαινίσεις δημόσιων κτιρίων. Το πρόγραμμα αναπτύσσεται σε τρεις άξονες: το γενικό πλαίσιο κοινωνικής στέγης για ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, το ειδικό πρόγραμμα στέγασης για δημοσίους υπαλλήλους που υπηρετούν στην περιφέρεια ή μακριά από τον τόπο κατοικίας τους και το στοχευμένο οικιστικό πρόγραμμα για τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων.

Συνολικά, η κυβέρνηση φιλοδοξεί να δώσει ουσιαστικές απαντήσεις στο οξύ στεγαστικό πρόβλημα, αξιοποιώντας τόσο χρηματοδοτικά εργαλεία όσο και ανενεργό δημόσιο κτιριακό απόθεμα, με στόχο την αύξηση της προσφοράς προσιτής κατοικίας τα επόμενα δύο χρόνια.