Με θετικό πρόσημο σε βασικούς δείκτες απόδοσης, πληρότητα, μέση τιμή και έσοδα ανά διαθέσιμο δωμάτιο, έκλεισε το πρώτο πεντάμηνο του 2025 για τη ξενοδοχειακή αγορά της Αθήνας. Ωστόσο, η αισιοδοξία που απορρέει από τις μέχρι τώρα επιδόσεις συνυπάρχει με διάχυτο προβληματισμό για το υπόλοιπο της τουριστικής περιόδου, καθώς εξωτερικές γεωπολιτικές αβεβαιότητες και εσωτερικές πιέσεις ενισχύουν το αίσθημα επιφυλακής στους κύριους παράγοντες του κλάδου.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, η μέση πληρότητα των ξενοδοχείων της πρωτεύουσας το διάστημα Ιανουαρίου – Μαΐου διαμορφώθηκε στο 71,5%, καταγράφοντας μικρή αλλά ουσιαστική αύξηση της τάξης του 2,2% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2024. Παράλληλα, η μέση τιμή δωματίου (Average Daily Rate – ADR) σημείωσε αύξηση 4,8% και ανήλθε στα 155,25 ευρώ, συμβάλλοντας σε συνολική ενίσχυση των εσόδων ανά διαθέσιμο δωμάτιο (RevPAR), τα οποία διαμορφώθηκαν στα 111,06 ευρώ (+7,1%).
Αξιοσημείωτη ήταν η απόδοση του Μαΐου, μήνα που παραδοσιακά καταγράφει υψηλή ζήτηση τόσο από επαγγελματικά όσο και από τουριστικά ταξίδια. Η πληρότητα για τον συγκεκριμένο μήνα ανήλθε σε 87,9%, έναντι 84,5% τον Μάιο του 2024, ενώ η μέση τιμή δωματίου αυξήθηκε στα 210,95 ευρώ (+4,8%). Το RevPAR ενισχύθηκε περαιτέρω κατά 7,1% και έφτασε τα 185,32 ευρώ, επιβεβαιώνοντας την ισχυρή απόδοση της πόλης σε περίοδο αιχμής.
Σύγκριση με άλλους ευρωπαϊκούς προορισμούς
Η αθηναϊκή αγορά συνεχίζει να παρουσιάζει ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά σε σύγκριση με άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Η μέση πληρότητα της Αθήνας στο πεντάμηνο ήταν υψηλότερη από εκείνη της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης, ενώ παρέμεινε κοντά στα επίπεδα της Μαδρίτης και της Βαρκελώνης — με την τελευταία να εμφανίζει οριακή μείωση της πληρότητας κατά 0,9%, γεγονός που αποδίδεται, μεταξύ άλλων, σε περιορισμούς που επιβάλλονται στα βραχυχρόνια καταλύματα.
Στο μέτωπο της μέσης τιμής δωματίου, η Αθήνα κατέγραψε άνοδο 4,8%, επίδοση ανάλογη με εκείνη της Ρώμης και άνω της αύξησης σε Κωνσταντινούπολη και Βαρκελώνη (0,3% και 3,6% αντίστοιχα). Η Μαδρίτη, με αύξηση 9,5%, ξεχώρισε στο συγκεκριμένο δείκτη, επιβεβαιώνοντας την ανοδική δυναμική της ως city-break προορισμός.
Όσον αφορά το RevPAR, η Αθήνα εμφάνισε αύξηση 7,1%, υπερβαίνοντας την επίδοση της Βαρκελώνης και της Κωνσταντινούπολης, ενώ υστέρησε ελαφρώς σε σχέση με τη Μαδρίτη (10,1%) και τη Ρώμη (5,0%), γεγονός που αντανακλά τον έντονο ανταγωνισμό στον ευρωπαϊκό χάρτη.
Προβληματισμός για τη συνέχεια της χρονιάς
Παρά τη θετική εικόνα του πρώτου πενταμήνου, οι προβλέψεις για το υπόλοιπο της τουριστικής περιόδου διαμορφώνονται με αυξημένη επιφυλακτικότητα. Βασικοί παράγοντες που επηρεάζουν τις προοπτικές είναι η υπερπροσφορά νέων μονάδων και κλινών σε κεντρικές και περιφερειακές τοποθεσίες, η διαφοροποίηση της τουριστικής ζήτησης —ιδίως από αγορές με υψηλή εποχική κινητικότητα— αλλά και η παγκόσμια συγκυρία, όπως αυτή διαμορφώνεται από γεωπολιτικές εντάσεις και ενδεχόμενη επιβράδυνση μεγάλων οικονομιών.
Η κατάσταση στις Ηνωμένες Πολιτείες, αγορά στρατηγικής σημασίας για τον αθηναϊκό τουρισμό, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερης παρακολούθησης, καθώς ενδεχόμενη κάμψη της καταναλωτικής εμπιστοσύνης ή αύξηση του κόστους δανεισμού μπορεί να επηρεάσει την απήχηση της πόλης σε επισκέπτες υψηλής δαπάνης. Αντίστοιχα, η συνεχιζόμενη ένταση σε Μέση Ανατολή και Ανατολική Ευρώπη δημιουργεί ένα εύθραυστο διεθνές περιβάλλον, με αλυσιδωτές συνέπειες στην παγκόσμια τουριστική κινητικότητα.
Παράλληλα, η διαφοροποίηση της συμπεριφοράς των ταξιδιωτών, με έμφαση σε βραχυχρόνιες κρατήσεις, last-minute επιλογές και μεγαλύτερη ευαισθησία σε θέματα κόστους, εντείνει την ανάγκη προσαρμογής των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων. Η ανάδειξη της Αθήνας σε προορισμό για συνέδρια και city breaks παραμένει στόχος, ωστόσο προϋποθέτει συντονισμένες προσπάθειες μάρκετινγκ, αναβάθμιση υποδομών και διατήρηση της συνολικής εμπειρίας υψηλού επιπέδου για τον επισκέπτη.
Ανάγκη στρατηγικής επαγρύπνησης
Η ελληνική ξενοδοχία, και ειδικά αυτή της Αθήνας, έχει επιδείξει ανθεκτικότητα διαχρονικά – από την περίοδο της οικονομικής κρίσης έως την πανδημία. Ωστόσο, η τρέχουσα συγκυρία χαρακτηρίζεται από σύνθετη και πολυπαραγοντική αστάθεια.
Οι επιχειρηματικοί φορείς καλούνται να ενισχύσουν τους μηχανισμούς πρόγνωσης και διαχείρισης κινδύνου, ενώ η Πολιτεία θα πρέπει να υποστηρίξει την τουριστική δραστηριότητα με έμφαση στη βιώσιμη ανάπτυξη, τη χωρική ισορροπία και την ποιοτική αναβάθμιση των υποδομών.
Η εικόνα του πρώτου πεντάμηνου είναι ενθαρρυντική – όχι όμως αρκετή για να δημιουργήσει εφησυχασμό. Το υπόλοιπο της χρονιάς θα κριθεί από την ικανότητα του κλάδου να προσαρμοστεί γρήγορα, να προβλέψει εξελίξεις και να ενισχύσει τη διαφοροποίηση του αθηναϊκού τουριστικού προϊόντος, τόσο γεωγραφικά όσο και θεματικά.