Με ευνοϊκούς οιωνούς ξεκινά η νέα χρονιά για την αγορά εργασίας, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος. Η οικονομική δραστηριότητα συνεχίζει να ενισχύεται, στηρίζοντας τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, ενώ η ανεργία βαίνει μειούμενη. Παρά ταύτα, οι μισθολογικές αυξήσεις προβλέπεται να κινηθούν σε πιο συγκρατημένα επίπεδα σε σύγκριση με το 2024.

Συγκεκριμένα, η ΤτΕ εκτιμά ότι το 2025 η απασχόληση θα αυξηθεί κατά 1,3%, ενώ το ποσοστό ανεργίας θα υποχωρήσει στο 9,9%, διαμορφώνοντας τον χαμηλότερο δείκτη από το 2010. Η πρόβλεψη αυτή στηρίζεται στην προσδοκία ότι η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με θετικό ρυθμό, με συνέπεια τη διατήρηση της ζήτησης για εργατικό δυναμικό.

Παρά τη θετική εικόνα, οι αποδοχές των εργαζομένων δεν αναμένεται να αυξηθούν με την ίδια ένταση όπως φέτος. Οι συνολικές αμοιβές προβλέπεται να ενισχυθούν κατά 5,6% το 2025 (από 7,4% το 2024), οι μέσες αποδοχές κατά 4,5% (από 6%) και το μοναδιαίο κόστος εργασίας κατά 3,4% (από 4,9%).

Η επιβράδυνση αυτή αποδίδεται αφενός στην ελαφρώς ηπιότερη αύξηση του κατώτατου μισθού, και αφετέρου στη σταδιακή εξισορρόπηση της προσφοράς και της ζήτησης στην αγορά εργασίας. Όπως επισημαίνει η έκθεση, «οι συνολικές αμοιβές, οι μέσες αποδοχές και το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος θα εξακολουθήσουν να αυξάνονται, αν και με ρυθμούς χαμηλότερους».

Ισχυρή επίδοση το 2024

Το 2024 αποτέλεσε έτος σημαντικής προόδου για την αγορά εργασίας. Η συνολική απασχόληση αυξήθηκε κατά 2%, ενώ η ανεργία υποχώρησε στο 10,1%, φθάνοντας στο χαμηλότερο επίπεδο της τελευταίας δεκαπενταετίας. Παράλληλα, το ποσοστό μερικής απασχόλησης μειώθηκε περαιτέρω στο 6,6% (από 7,5% το 2023), ενώ ιδιαίτερα θετική κρίνεται η αύξηση της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, που έφτασε στα υψηλότερα επίπεδα από το 2011.

Η άνοδος της απασχόλησης καταγράφηκε κυρίως στις γυναίκες και σε ηλικιακές ομάδες 45–65 ετών, διευρύνοντας τη συμμετοχή αυτών των πληθυσμιακών κατηγοριών στην αγορά. Η εξέλιξη αυτή, πέραν της άμεσης οικονομικής σημασίας της, συμβάλλει στη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, το οποίο εξακολουθεί να επηρεάζεται από τις επιπτώσεις της γήρανσης του πληθυσμού.

Παρά τη συνολική βελτίωση, η έκθεση της ΤτΕ υπογραμμίζει και τις προκλήσεις που εξακολουθούν να υφίστανται, κυρίως αναφορικά με τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού. Το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως στους τομείς του τουρισμού, των επαγγελματικών υπηρεσιών, των κατασκευών και της μεταποίησης. Παρότι η αύξηση των μισθών το 2024 υπήρξε αισθητή, σε αρκετούς κλάδους οι επιχειρήσεις συνεχίζουν να δυσκολεύονται να καλύψουν κενές θέσεις εργασίας.

Αξιοσημείωτο είναι ότι η μόνη εξαίρεση στη γενικευμένη στενότητα της αγοράς ήταν ο κλάδος της πληροφορικής και των επικοινωνιών, όπου σημειώθηκε μείωση του ποσοστού κενών θέσεων σε σχέση με το 2023.

Οι αποδοχές των εργαζομένων κατέγραψαν αξιοσημείωτη άνοδο κατά τη διάρκεια του 2024. Οι συνολικές αμοιβές εξαρτημένης εργασίας αυξήθηκαν κατά 7,4%, ενώ οι αμοιβές ανά μισθωτό ενισχύθηκαν κατά 6%. Οι βασικοί παράγοντες πίσω από την εξέλιξη αυτή ήταν: η αύξηση των αποδοχών στο Δημόσιο, η επαναφορά των τριετιών στον ιδιωτικό τομέα και η νέα αύξηση του κατώτατου μισθού.

Το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών ενισχύθηκε, δίνοντας ώθηση στην κατανάλωση, αν και οι επιπτώσεις του πληθωρισμού εξακολουθούν να επηρεάζουν την αγοραστική δύναμη.

Η παραγωγικότητα ανά απασχολούμενο αυξήθηκε με ετήσιο ρυθμό 1%, διατηρώντας τη δυναμική του προηγούμενου έτους, ενώ το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος αυξήθηκε κατά 4,9%, από 2,5% το 2023, επιβεβαιώνοντας τις πληθωριστικές πιέσεις που δέχονται οι επιχειρήσεις.

Προκλήσεις και μεταρρυθμιστικές ανάγκες

Η έκθεση δεν παραλείπει να τονίσει την ανάγκη διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα ενισχύσουν την ευελιξία της αγοράς εργασίας και θα βελτιώσουν τη σύνδεση της επαγγελματικής εκπαίδευσης με τις πραγματικές ανάγκες της οικονομίας. Η μείωση της ανεργίας και η ενίσχυση της συμμετοχής είναι απαραίτητες, αλλά δεν αρκούν από μόνες τους για να διασφαλίσουν βιώσιμη ανάπτυξη και κοινωνική συνοχή.

Η διατήρηση της θετικής τάσης στην απασχόληση εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από την ικανότητα της οικονομίας να ανταποκρίνεται στις τεχνολογικές μεταβολές, να προσελκύει επενδύσεις και να κατευθύνει το ανθρώπινο δυναμικό προς καινοτόμους και εξωστρεφείς κλάδους.