Η παράσταση «Βικτόρ ή τα παιδιά στην εξουσία», η μαύρη κωμωδία του Ροζέ Βιτράκ που ενθουσίασε κοινό και κριτικούς, επέστρεψε για δεύτερη χρονιά σε σκηνοθεσία Κώστα Παπακωνσταντίνου, με μια εκλεκτή ομάδα ηθοποιών. Μάλιστα, φέτος, συμπληρώνονται πενήντα χρόνια από το πρώτο ανέβασμα από τον Κάρολο Κουν, του κλασικού πλέον έργου που αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα δείγματα του σουρεαλιστικού θεάτρου.
Με αφορμή την παράσταση «Βικτόρ ή τα παιδιά στην εξουσία», είχαμε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση με τη Νεκταρία Γιαννουδάκη, η οποία υποδύεται την Τερέζ.
– Τι βλέπουμε στην παράσταση «Βικτόρ ή τα παιδιά στην εξουσία»;
Βλέπουμε ένα καθωσπρέπει «τσίρκο», όπου χτυπάνε με ποικίλους τρόπους – κυριολεκτικά και μεταφορικά- ένα παιδί. Γίνεται βέβαια και με ένα αστείο και ανατρεπτικό τρόπο και με έναν τρόπο φορμαλιστικό, καθώς ανήκει στο θέατρο του παραλόγου, όπου υπάρχει έντονος ο σουρεαλισμός. Ένα τσίρκο σουρεαλιστικό, λοιπόν, είμαστε, σε ένα αστικό τοπίο που χτυπάμε με ποικίλους τρόπους ένα ανυπεράσπιστο, ιδιοφυές παιδί.
– Διαβάζοντας την υπόθεση, νομίζεις ότι πρόκειται για ένα σκληρό έργο, δραματικό. Όμως, στην πραγματικότητα πρόκειται για μία κωμωδία.
Ακριβώς, πρόκειται για μια κωμωδία στην οποία τα παιδιά παρουσιάζονται πιο ευθύγραμμα από τους διεφθαρμένους ενήλικες.

– Με την κωμωδία μπορούμε τελικά να πούμε τα πιο σοβαρά πράγματα, να θίξουμε τα κακώς κείμενα με έναν καλύτερο και πιο μεταδοτικό τρόπο στο κοινό;
Νομίζω ότι καλό είναι να μην το γενικεύσουμε, γιατί υπάρχουν και καλές κωμωδίες και κακές κωμωδίες. Κι επίσης υπάρχουν δραματικά έργα που είναι συγκλονιστικά κι εύστοχα. Νομίζω πως το ενδιαφέρον είναι -όπως συμβαίνει και στη ζωή- μία κωμωδία έχει κάτι τραγικό, αλλά και κάτι τραγικό εμπεριέχει και το κωμικό του στοιχείο.
– Ο Βικτόρ είναι ένα 9χρονο παιδί, το οποίο είναι ευφυέστατο. Η αλήθεια είναι ότι εμείς οι μεγάλοι δεν μπορούμε πάντα να κατανοήσουμε τις ιδιαιτερότητες των παιδιών, τις δυνατότητες τους. Αυτό πώς ακριβώς το βλέπουμε στην παράσταση, την ευφυία δηλαδή του Βικτόρ σε συνάρτηση με τους ενήλικες;
Από τον τρόπο που συμπεριφέρεται, από όλα αυτά που αντιλαμβάνεται, από αυτά που διαισθάνεται ο ίδιος και είναι χιλιόμετρα πιο μπροστά από τους ενήλικες. Επειδή με έχει επηρεάσει πολύ η παράσταση, θέλω να πω αυτό: οι μεγάλοι πολύ συχνά υποτιμούμε τα παιδιά και νομίζουμε ότι δεν καταλαβαίνουν. Τα παιδιά καταλαβαίνουν πολύ περισσότερα από αυτά που εμείς οι μεγάλοι θα θέλαμε να καταλαβαίνουν ή νομίζουμε ότι καταλαβαίνουν. Τα παιδιά έχουν απόλυτη ανάγκη από την αλήθεια μας. Όσο σκληρή και αν είναι αυτή, κάποιες φορές.
– Αυτό γιατί το κάνουμε; Για να τα προστατεύσουμε;
Πολύ συχνά από προστασία και πολύ συχνά γίνεται και γιατί δεν μας συμφέρει να γνωρίζουν τα παιδιά -επειδή οι γονείς αποτελούν πρότυπο για εκείνα- τα δικά μας χάλια και τις δικές μας αδυναμίες.

– Το κάνουμε και από υπερπροστασία;
Κάποιες φορές το κάνουμε και από υπερπροστασία, να παραμείνει το παιδί στη γυάλα. Έλα, όμως, που δεν ζει στη γυάλα και νομίζω ότι είναι καλό κι εμείς να είμαστε συνδεδεμένοι με την αλήθεια και την πραγματικότητά μας και τις ελλείψεις μας, γιατί μόνο έτσι υπάρχει περίπτωση και για μία δυνατότητα καλυτέρευσης και σωστότερης επικοινωνίας με τον κόσμο των παιδιών.
– Είναι κάτι που διαβάζω και στο σημείωμα για την παράσταση, πως οι μεγάλοι θα προσπαθήσουν να τον καταλάβουν, αλλά ο Βικτόρ, θέλει να τον νοιώσουν. Και η αλήθεια είναι ότι δεν νιώθουμε πάντα τα παιδιά, όσο θα θέλουν τα ίδια.
Ακριβώς, και κάποια στιγμή ο Βικτόρ λέει: «πρέπει να νιώσεις πατέρα, δεν καταλαβαίνω τίποτα».
– Η ενσυναίσθηση, ε;
Ακριβώς. Ανοίγει πάρα πολλά θέματα αυτό το έργο και νομίζω ότι ένας θεατής, εκτός του ότι θα γελάσει σίγουρα σε πολλές στιγμές, ίσως και να συνδεθεί, αν μπορεί να δει τη μεγάλη εικόνα. Θα πάρει και πολλή δουλειά για το σπίτι.
– Να προβληματιστεί. Αυτός δεν θα πρέπει να είναι και ο ρόλος του θεάτρου; Φεύγοντας από μία παράσταση, να έχεις πάρει κάτι από αυτήν;
Κάτι να μείνει. Να μην είναι μόνο το ότι πέρασα καλά δύο ώρες που διαρκεί μία παράσταση και μετά από τρεις μέρες έχω ξεχάσει τα πάντα. Κάτι να έχουμε να συζητήσουμε, να ξαναπούμε, να σκεφτούμε.
– Το έργο είναι γραμμένο από τον Ροζέ Βιτράκ τη δεκαετία του 1930 στη Γαλλία. Και μπορεί κάποιος να σκεφτεί, ένα έργο του 1930 στη Γαλλία πως μπορεί να συνδεθεί με την Αθήνα του 1925;
Κι, όμως έχει να πει πολύ περισσότερα από όσα φανταζόμαστε, γιατί κοροϊδεύει την τότε αστική κοινωνία που έχει έναν καθωσπρεπισμό και αυτό τον πληθυντικό των Γάλλων που οι περισσότεροι γνωρίζουμε. Αλλά μέσα από όλο αυτό, υπάρχει η φθορά, διαφθορά, το ψέμα, το χάλι. Νομίζω ότι είναι πράγματα που δεν θα σταματήσουν να μας απασχολούν.

– Νομίζω ότι μένουμε και στην επιφάνεια, δεν εμβαθύνουμε. Ακόμα και στις σχέσεις μας με άλλους γονείς, με φίλους, πολλές φορές μένουμε στην εικόνα.
Ευτυχώς υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν δουλειά με τον εαυτό τους, τουλάχιστον προσπαθούν να είναι συνδεδεμένοι με την αλήθεια τους και να συνειδητοποιούν τα προβλήματά τους και τα θέματά του. Εγώ αυτό πιστεύω και παρόλο που πολύ συχνά, ακόμα και αυτοί οι άνθρωποι το χάνουν, το ξαναβρίσκουν γιατί είναι συνεχώς σε έναν διάλογο με τον εαυτό τους. Αλλά ζούμε και σε μία τόσο ανταγωνιστική κοινωνία, «τυλιγμένη» με ένα αμπαλάζ, και με πολλά «πρέπει», τα οποία δεν τα έχουν τα παιδιά.
– Αλλά τους τα μεταφέρουμε.
Ναι, ναι. Επειδή έχω υπάρξει στην εκπαίδευση, έχω παρατηρήσει κάτι καταπληκτικό: πόσο έντονη είναι η φαντασία των παιδιών σε μικρότερες ηλικίες, πόσο ρισκάρουν με τον εαυτό τους με το να ανοιχτούν, και πώς ως ενήλικα όταν πηγαίνουν σε μια Δραματική Σχολή -για παράδειγμα- να σπουδάσουν, ένα μεγάλο μέρος από αυτό που είχαν λίγα χρόνια πριν, έχει ήδη καταστραφεί, γιατί το έχουν καταστρέψει οι μεγάλοι, έχουμε κάνει τα παιδιά σαν τα μούτρα μας. Δεν μιλάω πολύ αισιόδοξα, συγγνώμη.
– Ξέρετε, επειδή και οι δύο είμαστε μητέρες δύο ανήλικων παιδιών, όλα αυτά αυτά που λέτε και οι ερωτήσεις που κάνω είναι πιο προσωπικές, είναι γιατί τα βλέπουμε και μέσα από τα δικά μας βιώματα και ενδεχομένως κάποια λάθη. Για παράδειγμα, αυτό με το να έχει καλούς βαθμούς ή η σύγκριση που κάνουμε κάποιες με άλλα παιδιά.
Δυστυχώς, δεν μας απασχολεί τα παιδιά μας να είναι ευτυχισμένα, μας απασχολεί να είναι καλοί μαθητές, να τα πηγαίνουν καλά. Αλλά αυτό το «καλά» σε τι μεταφράζεται; Αυτό το «καλά» είναι αρκετά επικίνδυνο. Θέλει και από τη δικιά μας τη μεριά των ενηλίκων, μία αντίσταση και σε αυτό το «γύρω-γύρω». Το παιδί έχει δικαίωμα στο λάθος, δικαίωμα στη χαρά, δικαίωμα στο ρίσκο, δικαίωμα και στην αποτυχία. Και αυτό το να «μην αποτυγχάνει το παιδί». Να αποτύχει, να πέσει και να σηκωθεί και να το μάθει και αυτό, όσο είναι καιρός, γιατί αν τα έχουμε σε μία γυάλα, μετά τι σχέσεις θα κάνουν, τι φιλίες, πώς θα ερωτευτούν; Στην πρώτη αποτυχία, τι θα κάνουν; Είμαστε μία παιδοκεντρική κοινωνία. Κινούμαστε γύρω-γύρω από τα παιδιά, από τις δραστηριότητες τους και από τις σπουδές τους. Και εδώ έχουμε και μία αντίφαση, αφού την ίδια στιγμή το παιδί είναι και κατά κάποιο τρόπο παραμελημένο.

– Στην παράσταση ποιος είναι ο ρόλος σας;
Δεν είναι καλός ο ρόλος μου. Αχ τον αντιπαθώ, αλλά με έναν τρόπο μπαίνω στα παπούτσια της ηρωίδας που είναι η Τερέζ, η μαμά της Εστέρ. Είναι μια τυπική γυναίκα εκείνης της εποχής, η οποία διατηρεί την εικόνα της καθωσπρέπει κυρίας. Έχει παράνομη σχέση με τον μπαμπά του Βικτόρ, τον Σαρλ, τον σύζυγο της Εμιλί. Με τον σύζυγό μου, Αντουάν έχουμε «καταθέσει» τα όπλα, με την έννοια ότι σε μία σχέση δίνεις τις μάχες σου, κάνεις τις προσπάθειές σου να τα ξαναβρείς, ενώ εμείς δεν προσπαθούμε γι’ αυτόν τον γάμο. Η Εστέρ κάνει μία παράνομη σχέση από ανία κυρίως, δε νομίζω ότι είναι πραγματικά ερωτευμένη με τον Σαρλ. Δεν είναι ένας αληθινός έρωτας.
– Με τον Κώστα Παπακωνσταντίνου, τον σκηνοθέτη έχετε συνεργαστεί ξανά;
Όχι, όχι και χαίρομαι πολύ γι’ αυτό. Έχει μια ειλικρίνεια και μία αλήθεια ο τρόπος του και ήθελα πολύ να δουλέψουμε και να που τα έφερε ο καιρός και συνεργαζόμαστε.
– Ο Μάνος Καρατζογιάννης υποδύεται τον Βικτόρ, ένα 9χρονο παιδί. Και αυτό έχει πολύ ενδιαφέρον να το δούμε, έτσι;
Έχει πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Και έχει προσπαθήσει ο Μάνος απίστευτα για να είναι τα πράγματα, έτσι όπως πρέπει και ακροβατεί σε πολύ ωραία σχοινιά, με έναν πάρα πολύ ωραίο τρόπο. Είναι πολύ συγκινητικός.
– Είναι εξαιρετικό όλο το καστ
Αυτό ακριβώς, ήθελα να πω. Όλος ο θίασος είναι ένας κι ένας, και τόσο εργατικοί. Έχω ευτυχήσει συναδελφικά και είμαι πολύ χαρούμενη γι’ αυτό.
– Γενικά, αισθάνεστε τυχερή στις συνεργασίες σας στη διάρκεια της επαγγελματικής σας πορείας;
(Αναστεναγμός). Αισθάνομαι τυχερή, αλλά ούτε έχουν έρθει σε εμένα εύκολα τα πράγματα και οι στενοχώριες και οι χαρές στο ζύγι, είναι ίδιες.

Λίγα λόγια για το έργο
Η οικογένεια Πομέλ γιορτάζει τα γενέθλια του μοναχογιού της Βικτόρ. Καλεσμένοι τους είναι οι οικογενειακοί τους φίλοι Μανιώ, ένας αχαλίνωτος ερωτικά στρατηγός και μια γοητευτική κυρία με εντερικά προβλήματα που φτάνει στο σπίτι απρόσκλητη. Ο Βικτόρ, ενώ κλείνει μόλις τα εννιά του χρόνια, είναι ένα παιδί με υπερφυσική ανάπτυξη, σωματική και διανοητική. Δεν έχει πια τίποτα να περιμένει καθώς τα ξέρει ήδη όλα. Περνώντας από την αθωότητα στην ενοχή, αποφασίζει να αποποιηθεί την ταυτότητα του παιδιού. Μέσα σε λίγες ώρες θα ανακαλύψει και θα αποκαλύψει σε όλους, μαζί με την εξάχρονη φίλη του Εστέρ, το ψέμα και την φαυλότητα των μεγάλων. Εκείνοι θα προσπαθήσουν να τον καταλάβουν, μα ο Βικτόρ θέλει να τον νιώσουν…
Ταυτότητα παράστασης
Συντελεστές
Μετάφραση – δραματουργική συνεργασία: Δημήτρης Ντάσκας
Σκηνοθεσία: Κώστας Παπακωνσταντίνου
Διανομή (με σειρά εμφάνισης): Βικτόρ: Μάνος Καρατζογιάννης, Λιλή: Μαριάννα Ντίρου, Εστέρ: Ηλέκτρα Φραγκιαδάκη / Λυδία Πολυζώη, Εμιλί: Τζίνη Παπαδοπούλου, Σαρλ: Θανάσης Χαλκιάς, Τερέζ: Νεκταρία Γιαννουδάκη, Αντουάν: Θανάσης Βλαβιανός, Στρατηγός: Δημήτρης Φραγκιόγλου, Ίντα: Αγγελική Μαρίνου
Μουσική – σύνθεση: Τηλέμαχος Μούσας
Παραστάσεις: από 27 Σεπτεμβρίου έως και 9 Νοεμβρίου, κάθε Παρασκευή, Σάββατο στις 21:00 και Κυριακή στις 18:15
Διάρκεια: 105 λεπτά
Προπώληση: More.com
Εισιτήρια: Κανονικό: 17€, Φοιτητικό: 15€,
Μειωμένο (Άνω των 65, Ανέργων, ΑμεΑ) και Ομαδικό (15 άτομα+): 12€, Ατέλεια: 10€
Θέατρο Σταθμός
Βίκτωρος Ουγκώ 55, Μεταξουργείο Αθήνα (πλησίον του ΜΕΤΡΟ ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ)
Τηλέφωνο κρατήσεων | πληροφορίες: 210 52 30 267