Ο κινηματογράφος (και η μουσική) ως μορφή Τέχνης απευθύνονται με περισσότερη άνεση στο ευρύ κοινό και με μεγαλύτερη ευκολία μπορούν να αγγίξουν το θυμικό του θεατή. Και είναι το μέσο που ο δημιουργός μπορεί να στείλει μηνύματα με μεγαλύτερη λαϊκή απήχηση. Ίσως γι’ αυτό το λόγο, αυτές οι δύο μορφές Τέχνης γνώρισαν περισσότερο από τις υπόλοιπες στο «πετσί» τους τι σημαίνει να λογοκρίνουν την ελευθερία της έκφρασής σου και της επικοινωνίας με τον κόσμο.

Η λογοκρισία είναι μια λέξη γνώριμη και για πολλά χρόνια το «άγρυπνο» βλέμμα της ήταν κολλημένο σε κάθε μορφή Τέχνης, περιμένοντας με το ψαλίδι ανά χείρας για να επέμβει. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1910, η λογοκρισία ανέλαβε δράση, για να πιάσει περισσότερη δουλειά σε χρόνια δύσκολα και περίεργα. Εκεί, όμως, που το ψαλίδισμα έδωσε και πήρε, ήταν στην περίοδο της Χούντας.

Η χώρα μπήκε στον «γύψο» και μαζί μπήκε και ο ελληνικός κινηματογράφος, αφού ως μέσο απευθυνόταν σε περισσότερο κόσμο και σε όλα σχεδόν τα κοινωνικά στρώματα. Η 7η Τέχνη κατά την επταετία πέρασε πολλές περιπέτειες και ήταν μονίμως στο στόχαστρο των λογοκριτών. Και δεν ήταν λίγες οι ταινίες που «ψαλιδίστηκαν» λόγω λογοκρισίας.

Η Αλίκη δικτάτωρ (1972)

Ακούγεται περίεργο και όμως συνέβη: εν μέσω Χούντας κυκλοφόρησε στις κινηματογραφικές αίθουσες ταινία που στον τίτλο της είχε τη λέξη, δικτάτωρ. Και αυτή δεν ήταν άλλη, από την «Αλίκη δικτάτωρ». Μπορεί η συγκεκριμένη ταινία της Αλίκης Βουγιουκλάκη να μην είναι στις top της καριέρας της ως προς τη δημοφιλία, όμως, θεωρείται από τις λίγες εκείνης της εποχής που περνούσε ουσιαστικά και καίρια μηνύματα κατά του καθεστώτος των Συνταγματαρχών.

Βέβαια, απορίας άξιον είναι πως η λογοκρισία επέτρεψε να κυκλοφορήσει με το συγκεκριμένο τίτλο, αλλά μάλλον υπάρχει η εξήγηση, αφού λέγεται πως η κόρη ενός εκ των κορυφαίων στελεχών της χούντας ήταν φανατική θαυμάστρια της Αλίκης και παρακάλεσε τον πατέρα της να μην απαγορευτεί η ταινία. Όπερ και εγένετο.

Εννοείται, πως δεν γλίτωσε από το «ψαλίδι» του λογοκριτή, που προχώρησε σε κάποιες περικοπές. Αλλά η ταινία αυτό που ήθελε, το πέτυχε και η πένα του Λάκη Μιχαηλίδη, το 1972 πέρασε με μαεστρία τα μηνύματα που επίσης ήθελαν.

Χαρακτηριστικές είναι δύο σκηνές μέσα στην ταινία, που την εποχή εκείνη είχαν τη δική τους αξία και σημασία. Στη μία σκηνή βλέπουμε την Αλίκη στο πλευρό του Μάνου Κατράκη, ο οποίος έκανε μία σύντομη εμφάνιση στην ταινία ως Ελευθέριος Βενιζέλος. Και καθώς ο ηθοποιός απομακρύνεται από το πλάνο, τραγουδά ψιθυριστά το «Πότε θα κάνει ξαστεριά»!

Σε άλλη σκηνή, ο Κώστας Χατζηχρήστος -επίσης έκανε ένα σύντομο πέρασμα – με μαεστρία καυτηριάζει την έλλειψη δημοκρατίας, όπου ως εκδότης εφημερίδας τα βάζει με τους συνεργάτες του επειδή το φύλλο που θα κυκλοφορούσε είχε τίτλο «θα γίνουν εκλογές» και θα τους κατηγορούσαν για διακίνηση ψευδών ειδήσεων.

Στεφανία (1967)

Στις αρχές της επταετίας και συγκεκριμένα το 1967 κυκλοφόρησε η ταινία, «Στεφανία» με τη Ζωή Λάσκαρη. Πρόκειται για μία δραματική ταινία, όπου κεντρική ηρωίδα είναι η νεαρή Στεφανία, η οποία βρίσκεται στο αναμορφωτήριο. Εκεί, με τρόπο σκληρό παρουσιάζονται οι άθλιες συνθήκες κράτησης και διαβίωσης των κοριτσιών.

Το καθεστώς έκρινε πως πολλά μέρη της ταινίας δεν μπορούσαν να προβληθούν κι έτσι η «Στεφανία» πριν πάρει το δρόμο προς τις κινηματογραφικές αίθουσες, πήρε το δρόμο για τη λογοκρισία. Μάλιστα, κατά τους συνταγματάρχες, η ταινία «απευθυνόταν στα κατώτερα ένστικτα του κοινού».

Ξύπνα Βασίλη (1969)

Για τη συγκεκριμένη ταινία με τους Αλέκο Αλεξανδράκη, Γιώργο Κωνσταντίνου και Έλενα Ναθαναήλ έχει γίνει πολύς λόγος και οι απόψεις, μάλλον, διίστανται. Είναι σίγουρα μία από τις αγαπημένες ταινίες του κοινού και από τις έντονα πολιτικοποιημένες.

Δύο χρόνια μετά την επιβολή της Χούντας βγήκε στις σκοτεινές αίθουσες το «Ξύπνα Βασίλη» που διακωμωδεί με εμφατικό και χιουμοριστικό τρόπο τα πολιτικά ήθη της εποχής και τη διάκριση δεξιού-αριστερού. Ο Φιλοποίμην Φίνος είχε τελικά δίκιο με το τέχνασμά του, καθώς πήρε το πράσινο φως να κάνει ταινία το «Ξύπνα Βασίλη» με το βολικό για το καθεστώς πολιτικό του σχόλιο.

Σε αυτήν, οι αριστεροί δεν είναι παρά αριβίστες, αμοραλιστές τύποι έτοιμοι να πουλήσουν τα πάντα για να περάσουν στην άλλη πλευρά του φάσματος και να βολευτούν. Σε πλήρη διάσταση, ο δεξιός και τίμιος Βασίλης είναι και ο μόνος τελικά που θα ορθώσει ανάστημα στην καταπιεστική εργοδότριά του, την ανεκδιήγητη κυρία Φαρλάκου (Τασσώ Καββαδία), και θα τρελαθεί ακόμα περισσότερο όταν δει την προδοσία του αριστερού περιβάλλοντός του, που τακιμιάζει πλέον με τους παλιούς ιδεολογικούς εχθρούς και περνούν όλοι μαζί τις μέρες τους με βεγγέρες και μεγαλοαστισμούς.

Ο Ψαθάς ήταν κεντρώων πεποιθήσεων άνθρωπος και θέλησε προφανώς να καυτηριάσει και τα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος. Η ταινία πήρε το δρόμο προς τις κινηματογραφικές αίθουσες με τη σήμανση «κατάλληλη», αλλά προηγουμένως τής έγινε και αυτής το απαραίτητο ψαλίδισμα του λογοκριτή.

Άλλες ταινίες που «συναντήθηκαν» με το ψαλίδι του λογοκριτή

Είμαστε στο 1972 και η Ρένα Βλαχοπούλου κατεβαίνει κινηματογραφικά στο γήπεδο. Αλλά το καθεστώς της χούντας, την βγάζει… οφσάιντ! Που σημαίνει ότι και η ταινία του Αλέκου Σακελλάριου, «Η Ρένα είναι οφσάιντ» πέρασε από μία μικρή λογοκρισία και συγκεκριμένα για την ατάκα: «Αριστερός; Και γιατί δεν τον πιάνει η ασφάλεια;».

Και οι «Θαλασσιές οι χάντρες» του Γιάννη Δαλιανίδη με τους Ζωή Λάσκαρη και Φαίδωνα Γεωργίτση λογοκρίθηκαν για την ατάκα: «Τώρα έχουμε δημοκρατία! Κι ο καθένας κάνει ό,τι θέλει». Ο λόγος για το καθεστώς, μάλλον ευνόητος.

Άλλες ταινίες που λογοκρίθηκαν και δεν πηγαίνει εύκολα ο νους σε αυτές ήταν: ο Φίφης, ο αχτύπητος με τον Σταύρο Παράβα (χρονιά παραγωγής 1966), Η κόρη του ήλιου με την Αλίκη Βουγιουκλάκη (1972), Κορίτσια στον ήλιο με τον Γιάννη Βόγλη (1968), Το κορίτσι του Λούνα Παρκ με τους Αλίκη Βουγιουκλάκη και Δημήτρη Παπαμιχαήλ (1968) κ.α.