Μια δυνατή, καρμική σχέση αναμένεται να ξετυλιχθεί από τις 7 Φεβρουαρίου στη μεγάλη οθόνη. Ο σκηνοθέτης Σάσα Τζερβάζι εμπνεύστηκε από τη σχέση του μετρ του σασπένς Άλφρεντ Χίτσκοκ με τη γυναίκα του Άλμα και βάζει την υπογραφή του στην ταινία «Χιτσκοκ» που είναι ένα από τα φαβορί των Όσκαρ.

Οι γυναίκες – πρωταγωνίστριες στέκονταν μπροστά στον Χίτσκοκ αμήχανες, σχεδόν φοβισμένες. Αρκούσε, όμως, ένα πέρασμα της Άλμα από τα στούντιο για να παγώσουν και αυτές και ο σκηνοθέτης. Ο λόγος της Άλμα ήταν ιερός και η σχέση της με τον Άλφρεντ δυνατή και καρμική.

Η ταινία βγαίνει στις ελληνικές αίθουσες στις 7 Φεβρουαρίου και την Άλμα υποδύεται η Έλεν Μίρεν (Όσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου στο «The Queen»).

Η ταινία εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της θρυλικής «Ψυχώ», με τη Σκάρλετ Γιόχανσον να υποδύεται την Τζάνετ Λι (Ο Χίτσκοκ έχει πει: «Οι ξανθές κάνουν τα πιο ωραία θύματα. Είναι όπως το απάτητο χιόνι, που αναδεικνύει τα ματωμένα ίχνη»), μία από τις ηθοποιούς που ενσάρκωσαν στην εντέλεια την κλασική χιτσκοκική πρωταγωνίστρια: ξανθιά, ψυχρή, πανέμορφη και διαταραγμένη, και στον ρόλο του Άντονι Πέρκινς, ο Τζέιμς Ντ’ Άρσι.

Είναι το σωτήριο έτος 1959 και ο «Μετρ της Αγωνίας», Άλφρεντ Χίτσκοκ, (αγνώριστος Άντονι Χόπκινς, «θαμμένος πίσω από μια τεράστια ψεύτικη κοιλιά και τόνους προσθετικής προσώπου») έχει ολοκληρώσει τη «Σκιά των 4 γιγάντων (North By Northwest)», ταινία που ενθουσίασε κοινό και κριτικούς. Στην πρεμιέρα του «North By Northwest», ένας ρεπόρτερ του λέει: «Είστε ο διασημότερος σκηνοθέτης στην ιστορία του κινηματογραφικού μέσου, αλλά είστε ήδη και 60 ετών. Δεν θα ήταν προτιμότερο να αποσυρθείτε, όσο είστε στην κορυφή;». Αυτό ήταν. Ο Χίτσκοκ βάζει πλώρη να αναζητήσει «κάτι καινούργιο, κάτι διαφορετικό». Και πέφτει πάνω στο «Ψυχώ», την φροϊδική νουβέλα του Ρόμπερτ Μπλοχ, που ο τελευταίος εμπνεύστηκε από τη μακάβρια δράση του Έντ Γκέιν, του διαβόητου «σίριαλ κίλερ» του Γουϊσκόνσιν, που συνήθιζε να διακοσμεί το σπίτι του με ανθρώπινα μέλη και που ευθύνεται για αμέτρητες «στρατιές» ταινιών τρόμου, συμπεριλαμβανομένου και της «Ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι».

Τη Τζάνετ Λι στη ντουζιέρα, τη διάσημη σκηνή του «Ψυχώ», τη «σκηνοθέτησε» η γυναίκα του Χίτσκοκ, η Άλμα Ρέβιλ. Το «έγκλημα» στο «Ψυχώ» έγινε κάπως έτσι: ήταν οι δύο τους, ο Χίτσκοκ και η γυναίκα του, και παρακολουθούσαν μία λήψη της ταινίας, όταν η Άλμα είπε: «Αυτό δεν μπορείς να το χρησιμοποιήσεις, η Τζάνετ Λι φαίνεται σαν να καταπίνει, ενώ υποτίθεται πως είναι πεσμένη νεκρή στο μπάνιο». Κανένας δεν το είχε προσέξει. Κανείς εκτός από την Άλμα Ρέβιλ.

Για την ίδια ταινία, την ίδια περίφημη σκηνή, μία από τις πιο δημοφιλείς στην ιστορία του κινηματογράφου, την οποία πάρα πολλοί σκηνοθέτες αντέγραψαν στα χρόνια που ακολούθησαν, με τη Τζάνετ Λι στο ντους, ο Χίτσκοκ δεν ήθελε τη μουσική του Μπέρναρντ Χέρμαν. Η Άλμα όμως επέμενε. Και επειδή ο Χίτσκοκ την εμπιστευόταν πάρα πολύ, κράτησε την έντονη αυτή μουσική -διάσημη πια όσο σχεδόν και η σκηνή με το χέρι, το μαχαίρι και το αίμα της Τζάνετ Λι να τρέχει στη μπανιέρα- στη θρυλική ασπρόμαυρη κορύφωση.

Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ γεννήθηκε στις 13 Αυγούστου 1899 στο Ιστ Εντ του Λονδίνου και πέθανε στις 29 Απριλίου 1980 στο Λος Άντζελες. Φοίτησε αρχικά σε μία τεχνική σχολή, τη School of Engineering and Navigation διδασκόμενος μηχανική, ηλεκτρολογία, ακουστική και ναυπηγική. Προκειμένου να καλύψει τις βιοτικές ανάγκες του εργάσθηκε σε μία τηλεγραφική εταιρεία, ενώ παρακολουθούσε και μαθήματα στη Σχολή Καλών Τεχνών στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου.

Ο Χίτσκοκ έπιασε σε δουλειά σε κινηματογραφικό στούντιο του Λονδίνου το 1920. Επρόκειτο για παράρτημα στην αγγλική πρωτεύουσα της αμερικανικής Famous Players-Lasky της Paramount Pictures. Η δουλειά του ήταν να σχεδιάζει τους τίτλους αρχής για όλες τις ταινίες του στούντιο.

Έπειτα από δύο χρόνια τού δόθηκε η ευκαιρία να καθήσει στην καρέκλα του σκηνοθέτη. Ο σκηνοθέτης της ταινίας «Always Tell Your Wife» αρρώστησε και ζητήθηκε από τον Χίτσκοκ να τον αντικαταστήσει για να ολοκληρωθεί. Οι παραγωγοί εντυπωσιάστηκαν από το αποτέλεσμα και του αναθέσαν να γυρίσει την πρώτη του, ουσιαστικά, ταινία, που ήταν ο «Αριθμός 13». Ύστερα από λίγο καιρό, όμως, το στούντιο έκλεισε. Ο Χίτσκοκ στη συνέχεια προσλήφθηκε στη Gainsborough Pictures ως σεναριογράφος και σχεδιαστής τίτλων. Το 1925 κατάφερε να σκηνοθετήσει το «Pleasure Garden» κι αυτό σηματοδοτεί ουσιαστικά την αρχή της καριέρας του ως σκηνοθέτη, αναφέρει το ΑΜΠΕ-ΜΠΕ.

Μετά από μια επιτυχημένη δεκαετία του ’30, με ταινίες όπως τα «39 σκαλοπάτια», «Ο άνθρωπος που ήξερε πολλά», «Σαμποτάζ», με το ξεκίνημα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου αποφάσισε να μετακομίσει μόνιμα στις ΗΠΑ. Όταν επισκέφθηκε το Χόλιγουντ το 1940, όλοι οι παραγωγοί των μεγάλων στούντιο του έκλεισαν την πόρτα, επειδή πίστευαν ότι δε θα μπορούσε να κάνει καριέρα στον χώρο. Τελικά, ο μεγαλο-παραγωγός Ντέιβιντ Σέλζνικ τού πρόσφερε ένα επταετές συμβόλαιο. Του ανέθεσε αρχικά μια ταινία για τον Τιτανικό, αλλά το σχέδιο τελικά απορρίφθηκε και του ανέθεσε τη «Ρεβέκκα». Η ταινία κέρδισε το Όσκαρ καλύτερης ταινίας του 1940, αλλά φυσικά το Όσκαρ πήγε στον παραγωγό και όχι στον Χίτσκοκ. Για τα επόμενα 20 χρόνια, έως ότου κινηματογραφήσει το «Ψυχώ», γύριζε τη μια ταινία πίσω από την άλλη. Το 1955 συμφώνησε να προλογίζει μια τηλεοπτική σειρά με τίτλο «Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ παρουσιάζει», που, σημειωτέον, διήρκεσε δέκα χρόνια.

Μετά την καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία του «Ψυχώ» άρχισε να σκηνοθετεί ταινίες όλο και πιο αραιά. Από το 1977 έως και τον θάνατό του, δούλευε πάνω στη δημιουργία ενός φιλμ με τίτλο «The Short Night». Μετά τον θάνατό του, ο σεναριογράφος Ντέιβιντ Φρίμαν εξέδωσε την τελική εκδοχή του σεναρίου. Προτάθηκε πέντε φορές για Όσκαρ σκηνοθεσίας, χωρίς να το πάρει ποτέ.

Τα «καπρίτσια» του Βρετανού δημιουργού δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή μεταξύ των ηθοποιών του. Κάποτε κυκλοφόρησε η φήμη για δηλώσεις του Χίτσκοκ που χαρακτήριζαν τους ηθοποιούς … βόδια. Αρκετά χρόνια αργότερα, ο σκηνοθέτης έβαλε τα πράγματα στη θέση τους, αναλύοντας τη θεωρία του για την υποκριτική στον κινηματογράφο.

«Όταν ένας ηθοποιός ερχόταν και με ρωτούσε τι ακριβώς είναι ο ρόλος του, του απαντούσα “βρίσκεται μέσα στο σενάριο”. Στη συνέχεια, αν με ρωτούσε “ναι, αλλά ποιο είναι το κίνητρό μου;”, του απαντούσα “ο μισθός σου”». Για τον Χίτσκοκ, ο ηθοποιός στον κινηματογράφο ήταν απλώς ένα όργανο. Οι ταινίες του ήταν έτοιμες στο μυαλό του πολύ πριν τα γυρίσματα. Άλλωστε, οι απόψεις του περί του θέματος γίνονται φανερές και από τη δήλωσή του ότι ζηλεύει τους δημιουργούς cartoons: «Όταν δεν τους αρέσει ένας ηθοποιός, απλώς τον σκίζουν».

Στις 29 Απριλίου 1980, ο «δάσκαλος» που δίδαξε τον τρόμο και το σασπένς στο σινεμά του 20ου αιώνα άφησε την τελευταία του πνοή στο Λος Άντζελες. Η φράση του: «Η γυναίκα πρέπει να είναι σαν μια καλή ταινία τρόμου: όσο περισσότερο χώρο αφήνει για τη φαντασία μας, τόσο καλύτερα» θα θυμίζει στους απανταχού σινεφίλ τα δύο πράγματα που ο μετρ αγάπησε περισσότερο στη ζωή του: τον φόβο και τις γυναίκες.