Πριν μερικούς μήνες το ταξίδι ήταν …χάρτες, βίζες, σχέδια, συνεννοήσεις, προετοιμασία της μοτοσυκλέτας για τον απαιτητικό «Γύρο του κόσμου Νότια». Σήμερα, 80 ημέρες μετά τον απόπλου από τον Πειραιά, ο Κώστας Μητσάκης γράφει για το newsbeast.gr τον επίλογο του ταξιδιού.

Ένα ταξίδι γεμάτο αναμνήσεις, δυνατές στιγμές και πολλά, ατελείωτα χιλιόμετρα σε κάθε είδους έδαφος. Εικόνες, τοπία, πολιτισμοί, ανθρώπινες φιγούρες και μνημεία βρήκαν τη θέση τους στην μνήμη και έγιναν μια σύγχρονη παραλλαγή στο μυθιστόρημα του Ιουλίου Βερν με τον ‘Γύρο του κόσμου σε 80 ημέρες’,– με αρκετά κοινά στοιχεία ωστόσο.

«Είχαν περάσει δυο ημέρες αφότου άφησα πίσω μου το Rio de Janeiro και οι διαδικασίες στο συνοριακό φυλάκιο της Ουρουγουάης (πλησίον της βραζιλιάνικης πόλης Pelotas), περισσότερο τυπικές ήταν και καθόλου χρονοβόρες.

Με τη βροχή να πέφτει ασταμάτητα όλη εκείνη την ημέρα και τα αδιάβροχα να μην έχουν βγει καθόλου από πάνω μου, ετοιμάστηκα να συνεχίσω το ταξίδι μου στην Ουρουγουάη. Παρεμπιπτόντως, «Ο Γύρος του Κόσμου …Νότια» είχε φτάσει στην 73η μέρα του…

Μετά τις δυνατές εμπειρίες της Βραζιλίας, ήταν η σειρά της Ουρουγουάης να προσφέρει τους δρόμους της για να συνεχίσω την πορεία μου με την πορτοκαλί μοτοσυκλέτα. Η οδική αποστολή μου στην Ουρουγουάη την καθιστούσε την τρίτη κατά σειρά χώρα της Λατινικής Αμερικής που επισκεπτόμουν.

Η επίσκεψη όμως θα ήταν αρκετά σύντομη, αφού περιλάμβανε ένα αδιάφορο πέρασμα 450 χλμ., δίχως ωστόσο να προβλέπεται μια επίσκεψη στην πρωτεύουσα Montevideo. Δυστυχώς, ο χρόνος ήταν πλέον λιγοστός σε σχέση με όσα θα ήθελα να κάνω, και κυρίως, με τα χιλιόμετρα που έπρεπε να διατρέξω ως τον τελικό μου προορισμό, το κοσμοπολίτικο Μπουένος Άιρες.

Αν και ενδόμυχα το διαισθανόμουν, εντούτοις δεν ήθελα ν’ αποδεχτώ το γεγονός ότι διαφαινόταν αχνά στον ταξιδιωτικό ορίζοντα η ολοκλήρωση του δίτροχου οδοιπορικού μου. Παράλληλα όμως, δεν μπορούσα να παραβλέψω τα έντονα μηνύματα της καρδιάς και του νου που συνηγορούσαν προς αυτή την κατεύθυνση. Η μνήμη μου είχε αρχίσει να με εξαπατά καθώς πολλές αναμνήσεις με την πάροδο του χρόνου και των χιλιομέτρων είχαν ήδη ξεθωριάσει.

Η καυτή έρημος Σαχάρα, ο θεός-ποταμός Νείλος, οι ψιλόλιγνοι Μασάι, οι καταρράχτες Victoria στην Ζιμπάμπουε, τα ξυπόλυτα παιδιά της Αιθιοπίας, όλες οι προηγούμενες αφρικανικές εμπειρίες και παραστάσεις, πεταμένες κάπου σε μια άκρη του μυαλού μου, μετατρέπονταν μέρα με την ημέρα σε όλο και πιο αχνά ταξιδιωτικά βιώματα, τα οποία όμως ευτυχώς συμπληρώνονταν από νέα ερεθίσματα που συνέχιζαν να με κατακλύζουν εδώ στην Νότια Αμερική.

Και τελικά, η αναπόφευκτη αποδοχή της ταξιδιωτικής πραγματικότητας συντελέστηκε το επόμενο πρωινό, μετά το πέρασμα του ποταμού Rio Uruguay, τα υδάτινα σύνορα της Ουρουγουάης με την Αργεντινή.

Η τελευταία συνοριακή σφραγίδα εισόδου έπαιρνε μια περίοπτη θέση στο διαβατήριο, ενώ στη θέα της παρακείμενης πινακίδας «Buenos Ayres 407 km » ξέφρενοι αλαλαγμοί χαράς και θριάμβου έσκισαν τον αέρα. Τα 18.500 χλμ. του ταξιδιού είχαν πια συρρικνωθεί στο υπέροχο τριψήφιο νούμερο που περιχαρής αντίκριζα – δικαιολογημένα λοιπόν το δάχτυλό μου παρέμεινε κολλημένο πάνω στο μπουτόν της κόρνας για αρκετά δευτερόλεπτα.

Στις τρεις μέρες που έμεινα στο ηλιόλουστο Μπουένος Άιρες, έτρεχα σαν τρελός να προφτάσω τα πάντα: να αποχαιρετήσω τους καλούς μου φίλους (τον Δημήτρη Κότσικα και τον Γιώργο Πρόιο), να επισκεφθώ κάποια αξιοθέατα της πόλης που δεν είχα προλάβει να δω και –κυρίως– να μεριμνήσω για τον εκτελωνισμό και την ατμοπλοϊκή επιστροφή της μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα.

Και μετά από την πρωτεύουσα της Αργεντινής, αεροπορικώς πίσω στην πατρίδα. Κάπου στα δυτικά προάστια της Αθήνας, ανάμεσα σε αγαπημένα πρόσωπα και φίλους που είχαν δημιουργήσει μια γιορταστική ατμόσφαιρα, υπέγραφα την 80η –και τελευταία– σελίδα του ημερολογίου μου. Η ένταση, το άγχος, η αγωνία, η συναισθηματική φόρτιση ογδόντα ολόκληρων ημερών, βρήκαν διέξοδο και ξέσπασμα μέσα από αυτόν τον θερμό εναγκαλισμό!

Όχι, δεν έκλαψα, αν και θα …έπρεπε! Απεναντίας, γέλασα, διηγήθηκα, θυμήθηκα, αστειεύτηκα – έντονα, όσο και παθιασμένα! Άλλωστε, από την αρχή του ταξιδιού, ζούσα για τούτη ακριβώς την στιγμή, κατά την οποία, το διάσημο μυθιστόρημα του Ιουλίου Βερν θα μετουσιωνόταν για μένα –τον μοναχικό ταξιδιώτη των 80 ημερών– σε μια αληθινή ιστορία ζωής.

Με αφετηρία (και σημείο άφιξης) την παλλάδα Αθήνα, μέσα στο ομολογουμένως σφικτό χρονικό διάστημα των ογδόντα ημερών, έβαλα πόδι σε 4 ηπείρους, επισκέφθηκα 13 χώρες και διένυσα 18.500 χλμ. Με τους τροχούς της ακούραστης μοτοσυκλέτας μου «φλερτάρισα» τροπικά δάση, απέραντες στέπες, οροσειρές, εντυπωσιακούς καταρράχτες και θανάσιμες ερήμους.

Λικνίστηκα σε αφρικανικούς και λατινοαμερικάνικους ρυθμούς, ψηλάφισα με δέος τα μνημεία αρχαίων πολιτισμών και χάρισα την αγάπη μου στον κάθε τόπο που με φιλοξένησε. Αντίκρισα πρόσωπα σκαμμένα από τις βαθιές ρυτίδες της στέρησης και του καθημερινού μόχθου, έγινα ένα με το πολύχρωμο «ανθρώπινο κουβάρι» των πόλεων και αφουγκράστηκα την αγωνία των ντόπιων για επιβίωση και αξιοπρέπεια.

Τι με «ταρακούνησε» όμως περισσότερο, ταξιδεύοντας για 80 ημέρες στους δρόμους του κόσμου; Κυνηγώντας με δύναμη και πάθος το όνειρο της περιπέτειας και της εξερεύνησης, με έκπληξη διαπίστωσα ότι το παρελθόν και το μέλλον, η απόλυτη εξαθλίωση και ο πλούτος, η απλότητα και τα μεγαλεία, η ζωή και ο θάνατος, συνυπήρχαν εξίσου στο κάθε χιλιόμετρο αυτού του συναρπαστικού ταξιδιού….