Οι δυνάμεις επιβολής της τάξης συνέλαβαν τον ύποπτο για πέντε δολοφονίες χθες Πέμπτη στις νοτιοανατολικές ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένης αυτής αστυνομικού εκτός υπηρεσίας, ανακοίνωσαν οι αρχές στη Ράλι, πόλη της Βόρειας Καρολίνας. Ο ύποπτος, για τον οποίο δεν έχει δοθεί επισήμως κανένα στοιχείο ως εδώ, τραυμάτισε εξάλλου αρκετούς ακόμη ανθρώπους, ανάμεσά τους αστυνομικό, μέλος μονάδας που χειρίζεται εκπαιδευμένα σκυλιά. Η κατάσταση αυτού του τελευταίου δεν εμπνέει ανησυχία, σύμφωνα με τη Μέρι-Αν Μπόλντγουιν, τη δήμαρχο της Ράλι.

Η αιρετή έκανε νωρίτερα λόγο για «θλιβερή και τραγική ημέρα» στην πόλη της.

Τα πρώτα πυρά ακούστηκαν λίγο μετά τις 17:00 (σ.σ. τοπική ώρα· τα μεσάνυχτα ώρα Ελλάδας) σε πεζόδρομο της πόλης σχεδόν 500.000 κατοίκων, πρωτεύουσας της Βόρειας Καρολίνας.

Ισχυρή δύναμη της αστυνομίας αναπτύχθηκε στην περιοχή για να εντοπίσει τον δράστη των φόνων, σύμφωνα με τοπικά ΜΜΕ.

«Τον είδα μπροστά το σπίτι μου, στον κήπο. Κράταγε μακρύκαννο κυνηγετικό τουφέκι και φόραγε στολή παραλλαγής», είπε στον τηλεοπτικό σταθμό WRAL ο Ρόμπερτ, αυτόπτης μάρτυρας που δεν επιθυμούσε να αναφερθεί το επώνυμό του.

Κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου το βράδυ, η δήμαρχος διευκρίνισε ότι «περί τις 20:00 (03:00 ώρα Ελλάδας), η αστυνομία (…) ανέφερε ότι έχει περικυκλώσει ύποπτο σε κατοικία στην περιοχή».

«Ο ύποπτος τέθηκε υπό κράτηση», ανέφερε λίγη ώρα αργότερα η αστυνομία της Ράλι μέσω Twitter.

«Το πένθος μας είναι τεράστιο»

Τα βίαια επεισόδια με τη χρήση πυροβόλων όπλων βυθίζουν συχνά στο πένθος τις ΗΠΑ, χώρα που πληρώνει πολύ βαρύ τίμημα για τη διάδοσή τους στην επικράτειά της και τη χαρακτηριστική ευκολία των Αμερικανών να αποκτούν πρόσβαση σ’ αυτά.

Αναφερόμενη σε αυτή τη μάστιγα, η δήμαρχος της πρωτεύουσας του Βόρειας Καρολίνας, εμφανώς ταραγμένη, είπε «πρέπει να κάνουμε περισσότερα», όπως μεταδίδουν διεθνή πρακτορεία και αναμεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.

«Πρέπει να βάλουμε τέλος σε αυτή την παράλογη βία στην Αμερική», έκρινε η κυρία Μπόλντγουιν. «Πρέπει να αντιδράσουμε στη βία με τη χρήση πυροβόλων όπλων. Το καθήκον μας είναι τεράστιο. Κι απόψε, το πένθος μας είναι τεράστιο».

Κάπου 49.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν από σφαίρες το 2021, έναντι 45.000 το 2020, χρονιά που είχε ήδη καταγραφεί τραγικό ρεκόρ. Οι αριθμοί αυτοί μεταφράζονται σε κάπου 130 θανάτους την ημέρα από σφαίρες. Οι μισοί και πλέον θάνατοι είναι αυτοκτονίες.

Είναι όμως τα mass shootings, οι επιθέσεις με τη χρήση πυροβόλων όπλων που έχουν τέσσερα ή περισσότερα θύματα στην ορολογία των αμερικανικών αρχών, που απασχολούν κυρίως και αποκαλύπτουν το αγεφύρωτο χάσμα συντηρητικών και των προοδευτικών για το τι πρέπει να γίνει προκειμένου να προλαμβάνονται τέτοιες τραγωδίες.

Η πρόσφατη αμερικανική ιστορία είναι γεμάτη από ορόσημα μαζικών σφαγών, σε κάθε λογής τοποθεσία ανεξαίρετα, από τους χώρους δουλειάς ως τις εκκλησίες, από τα σούπερ-μάρκετ ως τα νυχτερινά κέντρα, από τους δημόσιους δρόμους ως τα μέσα συγκοινωνίας. Και, πάνω απ’ όλα, στα σχολεία.

Πρόσφατη σφαγή σε λύκειο της Φλόριντας, τη 14η Φεβρουαρίου 2018 στην Πάρκλαντ, πυροδότησε τεράστιο εθνικό κίνημα, με αιχμή του δόρατος τη νεολαία, που αξίωνε αυστηρότερους ελέγχους για τις αγορές όπλων.

Παρά την κινητοποίηση ενός εκατομμυρίου και πλέον ανθρώπων, το αμερικανικό Κογκρέσο δεν υιοθέτησε κανένα φιλόδοξο νομοθέτημα, καθώς πολλά μέλη του επηρεάζονται από την ισχυρή National Rifle Association (NRA), το κυριότερο λόμπι των όπλων στις ΗΠΑ.

Στη χώρα όπου η δυνατότητα απόκτησης πυροβόλου όπλου θεωρείται συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα από εκατομμύρια πολίτες, οι μόνες νομοθετικές πρόοδοι το τελευταίο διάστημα ήταν οριακές — για παράδειγμα η γενίκευση των ελέγχων του ποινικού μητρώου και του ιστορικού ψυχικής υγείας προτού να εγκρίνονται πωλήσεις.