Η αντίστροφη μέτρηση για τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ έχει ήδη ξεκινήσει. Όλα περιστρέφονται γύρω από τους δύο άνδρες που «μάχονται» για την εξουσία, τον Ντόναλντ Τραμπ και τον Τζο Μπάιντεν, αλλά κανένας αμερικανός πρόεδρος δεν μπορεί να κυβερνήσει στην πράξη χωρίς τη Γερουσία.

Η ημερομηνία των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ πλησιάζει. Στις 3 Νοεμβρίου θα κριθεί ποιος θα είναι ο επόμενος ένοικος του Λευκού Οίκου. Όποιος όμως τελικά εκλεγεί, δεν θα μπορέσει να κυβερνήσει εάν δεν διαθέτει συγχρόνως τις απαραίτητες πλειοψηφίες στα δύο σώματα του Κογκρέσου, τη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία. Έτσι τόσο ο Τραμπ όσο και ο Μπάιντεν ελπίζουν να διασφαλίσουν την πλειοψηφία και στα δύο νομοθετικά σώματα. Η ψήφιση των νόμων περνά και από τα δύο σώματα. Εάν οι πλειοψηφίες στην Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία διαφέρουν, αυτό οδηγεί στην πράξη σε καθυστερήσεις και συχνά σε αδυναμία λήψης αποφάσεων.

Σύμφωνα με αξιόπιστες δημοσκοπήσεις και όπως μεταδίδει η Deutsche Welle είναι πιθανό οι Δημοκρατικοί του Τζο Μπάιντεν να διατηρήσουν την πλειοψηφία τους στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Στη Γερουσία όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο καθαρά. Και εκεί οι Δημοκρατικοί μέχρι στιγμής φαίνεται να έχουν μικρό προβάδισμα, κάτι που θα χρειαζόταν ο Μπάιντεν, σε περίπτωση νίκης για να υλοποιήσει αποτελεσματικά τις φιλόδοξες προεκλογικές του εξαγγελίες πχ. για την οικονομία, την πανδημία ή την κλιματική αλλαγή. Για την ώρα 53 μέλη της Γερουσίας ανήκουν στους Ρεπουμπλικάνους, 45 είναι Δημοκρατικοί και 2 ανεξάρτητοι, μεταξύ των οποίων ο Μπέρνι Σάντερς από το Βερμόντ. Τόσο ο ίδιος όσο και ο Άνιους Κινγκ από το Μάιν είναι ωστόσο φίλα προσκείμενοι στους Δημοκρατικούς.

Πώς εκλέγονται τα μέλη της Γερουσίας

Τα μέλη της Γερουσίας εκλέγονται για εξαετή θητεία, δύο από κάθε πολιτεία, ανεξαρτήτως πληθυσμού. Συνολικά η Γερουσία αποτελείται από 100 Γερουσιαστές. Ωστόσο η εκλογή όλων των Γερουσιαστών δεν είναι ταυτόχρονη και δεν συμπίπτει απαραίτητα με τη χρονιά την προεδρικών. Κάθε δύο χρόνια ανανεώνεται το 1/3 των Γερουσιαστών. Η πλειοψηφία στη Γερουσία υπολογίζεται ως εξής: είτε 51 Γερουσιαστές είτε 50 Γερουσιαστές συν ο Αντιπρόεδρος των ΗΠΑ. Με βάση τον σημερινό συσχετισμό, αν ο Μπάιντεν κερδίσει τις προεδρικές, οι Δημοκρατικοί θα χρειαστούν τουλάχιστον τρεις επιπλέον Γερουσιαστές μαζί με την αντιπρόεδρο των ΗΠΑ (Καμάλα Χάρις), συμπεριλαμβανομένης της στήριξη από τους ανεξάρτητους. Εάν χάσουν, για να εξασφαλίσουν την πλειοψηφία στη Γερουσία θα χρειαστούν τέσσερις επιπλέον Γερουσιαστές.

Σε κάποιες πολιτείες καταγράφεται θετική τάση για αλλαγή. Στην υπερσυντηρητική Αλαμπάμα για παράδειγμα το 2017 εξελέγη ο Δημοκρατικός Γερουσιαστής Ντόουγκ Τζόουνς, επειδή ο Ρεπουμπλικάνος αντίπαλός του Ρόι Μουρ είχε κατηγορηθεί για σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων. Το θετικό ρεύμα των Δημοκρατικών στην Αλαμπάμα ενδέχεται να διατηρηθεί. Μια άλλη θετική για τους Δημοκρατικούς έκπληξη μπορεί να έρθει από την Αριζόνα, όπου μεγάλο ρεύμα έχει ο πρώην αστροναύτης Μαρκ Κέλυ. Επίσης και στο Κολοράντο οι Δημοκρατικοί θα μπορούσαν να επωφεληθούν από τις δημογραφικές αλλαγές στην πολιτεία, όπου πολλοί νέοι και φιλελεύθροι έχουν μετοικήσει σε πόλεις όπως το Ντένβερ, το Λόνγκμοντ και το Γκρίλεϊ. Εκεί ενδέχεται να μην τα καταφέρει ο νυν Γερουσιαστής των Ρεπουμπλικάνων Κόρι Γκάρντνερ.

Στο νήμα αναμένεται ωστόσο να κριθούν οι εκλογές για τους Γερουσιαστές από την Βόρεια Καρολίνα και το Μάιν, όπου τα δύο κόμματα έχουν πιθανότητες 50/50. Επίσης οι Δημοκρατικοί ελπίζουν ως την τελευταία στιγμή για αντροπή στην Τζώρτζια, την Μοντάνα και τη Νότια Καρολίνα.

Με λίγα λόγια εκτός από τις προεδρικές εκλογές πολιτικοί και ψηφοφόροι αναμένουν με αγωνία πώς θα διαμορφωθεί το τοπίο και στη Γερουσία με τους νεσοεισερχόμενους Γερουσιαστές και τις ανακατατάξεις που μπορεί να επιφέρουν.