Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ θα παραστεί αύριο Πέμπτη στο λαϊκό προσκύνημα για την προοδευτική δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ, ανακοίνωσε ο Λευκός Οίκος.

«Ο πρόεδρος θα τιμήσει την δικαστή αύριο στο Ανώτατο Δικαστήριο», είπε ο Τζαντ Ντίρι, ένας εκπρόσωπος της προεδρίας.

Η προοδευτική δικαστής Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ, εμβληματική φιγούρα του φεμινιστικού κινήματος, πέθανε την περασμένη εβδομάδα σε ηλικία 87 ετών και θα ενταφιαστεί στο εθνικό κοιμητήριο του Άρλινγκτον, κοντά στην Ουάσινγκτον. Σύμφωνα με την εγγονή της, την Κλάρα Σπίρα, η τελευταία επιθυμία της ήταν να μην αντικατασταθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο πριν από την ορκωμοσία ενός νέου προέδρου, τον Ιανουάριο.

Ωστόσο, ο πρόεδρος Τραμπ, που είναι αποφασισμένος να την αντικαταστήσει σύντομα και σκοπεύει να ανακοινώσει το όνομα του υποψηφίου για τη θέση αυτή το Σάββατο, αμφισβήτησε τον ισχυρισμό της Σπίρα. «Δεν ξέρω αν το είπε» η Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ, σχολίασε χαρακτηριστικά, ειρωνευόμενος ότι η δήλωση αυτή μοιάζει σαν να συντάχθηκε από τη Δημοκρατική πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων Νάνσι Πελόζι.

Η σορός της Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ έχει εκτεθεί από σήμερα σε λαϊκό προσκύνημα στο προστώο του Ανωτάτου Δικαστηρίου. «Η φωνή της στο δικαστήριο και στην αίθουσα συνεδριάσεων ήταν απαλή. Όμως όταν μιλούσε, ο κόσμος την άκουγε», είπε ο αρχιδικαστής Τζον Ρόμπερτς, σε μια μικρή, ιδιωτική τελετή εντός της Μεγάλης Αίθουσας του Δικαστηρίου.

Έξω από το κτίριο είχαν συγκεντρωθεί εκατοντάδες άνθρωποι για να την αποχαιρετήσουν. «Ήταν σαν να με άγγιξε στον ώμο το χέρι του Θεού και μου είπε να έρθω να αποτίσω φόρο τιμής σε αυτή τη γυναίκα που αγωνίστηκε σκληρά για τη φωνή και τα δικαιώματα των γυναικών», δήλωσε η 64χρονη Σεσίλια Ράιαν, η οποία οδήγησε μέχρι την Ουάσινγκτον από τα προάστια του Σικάγο.

Ο θάνατος της, ευκαιρία για τον Τραμπ να μεγεθύνει την συντηρητική πλειοψηφία στο Ανώτατο Δικαστήριο

Την τελευταία της πνοή σε ηλικία 87 ετών άφησε το Σάββατο η Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ, δικαστής, μέλος του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ από το 1993 και ήταν ανυποχώρητη υπερασπίστρια των δικαιωμάτων των γυναικών, όπως ανακοίνωσε το κορυφαίο όργανο του αμερικανικού συστήματος δικαιοσύνης.

Με τον θάνατό της, παρουσιάζεται στον Ρεπουμπλικάνο πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ η ευκαιρία να μεγεθύνει ακόμα περισσότερο τη συντηρητική πλειοψηφία στο Ανώτατο Δικαστήριο, διορίζοντας το τρίτο κατά σειρά μέλος του κατά τη διάρκεια της θητείας του, σε μια συγκυρία βαθιάς διαίρεσης στη χώρα κι ενώ απομένει πλέον λιγοστός χρόνος ωσότου να διεξαχθούν οι προεδρικές εκλογές.

Η Γκίνσμπεργκ πέθανε εξαιτίας «επιπλοκών του μεταστατικού καρκίνου στο πάγκρεας» από τον οποίο είχε διαγνωστεί πως έπασχε, διευκρίνισε το δικαστήριο. Έφυγε «στην κατοικία της, με την οικογένειά της γύρω της», διαβεβαίωσε.

Η κηδεία της θα γίνει σε στενό οικογενειακό κύκλο στο Εθνικό Νεκροταφείο Άρλινγκτον.

Η αποχώρηση της Γκίνσμπεργκ από το προσκήνιο ενδέχεται να οδηγήσει σε δραματική μεταβολή της ιδεολογικής ισορροπίας στο σώμα, όπου οι συντηρητικοί δικαστικοί είχαν ως εδώ πλειοψηφία 5 έναντι 4, μετακινώντας το Ανώτατο Δικαστήριο ακόμη πιο δεξιά.

Το ζήτημα της αντικατάστασης της «RBG» – το ακρώνυμο του ονόματός της –, όπως αποκαλούσαν πολλοί τη δικάστρια που είχε διορίσει ο Μπιλ Κλίντον, προεξοφλείται πως θα μετατραπεί σε φλέγον ζήτημα της προεκλογικής εκστρατείας.

Η Γκίνσμπεργκ, παιδί φτωχής οικογένειας από το Μπρούκλιν, ήταν εκπληκτικά δημοφιλής στις ΗΠΑ, κάτι ιδιαίτερα σπάνιο για οποιοδήποτε μέλος του εννεαμελούς Ανώτατου Δικαστηρίου. Αυτό οφείλεται μάλλον στο ότι η δικαστικός υπήρξε πρωτοπόρος στον αγώνα για τη χειραφέτηση των γυναικών τη δεκαετία του 1970, αλλά και τη στράτευσή της σε άλλα ζητήματα κοινωνικής προόδου, όπως για παράδειγμα οι αμβλώσεις, ή οι γάμοι μεταξύ προσώπων του ίδιου φύλου.

Το πρόσωπο που θα αντικαταστήσει τη δικάστρια θα πρέπει να εξασφαλίσει την έγκριση της Γερουσίας, όπου οι Ρεπουμπλικάνοι διατήρησαν την πλειοψηφία τους στις ενδιάμεσες εκλογές του 2018.

Η Γκίνσμπεργκ είχε δώσει πολλές μάχες με τον καρκίνο για δύο δεκαετίες, κυρίως στο πάγκρεας και στο κόλον.

Ο Τραμπ, ο οποίος θα διεκδικήσει την επανεκλογή του στο κορυφαίο αξίωμα των ΗΠΑ την 3η Νοεμβρίου, έχει προχωρήσει ήδη σε δύο – πρακτικά ισόβιους – διορισμούς συντηρητικών δικαστικών στο σώμα: αυτόν του Νιλ Γκόρσατς (2017) και αυτόν του Μπρετ Κάβανο (2018).

Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ διαδραματίζει ρόλο καίριας σημασίας στη χάραξη της πολιτικής στη χώρα για κοινωνικά ζητήματα, από τα δικαιώματα των ΛΟΑΔ ως το ζήτημα της οπλοκατοχής, από τις θρησκευτικές ελευθερίες ως τη θανατική ποινή και τις προεδρικές εξουσίες. Ήταν αυτό που νομιμοποίησε εν έτει 1973 τις αμβλώσεις σε όλη τη χώρα, απόφαση που ορισμένοι συντηρητικοί δεν κρύβουν την ανυπομονησία τους να ανατρέψουν· το ίδιο επέτρεψε το 2015 τους γάμους προσώπων του ίδιου φύλου σε όλες τις ΗΠΑ.

Σύμφωνα με το NPR, η Γκίνσμπεργκ υπαγόρευσε πριν πεθάνει μια δήλωση στην εγγονή της, τονίζοντας πως ο «πιο διακαής πόθος μου είναι να μην αντικατασταθώ προτού αναλάβει νέος πρόεδρος».

Ο Τραμπ – ο οποίος κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας το 2016 είχε απαιτήσει η Γκίνσμπεργκ να παραιτηθεί και την είχε επικρίνει επανειλημμένα – αποκτά πλέον τη δυνατότητα να μεταμορφώσει το Ανώτατο Δικαστήριο περισσότερο από οποιονδήποτε πρόεδρο μετά τον Ρόναλντ Ρέιγκαν, που είχε κάνει επίσης τρεις διορισμούς σε αυτό τα οκτώ χρόνια που έμεινε στην εξουσία το 1980, μετακινώντας το σώμα και τότε προς τα δεξιά. Τόσο ο πρόεδρος, όσο και ο Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος της Γερουσίας Μιτς Μακόνελ θεωρούν την αλλαγή ισορροπίας στο Ανώτατο Δικαστήριο προτεραιότητα.

Παρατηρητές εκτιμούν πως ο Τραμπ θα επιλέξει γυναίκα και θα αδράξει την ευκαιρία να συνεγείρει το συντηρητικό ακροατήριό του.