Ένας ύποπτος για δολοφονία ταυτοποιήθηκε δύο δεκαετίες μετά τον φόνο μιας γυναίκας, χάρη σε DNA που εντοπίστηκε σε αποτσίγαρο. Η Τζένιφερ Κίλι, 35 ετών, βρέθηκε νεκρή στο Χόλιγουελ, στο Ίστμπορν, από την πυροσβεστική υπηρεσία του Σάσεξ τα ξημερώματα της 22ας Ιανουαρίου 2005.

Η γυναίκα είχε δεχθεί πολλαπλές μαχαιριές, είχε τραυματιστεί στο πίσω μέρος του κεφαλιού της και το σώμα της είχε παραδοθεί στις φλόγες. Η επίθεση θεωρήθηκε σεξουαλικά υποκινούμενη και δύο ύποπτοι είχαν συλληφθεί την ίδια χρονιά, ωστόσο αφέθηκαν αργότερα ελεύθεροι χωρίς κατηγορίες λόγω ανεπαρκών στοιχείων. Από τον χώρο του εγκλήματος εντοπίστηκε DNA, μεταξύ άλλων και από αποτσίγαρο, το οποίο περιείχε πλήρες προφίλ άνδρα που ταίριαζε και με DNA στο σώμα της Τζένιφερ αλλά και στο αίμα της, χωρίς όμως να υπάρχει καταχώριση στη σχετική εθνική βάση δεδομένων.

Η Τζένιφερ Κίλι

Ύστερα από 20 χρόνια, η αστυνομία του Σάσεξ κατονόμασε τον Κιθ Ντάουμπεκιν, ο οποίος πέθανε το 2014 σε ηλικία 60 ετών, ως τον άνδρα που θεωρείται ύποπτος για τη δολοφονία της, επικαλούμενη «συντριπτικά» στοιχεία DNA. Ο επικεφαλής επιθεωρητής ντετέκτιβ Σάιμον Νταν, της ομάδας μείζονος εγκληματικότητας του Σάρεϊ και του Σάσεξ, δήλωσε: «Τα τελευταία χρόνια εντοπίσαμε αρκετά άτομα που μοιράζονταν παρόμοια συστατικά τμήματα του DNA που βρέθηκε στη σκηνή και όλοι προσφέρθηκαν εθελοντικά να δώσουν DNA για ανάλυση. Ένα δείγμα που λήφθηκε από έναν άνδρα στη βόρεια Αγγλία το καλοκαίρι του 2024 αποδείχθηκε το τελικό κομμάτι του παζλ, που μας επέτρεψε να ορίσουμε επίσημα έναν ύποπτο. Έχει ταυτοποιηθεί ως ο Κιθ Ντάουμπεκιν, γνωστός επίσης ως Κιθ Μπλακ και Κιθ Μπρόντμπεντ, ο οποίος καταγόταν από τα βορειοδυτικά της Αγγλίας και πέθανε το 2014 σε ηλικία 60 ετών».

Ο ίδιος πρόσθεσε ότι οι εκτεταμένοι έλεγχοι ιστορικού επιβεβαίωσαν πως ο Ντάουμπεκιν συνήθιζε να μένει στο Ίστμπορν και είχε επαφές με μέλη της κοινότητας αστέγων, όπως και η Τζένιφερ, ενισχύοντας την υπόθεση ότι ήταν ο υπεύθυνος της δολοφονίας. «Αν ζούσε σήμερα, θα ζητούσαμε άδεια από την Υπηρεσία Στέμματος για Διώξεις ώστε να του απαγγείλουμε κατηγορίες για τον φόνο της Τζένιφερ», τόνισε.

O Κιθ Ντάουμπεκιν

Πριν από τη δολοφονία της Τζένιφερ, ο Ντάουμπεκιν είχε συλληφθεί από την Αστυνομία του Νόρφολκ σε σχέση με δύο ξεχωριστές υποθέσεις βιασμού στο Γκρέιτ Γιάρμουθ το 2003 και το 2004. Στις 29 Ιανουαρίου 2005, ο Ντάουμπεκιν σταμάτησε στο λιμάνι του Ντόβερ για έναν τυπικό ερευνητικό έλεγχο που σχετιζόταν με την υπόθεση της Τζένιφερ, χωρίς τότε οι αστυνομικοί να βλέπουν κάποια ένδειξη σχετικά με τις προηγούμενες συλλήψεις του, σύμφωνα με τον Independent. Ο επιθεωρητής Νταν εξήγησε: «Το 2003 και το 2004 δεν υπήρχε πρόβλεψη να λαμβάνεται DNA από άτομα που συλλαμβάνονταν, καθώς DNA λαμβανόταν μόνο από όσους κατηγορούνταν επισήμως. Αυτό πλέον έχει αλλάξει. Επιπλέον, σήμερα υπάρχουν σίγουρα πιο οργανωμένα δίκτυα διασυνοριακών ελέγχων σε επίπεδο πληροφοριών». Η Αστυνομία ανέφερε επίσης ότι ο Ντάουμπεκιν είχε δώσει DNA ως μάρτυρας σε μια άλλη υπόθεση δολοφονίας, αλλά δεν προστέθηκε στη βάση δεδομένων καθώς δεν ήταν ύποπτος.

Το σημείο που βρέθηκε νεκρή η γυναίκα

Το 2018, αξιοποιώντας στρατηγική συγγενικού DNA, μια τεχνική που βασίζεται στον «προβλέψιμο τρόπο» με τον οποίο το DNA μεταβιβάζεται από γονείς σε παιδιά αλλά δεν ήταν διαθέσιμη το 2005, η Αστυνομία του Σάσεξ μπόρεσε να εντοπίσει τον Ντάουμπεκιν μέσω DNA συγγενών του. Η αρχική αναζήτηση απέδωσε χιλιάδες ονόματα που σταδιακά περιορίστηκαν έως ότου εντοπίστηκαν συγγενείς του. Μόλις το 2024 αναγνωρίστηκε επισήμως ως ύποπτος και τότε η αστυνομία έμαθε για τις προηγούμενες συλλήψεις του για βιασμό.

«Μόνο το 2024, μετά την επίσημη αναγνώριση του Ντάουμπεκιν ως υπόπτου, ανακαλύψαμε ότι είχε συλληφθεί στο Νόρφολκ το 2003 και 2004», εξήγησε ο Νταν. «Επικοινωνήσαμε με την υπηρεσία και μπορέσαμε να επιβεβαιώσουμε ότι το DNA που διατηρούσαν στο σύστημά τους ταίριαζε με το DNA που είχαμε από τη σκηνή του εγκλήματος. Αυτό αποτέλεσε σημαντικό ορόσημο στην έρευνά μας. Με την εμπειρία του σήμερα, αν είχαν πραγματοποιηθεί περαιτέρω έλεγχοι πληροφοριών το 2005 και είχαν εντοπιστεί οι κατηγορίες βιασμού, τότε ίσως ο Ντάουμπεκιν να είχε αντιμετωπιστεί διαφορετικά. Με τις τρέχουσες ισχυρές ερευνητικές πρακτικές, είμαι βέβαιος ότι όλοι οι σχετικοί έλεγχοι θα γίνονταν πλέον σε ανάλογες περιπτώσεις». Η Αστυνομία του Σάσεξ πρόσθεσε ότι η δημόσια ταυτοποίηση του Ντάουμπεκιν βασίστηκε σε πολλούς παράγοντες, όπως «το συντριπτικό δημόσιο ενδιαφέρον, η σοβαρότητα του εγκλήματος, ο αντίκτυπος στην οικογένεια του θύματος και στην ευρύτερη κοινότητα, καθώς και η πιθανότητα υποστήριξης εντοπισμού τυχόν άλλων αδικημάτων». Η αστυνομία δεν αναζητά άλλο άτομο σε σχέση με την υπόθεση.