Ο Τζίμι Κομπ, ένας από τους πιο εμβληματικούς ντράμερ της τζαζ, που συμμετείχε στην ηχογράφηση του μυθικού άλμπουμ-ορόσημο στην ιστορία της τζαζ, του «Kind of Blue» (1959) του Μάιλς Ντέιβις, πέθανε σε ηλικία των 91 ετών, σύμφωνα με τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης.

Η σύζυγός του Ιλεάνα Κομπ δήλωσε στον ραδιοφωνικό σταθμό NPR ότι ο διάσημος μουσικός πέθανε από καρκίνο του πνεύμονα την Κυριακή στο σπίτι του στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης.

Το «Kind of Blue» θεωρείται από τους μουσικοκριτικούς και τους θαυμαστές του είδους ένα από τα καλύτερα άλμπουμ τζαζ όλων των εποχών. Κατέχει δε το ρεκόρ με τις μεγαλύτερες πωλήσεις στην ιστορία της τζαζ (περισσότερα από 4 εκατομμύρια αντίτυπα).

Ο Κόμπ έως τώρα ήταν ο μόνος επιζών της ομάδας των έξι μουσικών που συγκεντρώθηκαν την άνοιξη του 1959 υπό την καθοδήγηση του αξεπέραστου τρομπετίστα και συνθέτη Μάιλς Ντέιβις για να ηχογραφήσουν το «Kind of Blue» μόλις σε δύο ημέρες σε μια παλιά εκκλησία στην 300η οδό της Νέας Υόρκης, η οποία είχε μετατραπεί σε στούντιο από την Columbia Records, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.

«Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι 50 χρόνια αργότερα, αυτό θα συνέχιζε», είχε δηλώσει ο Κομπ στο Γαλλικό Πρακτορείο το 2009, για την πεντηκοστή επέτειο από την κυκλοφορία του σημαντικού αυτού άλμπουμ.

«Ο Μάιλς μόλις είχε μπει με μερικές ιδέες σημειωμένες σε ένα κομμάτι χαρτί. Έπρεπε να δουλέψουμε για να χτίσουμε πάνω σ’ αυτά τα λιγοστά πράγματα, όμως αυτό ήταν εύκολο», δήλωσε ο Κομπ.

Ο ήδη διάσημος, στα 32 χρόνια του, Μάιλς Ντέιβις, κατάφερε να συγκεντρώσει για το μεγαλούργημά του αυτό μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα της τζαζ στην εποχή του. Εκτός από τον Κομπ, συνεργάσθηκαν δύο σαξοφωνιστές, ο «πολύς» Τζον Κολτρέιν και ο «μελωδικότατος» Τζούλιαν “Κάνονμπολ” Άντερλεϊ, δύο δεξιοτέχνες πιανίστες του βεληνεκούς των Μπιλ Έβανς και Γουΐντον Κέλι και τελευταίος, αλλά όχι έσχατος, ο μπασίστας Πολ Τσέιμπερς.

Ενδεικτικό της αξίας των μελών του αυτοσχέδιου αυτού συγκροτήματος ήταν πως μόνο μία λήψη χρειάσθηκε για να ηχογραφηθούν τα περισσότερα τραγούδια του άλμπουμ, συμπεριλαμβανομένων των διασημων «So What» και «Flamenco Sketches». «Ο Μάιλς», δήλωσε ο Κομπ, «πίστευε ότι η πρώτη λήψη ήταν πάντοτε η καλύτερη, ειδεμή ό, τι θα ακολουθούσε θα ήταν απλή επανάληψη».

Το αποτέλεσμα τον δικαίωσε: μία μουσική σαγηνευτική, ένα από τα πρώτα δείγματα της «modal» τζαζ που βασίζεται σε μοτίβα και όχι σε παραδοσιακές «φράσεις» και επιτρέπει μεγαλύτερη μελωδική ελευθερία. Ο δίσκος, όχι άδικα, κατατάσσεται από το περιοδικό Rolling Stone στο 12ο από τα 500 μεγαλύτερα άλμπουμ όλων των εποχών και σε όλα τα στυλ μουσικής.

«Ήταν ακόμη μια υπέροχη ηχογράφηση του Μάιλς Ντέιβις, όπου όλοι μας παίξαμε καλά», θυμάται ο Κομπ, του οποίου το αγαπημένο κομμάτι ήταν το «Freddie Freeloader», σε μπλουζ τόνο.

Ο Κομπ, ο οποίος είχε συνοδεύσει ρυθμικά και τις ιστορικές τραγουδίστριες Μπίλι Χόλιντεϊ και Ντάινα Γουάσινγκτον, είχε παίξει γι’ αρκετό καιρό στη συνέχεια με τον Μάιλς Ντέιβις (1926-1991), τον οποίο εγκατέλειψε μετά κάποια χρόνια για να σχηματίσει το δικό του τρίο με τους Τσέιμπερς και Κέλι.