Ο Φρανσουά Ολάντ είναι ο λιγότερο δημοφιλής πρόεδρος της Πέμπτης Δημοκρατίας. Το 51% των Γάλλων τον θεωρεί έναν «κακό πρόεδρο» και μόνο το 22% θεωρεί ότι εκπληρώνει τα καθήκοντά του όπως πρέπει. Ο προκάτοχός του, ο Νικολά Σαρκοζί, είναι ο δεύτερος πρόεδρος – μετά τον Βαλερί Ζισκάρ Ντ’Εστέν – που απέτυχε να επανεκλεγεί. Δέκα μήνες μετά την ήττα του, το 40% των Γάλλων δηλώνει ότι τον νοσταλγεί, ενώ στο Twitter κάνει θραύση η ετικέτα (hash tag) «StopHollande».

Ο «φυσιολογικός πρόεδρος», όπως αποκαλούσε ο Ολάντ τον εαυτό του, έχει χάσει μεγάλο μέρος της αξιοπιστίας του στη Γαλλία, ενώ στην Ευρώπη αναγκάζεται να ακολουθεί τις επιταγές της Μέρκελ.

Την ίδια ώρα, ο Σαρκοζί κρατά ανοιχτό το ενδεχόμενο της επιστροφής του, παρόλο που δέχεται πιέσεις να ηγηθεί ενός επενδυτικού ταμείου από το Κατάρ. Η υπόθεση Μπετανκούρ όμως, καθώς και μερικά ακόμη σκάνδαλα στα οποία έχει εμπλακεί, μπορεί να τον αναγκάσουν σε μια πρόωρη συνταξιοδότηση.

Ο Ολάντ έδωσε χθες το βράδυ μια μακρά συνέντευξη στη γαλλική τηλεόραση σε μια προσπάθεια να ανακτήσει μέρος των ψηφοφόρων που έχει χάσει. Μάλλον δεν τα κατάφερε.

Επέμεινε ότι θα εφαρμόσει τον περίφημο φόρο 75% για τα εισοδήματα άνω του ενός εκατομμυρίου ευρώ, τον οποίο δεν θα πληρώνουν όμως τα φυσικά πρόσωπα αλλά οι επιχειρήσεις.

Άφησε να εννοηθεί ότι θα προβεί σε μια μεταρρύθμιση των συντάξεων, ζήτησε να κριθεί από τα αποτελέσματα, θύμισε ότι κυβερνά δέκα μήνες και όχι δέκα χρόνια και ζήτησε από τη Μέρκελ μια νέα πολιτική. «Η λιτότητα καταδικάζει την Ευρώπη στην έκρηξη, όχι μόνο στην ύφεση», τόνισε.

Ανθρώπινος και συμπαθής, όπως πάντα, ο Γάλλος πρόεδρος δεν μπόρεσε να αποφύγει την αίσθηση ότι του έτυχε να διαχειριστεί την παρακμή της Γαλλίας. Η ανεργία δεν σταματά να αυξάνεται, το χρέος το ίδιο, και ο στόχος που έχει τεθεί για το έλλειμμα δεν μπορεί να εκπληρωθεί. Η ύφεση στην Ευρώπη και η άρνηση του Βερολίνου να πληρώσει την επιταγή της ανάπτυξης δεν επιτρέπουν στο Παρίσι να βγάλει το κεφάλι από το νερό.

Την ίδια ώρα πληθαίνουν οι επιθέσεις εναντίον του από τη δεξιά, τόσο της χώρας του, όσο και της υπόλοιπης Ευρώπης, που δεν μπορεί να του συγχωρέσει την πρόθεση να αυξήσει τους φόρους και να ανακατανείμει τον πλούτο.