Τα πρόσφατα στρατηγικά λάθη και οι πολιτικές αστοχίες της Δύσης έχουν συμβάλει καθοριστικά στο να αυξηθούν οι πιθανότητες της Ρωσίας να επιβάλει τη βούλησή της μέσα από τον πόλεμο που διεξάγει κατά της Ουκρανίας.
Αυτό αναφέρει σε ανάλυσή της, η Washington Post, επισημαίνοντας ότι το διακύβευμα, δεν περιορίζεται μόνο στην ουκρανική κυριαρχία ή την ελευθερία ενός κράτους.
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η διάλυση της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας αποτελούσε βασικό στρατηγικό στόχο της Σοβιετικής Ένωσης, στόχος που τότε δεν επετεύχθη. Σήμερα, όμως, φαίνεται πως τμήματα της αμερικανικής και ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής είναι διατεθειμένα να κάνουν αυτό ακριβώς που επιθυμούσε διαχρονικά η Μόσχα.
Τα ρωσικά κεφάλαια και η στάση του Βελγίου
Η πρόσφατη σύνοδος κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιβεβαίωσε για ακόμη μία φορά ότι η Ε.Ε. λειτουργεί συχνά πιο αδύναμα από το άθροισμα των κρατών-μελών της. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν στη χρήση περίπου 210 δισ. ευρώ «παγωμένων» ρωσικών κρατικών περιουσιακών στοιχείων ως εγγύηση για ένα «δάνειο αποζημιώσεων» προς την Ουκρανία.
Το Βέλγιο, στο οποίο βρίσκονται τα περισσότερα από τα εν λόγω κεφάλαια, εξέφρασε έντονες επιφυλάξεις, θεωρώντας ότι δεν υπήρχαν επαρκείς ασφαλιστικές δικλείδες έναντι μελλοντικών ρωσικών αξιώσεων. Εκμεταλλευόμενο τις θεσμικές αδυναμίες των ευρωπαϊκών μηχανισμών λήψης αποφάσεων, και με τη σιωπηρή συναίνεση και άλλων χωρών, το Βέλγιο μπλόκαρε το σχέδιο. Τελικά, η Ε.Ε. περιορίστηκε στην έγκριση δανείου ύψους 90 δισ. ευρώ από τον δικό της ισολογισμό, ενώ Ουγγαρία, Σλοβακία και Τσεχία αρνήθηκαν να συμμετάσχουν.

«Υπονομευτικές κινήσεις του Τραμπ»
Παράλληλα, πληροφορίες αναφέρουν ότι η κυβέρνηση Τραμπ κινήθηκε παρασκηνιακά για να υπονομεύσει το ευρωπαϊκό σχέδιο, επιδιώκοντας να αξιοποιήσει τα ίδια ρωσικά περιουσιακά στοιχεία στο πλαίσιο του ειρηνευτικού σχεδίου του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ. Οι αμερικανικές ανησυχίες αφορούν τόσο τον κίνδυνο αντίστοιχων κατασχέσεων εις βάρος Αμερικανών πολιτών όσο και το ενδεχόμενο χώρες να απομακρυνθούν από το αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα. Και στις δύο περιπτώσεις, οι μακροπρόθεσμοι κίνδυνοι κρίνονται μεγαλύτεροι από οποιοδήποτε άμεσο όφελος. Ανεξάρτητα, πάντως, από το αν το αρχικό σχέδιο της Ε.Ε. μπορούσε να εφαρμοστεί, η παρέμβαση Τραμπ και η ευρωπαϊκή αδυναμία ενίσχυσαν περαιτέρω τη δυτική διχόνοια.
Η προσπάθεια των Βρυξελλών να «μαλακώσουν» επικοινωνιακά το αποτέλεσμα δεν αλλάζει την ουσία: πρόκειται για συλλογική αποτυχία. Το δάνειο που εγκρίθηκε είναι λιγότερο από το μισό του αρχικού σχεδιασμού και εξασφαλίζει απλώς προσωρινή δημοσιονομική ανάσα για το Κίεβο τα επόμενα δύο χρόνια. Οι αναγκαίοι πόροι για την άμυνα και την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας παραμένουν ασαφείς και επισφαλείς. Η επίκληση της δυνατότητας μελλοντικής αξιοποίησης των ρωσικών περιουσιακών στοιχείων περισσότερο διασώζει την εικόνα, παρά συνιστά ρεαλιστική επιλογή, καθώς η πρόσφατη σύνοδος κατέδειξε πόσο δύσκολο είναι να υπάρξει συναίνεση στο μέλλον.
Ο χρόνος λειτουργεί υπέρ του Πούτιν
Ήταν μια ξεκάθαρη αποτυχία ηγετών τους οποίους ο Βλαντίμιρ Πούτιν είχε χαρακτηρίσει «μικρά γουρουνάκια» μόλις λίγες ημέρες νωρίτερα. Το μήνυμα που εξέπεμψε η Ε.Ε. ήταν αδύναμο: περιορισμένη στήριξη στην Ουκρανία και τίποτα περισσότερο. Δεν προκαλεί έκπληξη, επομένως, το γεγονός ότι ο Πούτιν εκτιμά πως ο χρόνος λειτουργεί υπέρ του, ειδικά τη στιγμή που η κοινή γνώμη σε χώρες όπως η Γαλλία και η Γερμανία εμφανίζεται ολοένα και πιο επιφυλακτική απέναντι στη συνέχιση της βοήθειας προς το Κίεβο, ενώ η Ευρώπη αδυνατεί να καλύψει τη μείωση της αμερικανικής στήριξης.
Ακόμη πιο ανησυχητικές ήταν οι εξελίξεις από τις διμερείς συνομιλίες ΗΠΑ–Ρωσίας το προηγούμενο Σαββατοκύριακο. Ο Τραμπ επιμένει, χωρίς να παρουσιάζει στοιχεία, ότι ο Πούτιν επιθυμεί ειλικρινά την ειρήνη στην Ουκρανία, εκτίμηση με την οποία φέρονται να διαφωνούν έντονα οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών.

Ο επικεφαλής Ρώσος διαπραγματευτής, Κιρίλ Ντμίτριεφ, δεν έκρυψε την ικανοποίησή του για το ευρωπαϊκό φιάσκο στη χρηματοδότηση, πριν ταξιδέψει στο Μαϊάμι για να συναντήσει τον Στιβ Γουίτκοφ και τον Τζάρεντ Κούσνερ, πρόσωπα που θεωρούνται ευνοϊκά προς το Κρεμλίνο. Η «ονειρική» ομάδα διπλωματίας του Τραμπ δείχνει να ενδιαφέρεται λιγότερο για το περιεχόμενο μιας συμφωνίας και περισσότερο για την ύπαρξή της, με απώτερο στόχο μια διεθνή διάκριση όπως το Νόμπελ Ειρήνης.
Ο Πούτιν εξέφρασε επίσης ικανοποίηση όταν, στην ετήσια συνέντευξη Τύπου του, επεσήμανε ότι η νέα Εθνική Στρατηγική Ασφαλείας του Τραμπ δεν κατατάσσει τη Ρωσία στους αντιπάλους των ΗΠΑ. Μάλιστα, χλεύασε τον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, λέγοντας ότι «προετοιμάζεται για πόλεμο μαζί μας. Τι είναι αυτό; Δεν ξέρεις να διαβάζεις;». Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Ρώσος πρόεδρος δεν έδειξε καμία διάθεση υποχώρησης στους στρατιωτικούς του στόχους στην Ουκρανία.
Η απόσταση παραμένει τεράστια
Μετά από δύο ημέρες επαφών, ο Γουίτκοφ χαρακτήρισε μέσω κοινωνικών δικτύων τις συνομιλίες με τον Ντμίτριεφ «παραγωγικές και εποικοδομητικές», επαναλαμβάνοντας ότι «η Ρωσία παραμένει πλήρως δεσμευμένη στην επίτευξη ειρήνης στην Ουκρανία». Δεν είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς γιατί η Μόσχα απολαμβάνει αυτού του είδους τις διαπραγματεύσεις. Ο Γιούρι Ουσάκοφ, σύμβουλος εξωτερικής πολιτικής του Πούτιν, ήταν αυτός που προσγείωσε τις προσδοκίες, χαρακτηρίζοντας τις συνομιλίες «μάλλον αντιπαραγωγικές».
Παρά την επικοινωνιακή διαχείριση, η απόσταση ανάμεσα στη Μόσχα και το Κίεβο παραμένει τεράστια. Με τον Τραμπ να δίνει προτεραιότητα σε προσωπικές φιλοδοξίες και λιγότερο στα συμφέροντα ασφάλειας των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της Ουκρανίας, θα περίμενε κανείς από την Ευρώπη να αναλάβει ηγετικό ρόλο. Ωστόσο, αυτό φαντάζει απίθανο, καθώς η Γαλλία, η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο αντιμετωπίζουν σοβαρά εσωτερικά προβλήματα, ενώ η ουκρανική κρίση ανέδειξε τα όρια της Ε.Ε. σε ζητήματα άμυνας και ασφάλειας.
Το ερώτημα παραμένει αν υπάρχει στην Ευρώπη ηγεσία ικανή να αντιμετωπίσει την αντικειμενικά φιλορωσική στάση του Τραμπ και την αυτοπροκαλούμενη αδυναμία της Ε.Ε. Ο Μαρκ Ρούτε ίσως αποτελεί την πιο αξιόπιστη επιλογή, λόγω της εμπειρίας του στη διαχείριση του Τραμπ και των στενών δεσμών του με τις χώρες του ΝΑΤΟ. Δεν είναι συνηθισμένο ο πολιτικός επικεφαλής του ΝΑΤΟ να αναλαμβάνει τέτοιο ρόλο, αλλά οι συνθήκες δεν είναι συνηθισμένες.
Η Ουκρανία και η Δύση ας ελπίσουν σε Καλά Χριστούγεννα, γιατί τους περιμένει ένας μακρύς χειμώνας, καταλήγει με νόημα η Washington Post.
