Μια φωτογραφία που εμφανίστηκε στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της, μετά από περισσότερα από 25 χρόνια έρευνας για το οικογενειακό της παρελθόν, ήταν αρκετή για να «παγώσει» την Κριστίν Κιουν. Η ασπρόμαυρη εικόνα του 1937 παρουσίαζε τον θείο της, Λέοπολντ, την ημέρα του γάμου του στο Βερολίνο. Η νύφη φορούσε ένα λευκό φόρεμα και κρατούσε μια ανθοδέσμη. Ο 25χρονος γαμπρός όμως ήταν ντυμένος με κάτι πολύ πιο σκοτεινό: μια μαύρη στολή με τη σβάστικα εμφανώς τοποθετημένη στο περιβραχιόνιό του.
«Θα είμαι ειλικρινής, είπα στον άντρα μου: “Δεν θέλω να το κάνω αυτό άλλο”», δήλωσε η 62χρονη Κιουν στην Daily Mail από το σπίτι της στο Μέριλαντ. «Μέχρι τότε όλα ήταν απλώς λόγια σε χαρτί, διάβασμα στα Εθνικά Αρχεία, διάβασμα βιβλίων. Αλλά το να βλέπω μέλος της οικογένειάς μου με στολή ναζί με χτύπησε άσχημα. Το να σκεφτώ ότι μπορεί να είμαι συγγενής με κάποιον που θα σκεφτόταν έτσι για άλλους ανθρώπους. Ήταν πραγματικά πολύ δύσκολο για μένα».
Κι όμως, κάτι ισχυρότερο από την αποστροφή και την ντροπή που της προκάλεσε η φωτογραφία την ώθησε να συνεχίσει. Ήταν η αίσθηση, όπως είπε, ότι είχε έρθει επιτέλους η στιγμή να σηκωθεί το πέπλο από το σκοτεινό οικογενειακό παρελθόν.
The family photo in my email inbox shook me to my core. It exposed a Nazi secret so sickening, I told my husband: 'I don't want to do this anymore' https://t.co/pLtqO2h8LS
— Daily Mail (@DailyMail) December 2, 2025
Το αποτέλεσμα είναι το βιβλίο «Family of Spies», που εκδόθηκε στις 25 Νοεμβρίου. Σε αυτό, η Κιουν δημοσιογράφος και μητέρα δύο γιων και μιας κόρης, καταγράφει το ναζιστικό παρελθόν της οικογένειάς της και τον καταστροφικό ρόλο του παππού της στην επίθεση στο Περλ Χάρμπορ, την «Ημέρα της Ατίμωσης» για τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ανάμεσα στις πιο απίθανες ιστορίες βρίσκεται αυτή της θείας της, Ρουθ, την οποία η Κιουν γνώρισε ως ηλικιωμένη γυναίκα σε οίκο ευγηρίας στο Τσάρλεστον της Νότιας Καρολίνας, επιβλητική, εντυπωσιακή, αλλά και μυστηριώδης.
Για αρκετούς μήνες το 1935, η τότε 19χρονη Ρουθ υπήρξε ερωμένη του Γιόζεφ Γκέμπελς, του ισχυρού υπουργού προπαγάνδας του Αδόλφου Χίτλερ. Η εφηβική σχέση της με τον έγγαμο ναζί αξιωματούχο επηρέασε βαθιά όχι μόνο την ιστορία της οικογένειάς της, αλλά και την αμερικανική, καθώς μαζί με άλλα μέλη της οικογένειας συνέβαλε στις ιαπωνικές επιχειρήσεις που οδήγησαν στο Περλ Χάρμπορ.
Όταν η Κιουν προσπάθησε να μάθει περισσότερα από τη θεία της, εκείνη αρνήθηκε να της ανοίξει τα χαρτιά της. «Έχεις μια καλή ζωή. Δεν θέλεις να τη χαλάσεις με το παρελθόν», της είπε στην πρώτη τους συνάντηση το 1987, όταν η Ρουθ ήταν 72 ετών. Η Κιουν είχε δει μια ασπρόμαυρη φωτογραφία γάμου, που υποψιαζόταν ότι ήταν των παππούδων της, και ζήτησε να μάθει περισσότερα. Η απάντηση της Ρουθ ήταν: «Δεν χρειάζεται να μάθεις για αυτούς. Μην με ρωτήσεις άλλο. Δεν χρειάζεται να ξέρεις για την οικογένεια, το παρελθόν ή το Περλ Χάρμπορ».

Τα λόγια αυτά στοίχειωσαν την Κιουν, η οποία δεν μπορούσε να αποτινάξει την ανάγκη για την αλήθεια. Έτσι, το 1994 ξεκίνησε μια τριακονταετή έρευνα που αποκάλυψε ένα οικογενειακό παρελθόν βγαλμένο από ιστορικό θρίλερ.
Η ιστορία της Ρουθ
Η ιστορία της Ρουθ ξεκινά στο Βερολίνο. Η μητέρα της, Φρίντελ, είχε σχέση με έναν γνωστό αρχιτέκτονα και γέννησε τη Ρουθ το 1915. Μετά τον χωρισμό τους, η Φρίντελ παντρεύτηκε το 1920 τον επιχειρηματία Ότο Κιουν, που μεγάλωσε τη Ρουθ σαν δική του κόρη. Στα μέσα της δεκαετίας του ’30, τόσο ο Ότο όσο και ο γιος του Λέοπολντ είχαν γίνει φανατικοί υποστηρικτές του Αδόλφου Χίτλερ. Ο Ότο γράφτηκε στο ναζιστικό κόμμα την επόμενη μέρα, αφότου άκουσε τον Χίτλερ να μιλά στο Κιελ, ενώ ο Λέοπολντ εντάχθηκε στα Τάγματα Εφόδου. Η Φρίντελ έγινε μέλος της Γυναικείας Ένωσης των Ναζί και η Ρουθ μπήκε στη χιτλερική νεολαία.
Ο Λέοπολντ, ανερχόμενος στην ιεραρχία, εισήγαγε την οικογένεια στους ναζιστικούς κοινωνικούς κύκλους. Εκείνος ήταν που κάλεσε τη 19χρονη αδελφή του στη δεξίωση του 1935, όπου ο 37χρονος Γκέμπελς γοητεύτηκε από τη «νέα, όμορφη και ζωηρή» Ρουθ, όπως αναφέρει η Κιουν. Οι δυο τους έγιναν εραστές. Όμως λίγους μήνες αργότερα, όταν ο Γκέμπελς ανακάλυψε ότι ο βιολογικός πατέρας της Ρουθ ήταν Εβραίος, έθεσε τέλος στη σχέση και την εξανάγκασε να φύγει, καθώς ετοιμάζονταν οι Νόμοι της Νυρεμβέργης που απαγόρευαν τις σχέσεις Γερμανών με Εβραίους.
Μέχρι το τέλος της χρονιάς, η οικογένεια είχε εξαφανιστεί από τη Γερμανία. Ο Ότο, η Φρίντελ, η Ρουθ και οι μικρότεροι γιοι, Έμπερχαρντ (ο πατέρας της Κιουν), τότε 9 ετών, και ο 2χρονος Χανς, ταξίδεψαν στη Χαβάη. Ο Λέοπολντ, ήδη υψηλόβαθμος στα Τάγματα Εφόδου, έμεινε πίσω.
Η Κιουν πάντα ήξερε ότι ο πατέρας της μεγάλωσε στη Χαβάη, αλλά ποτέ δεν γνώριζε πώς είχε φτάσει εκεί. Ανακάλυψε ότι ο Ότο και η Φρίντελ είχαν σταλεί με εντολή των ναζί για να βοηθήσουν τους Ιάπωνες στην κατασκοπεία τους έναντι του Περλ Χάρμπορ. Στα τρία χρόνια από το 1936 έως το 1939, ο παππούς της έλαβε από τους ναζί ποσό άνω του 1 εκατομμυρίου σημερινών δολαρίων, συμμετέχοντας ενεργά, μαζί με τη γυναίκα του και τη Ρουθ, στις κατασκοπευτικές επιχειρήσεις.
Σε μια από τις πρώτες της έρευνες, η Κιουν βρήκε τη Ρουθ να αναφέρεται στο βιβλίο «Οι 30 Σπουδαιότερες Γυναίκες Κατάσκοποι στον Κόσμο», δίπλα στη διάσημη Μάτα Χάρι. Από εκεί έμαθε πως η οικογένεια παρέθετε πολυτελή πάρτι στη Χαβάη, αποσπώντας πληροφορίες από καλεσμένους που συνδέονταν με τη στρατιωτική βάση. Η Φρίντελ και η Ρουθ άνοιξαν κομμωτήριο, όπου συνέλεγαν πληροφορίες από τις συζύγους στρατιωτικών. Η δράση τους είχε μπει στο στόχαστρο του FBI, που αναρωτιόταν πώς μια οικογένεια χωρίς εμφανή εισόδημα ζούσε τόσο πολυτελώς.
Τον Ιανουάριο του 1941, μια στήλη κουτσομπολιού στη Χαβάη Σέντινελ σχολίαζε ειρωνικά πότε θα «ανακοινωθεί η απέλαση της τοπικής ναζιστικής οικογένειας» και «τι ακριβώς κάνει η μικρή κυρία της τριάδας (η Ρουθ) με τους αξιωματικούς του ναυτικού». Ο Ότο μάλιστα κατασκεύασε παράθυρο-παρατηρητήριο στο σπίτι του, από το οποίο μπορούσε να σηματοδοτεί στους ιαπωνικούς υποβρύχιους στόλους την έναρξη της επίθεσης.

Η επίθεση στο Περλ Χάρμπορ
Η επίθεση στο Περλ Χάρμπορ, που πραγματοποιήθηκε με τη συμβολή του Ότο, είχε τραγικές συνέπειες: 2.400 Αμερικανοί έχασαν τη ζωή τους και οι ΗΠΑ εισήλθαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. «Ένιωσα σαν να βυθίζομαι σε σοκ», γράφει η Κιουν για τη στιγμή που συνειδητοποίησε τον ρόλο της οικογένειάς της. «Η γλυκιά μου θεία Ρουθ να κάνει σήμα σε ιαπωνικά βομβαρδιστικά από το σπίτι όπου μεγάλωσε ο πατέρας μου; Να συνωμοτεί για να σκοτώσει Αμερικανούς ναύτες; Ο παππούς μου να συνωμοτεί για την πτώση της χώρας μου; Δεν μπορούσε να είναι αλήθεια», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Όμως, τα εκατοντάδες έγγραφα του FBI και του υπουργείου Δικαιοσύνης ήταν αδιάψευστα. Ο Ότο ήταν ο μόνος άνθρωπος που δικάστηκε για συνέργεια στην επίθεση. Ο πατέρας της Κιουν, Έμπερχαρντ, τότε 15 ετών, και ο μικρότερος αδελφός του, Χανς, 9 ετών, αναγκάστηκαν να καταθέσουν εναντίον του. Ο Ότο παραδέχτηκε με μισή καρδιά τις πράξεις του, λέγοντας: «Ξέρω ότι είμαι σε έναν βαθμό ένοχος… Δεν θεωρώ τον εαυτό μου εγκληματία».
Καταδικάστηκε σε θάνατο διά τυφεκισμού, όμως η απόφαση ανατράπηκε επειδή η κατασκοπεία είχε γίνει πριν οι ΗΠΑ εισέλθουν σε πόλεμο, συνεπώς το στρατιωτικό δικαστήριο θεωρήθηκε ακατάλληλο. Μεταφέρθηκε στο Έλις Άιλαντ μέχρι την απέλαση, αλλά αφέθηκε ελεύθερος το 1948 και έζησε στη Νέα Υόρκη πριν μετακομίσει στην Αργεντινή, όπου πέθανε από καρκίνο το 1955.
Μετά την επίθεση, η Ρουθ, η Φρίντελ και ο μικρός Χανς στάλθηκαν σε στρατόπεδο κράτησης. Αργότερα απελάθηκαν στη Γερμανία, ενώ ο Έμπερχαρντ, που αρνήθηκε να επιστρέψει, κατατάχθηκε στον αμερικανικό στρατό. Αξιοσημείωτο είναι πως η Ρουθ επέστρεψε στις ΗΠΑ το 1949, παντρεμένη με έναν ταξιδιωτικό πράκτορα, και εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, ενώ ο τρόπος που εξασφάλισε την επιστροφή της παραμένει άγνωστος.
Σύμφωνα με την Κιουν, η Ρουθ έμοιαζε στοιχειωμένη από το παρελθόν της, πάντα ανήσυχη μήπως αποκαλυφθούν τα οικογενειακά μυστικά. Ο ίδιος ο Τζ. Έντγκαρ Χούβερ διατηρούσε λεπτομερείς φακέλους για αυτήν και την οικογένειά της.
Όταν η Κιουν ερωτάται ποιο μέλος της οικογένειας θα ήθελε περισσότερο να συναντήσει, απαντά πως θα προτιμούσε «μια ομαδική συζήτηση». Θα ήθελε να μιλήσει στη Ρουθ και στη Φρίντελ, αλλά και σε όλους όσοι συνέβαλαν στη σκοτεινή ιστορία: «Θέλω να ξέρω πώς έφτασαν εκεί, γιατί το έκαναν, καλό, κακό, άσχημο. Θέλω να ξέρω το γιατί».

Η κατάληξη της οικογένειας
Ο πατέρας της πέθανε το 2006 στα 80 του, ενώ η θεία Ρουθ, που πάντα προειδοποιούσε τις νεότερες γενιές να μην κοιτούν το παρελθόν, πέθανε το 2010 στα 95 της.
Κατά την Κιουν, η Ρουθ δεν μιλούσε είτε από ενοχή είτε από φόβο διάσωσης του εαυτού της, με την Κιουν να κλίνει προς το δεύτερο. Η συγγραφή του βιβλίου δεν ήταν εύκολη: «Πολλές φορές στα 30 χρόνια σταματούσα, γιατί ανακάλυπτα κάτι τόσο τρομερό που δεν άντεχα να συνεχίσω. Αλλά ύστερα σκεφτόμουν τι πέρασε ο πατέρας μου».
Το βιβλίο έχει ήδη σοκάρει αναγνώστες που «δεν γνώριζαν ότι οι ναζί είχαν εκλεγεί δημοκρατικά», όπως αναφέρει η ίδια. Για την Κιουν, η αποκάλυψη των μυστικών του παρελθόντος είναι απαραίτητη ώστε «να μην επαναληφθούν τα λάθη της ιστορίας».
Όσο για το αν νιώθει συμπόνια για τους ναζιστές συγγενείς της, η απάντηση είναι περίπλοκη. Ο Ότο έζησε εξόριστος, η Φρίντελ πέθανε το 1964 χωρίς να ξαναδεί τον γιο της Έμπερχαρντ, ο Λέοπολντ σκοτώθηκε πολεμώντας για τους ναζί και ο Χανς αυτοκτόνησε το 1974. «Δεν ξέρω αν η συμπόνια είναι η σωστή λέξη», λέει η Κιουν. «Αυτό που βλέπω είναι πόσο γρήγορα παρασύρθηκαν. Από μια φυσιολογική οικογένεια έγιναν φανατικοί ναζί μέσα σε μία μέρα. Νιώθω συμπόνια για τον πατέρα μου και τον Χανς. Οι άλλοι ήταν ενήλικες που έκαναν επιλογές και δυστυχώς για πολλούς από εμάς, έκαναν τις λάθος επιλογές».