Ένας ντετέκτιβ που ηγήθηκε της καταδίωξης ενός από τους πιο διαβόητους κατά συρροή βιαστές της Βρετανίας αποκάλυψε τι τελικά βοήθησε την αστυνομία να συλλάβει τον δράστη. O γνωστός ως «Η Αλεπού» λόγω του τρόπου που έχτιζε καταφύγια στα σπίτια των θυμάτων του για να κρυφτεί πριν επιτεθεί, ο Μαλάκολμ Φέρλεϊ ήταν ένας μεθοδικός δράστης, τα ψυχρά εγκλήματα του οποίου άφησαν δεκάδες ζωές κατεστραμμένες και τη χώρα σε κατάσταση ανησυχίας. Ο Φέρλεϊ συνελήφθη τελικά τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς στο σπίτι του στο Κέντις Τάουν, βόρεια του Λονδίνου, μετά από ένα περιπετειώδες ανθρωποκυνηγητό. Το 1985 του επιβλήθηκαν έξι ισόβιες ποινές και παρέμεινε στη φυλακή μέχρι τον θάνατό του σε ηλικία 71 ετών από καρδιακή προσβολή σε φυλακή του Χαλ πέρυσι.

Σε μια σπάνια συνέντευξη, ο ανώτερος ντετέκτιβ που ηγήθηκε της έρευνας μίλησε για την υπόθεση που καθόρισε την καριέρα του και για το τραύμα που, για πολλά από τα θύματα, δεν επουλώθηκε ποτέ πραγματικά. Μιλώντας στο BBC, ο Μπράιαν Πρίκετ αποκάλυψε πως χρειάστηκαν έξι μήνες στην αστυνομία για να ταυτοποιηθεί και να εντοπιστεί ο Φέρλεϊ σε μια εποχή που δεν υπήρχαν κάμερες ασφαλείας, ούτε τεχνολογία DNA για να βοηθήσει στην αναζήτηση. Ο ίδιος ανέφερε: «Κάθε φορά που διέπραττε ένα έγκλημα καταφέρναμε να συγκεντρώσουμε λίγες περισσότερες πληροφορίες γι’ αυτόν και τελικά καταλάβαμε ότι είχε προφορά από μια πολύ περιορισμένη περιοχή της βορειοανατολικής Αγγλίας».

Ο Φέρλεϊ, που φορούσε μάσκα από μπατζάκι παντελονιού, συνελήφθη μετά από τη σύνδεση του αυτοκινήτου του με ένα έγκλημα μέσω εγκληματολογικών στοιχείων, αλλά ο Πρίκετ τόνισε ότι οι επιπτώσεις των επιθέσεων ήταν διαρκείς. Ο κατά συρροή βιαστής, πατέρας τριών παιδιών από δύο γάμους, διέπραξε διαρρήξεις και σεξουαλικά εγκλήματα σε Μπεντφορντσάιρ, Μπακιγχαμσάιρ, Χερτφορντσάιρ, Μίλτον Κινς, Νότιο Γιορκσάιρ και την πατρίδα του, τη βορειοανατολική Αγγλία. Για μήνες, ολόκληρη η κοινότητα ζούσε υπό καθεστώς τρόμου, οι πόρτες ήταν διπλά κλειδωμένες, οι κουρτίνες τραβηγμένες και οι γυναίκες άλλαζαν τις συνήθειές τους από φόβο ότι θα ήταν οι επόμενες. Ο Πρίκετ ανέφερε: «Ο φόβος στην περιοχή ήταν απίστευτος. Εκείνο το καλοκαίρι ήταν ιδιαίτερα ζεστό και οι άνθρωποι έπρεπε να κλειδώνουν τα παράθυρά τους, σε ορισμένες περιπτώσεις να τα καρφώνουν, εξαιτίας του φόβου».

Τα εγκλήματα του Φέρλεϊ διαπράχθηκαν το καυτό καλοκαίρι του 1984, εν μέσω εντάσεων από τη συνεχιζόμενη απεργία των ανθρακωρύχων. Τα θύματά του ήταν άνδρες και γυναίκες, από έφηβους έως ηλικιωμένους. Έμπαινε στα σπίτια των θυμάτων, έπαιρνε τρόφιμα και ποτά και έφτιαχνε καταφύγια από έπιπλα και κουβέρτες. Αφαιρούσε όλες τις λάμπες και περίμενε στο σκοτάδι, ξεφυλλίζοντας τα οικογενειακά άλμπουμ των θυμάτων με φακό πριν επιστρέψουν. Στο αποκορύφωμα των εγκλημάτων του, έγιναν τρεις επιθέσεις μέσα σε μία εβδομάδα, και κατά τη σύλληψή του είχε διαπράξει 81 αδικήματα.

Ο Πρίκετ αποκάλυψε ότι επισκέφθηκε έναν πρωτοπόρο καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Λέστερ για να ρωτήσει σχετικά με την τεχνολογία DNA και του είπαν ότι θα χρειαζόταν τουλάχιστον εννέα μήνες έως έναν χρόνο, για να χρησιμοποιηθεί η επιστήμη στις ποινικές έρευνες. Η αστυνομία επικεντρώθηκε στο να διατηρήσει σχολαστικά κάθε κομμάτι εγκληματολογικών στοιχείων από τις σκηνές, γνωρίζοντας ότι θα μπορούσαν να αποδειχθούν ζωτικής σημασίας στο μέλλον. Ο Πρίκετ τόνισε ότι ανησυχούσε πάντα ότι υπήρχε υπερβολική εστίαση στον δράστη και όχι στο θύμα, γι’ αυτό και δημιουργήθηκαν ειδικές ομάδες για να υποστηρίζουν τα θύματα, πολλά από τα οποία δεν ανάρρωσαν ποτέ πλήρως. Πρόσθεσε ότι αρκετά αρσενικά θύματα ένιωσαν ενοχές επειδή δεν μπόρεσαν να προστατεύσουν τις συντρόφους τους, κάτι που επηρέασε τις σχέσεις τους. «Οι άνθρωποι λένε “αποδόθηκε δικαιοσύνη”, αλλά αυτό δεν αντισταθμίζει ό,τι συνέβη», δήλωσε ο Πρίκετ.

Σε ένα ντοκιμαντέρ του Channel 5 που προβλήθηκε τον Απρίλιο, με τίτλο The Intruder: He’s Watching You, ο Φέρλεϊ ρωτήθηκε από τον Πρίκετ αν προσπάθησε να σταματήσει. Απάντησε: «Λοιπόν, προσπάθησα. Πολλές φορές. Κάθε φορά που πήγαινα προσπαθούσα». Όταν ρωτήθηκε από άλλον αστυνομικό: «Νιώθεις ακόμα ότι θέλεις να το κάνεις;», απάντησε: «Όχι πραγματικά, αλλά ακόμα… έχω μια σεξουαλική ορμή». Σχετικά με την επίθεση σε ηλικιωμένη γυναίκα είπε: «Λοιπόν, ένιωσα απογοήτευση με τον εαυτό μου που το έκανα. Ξέρετε, ήταν… απλώς δεν ήμουν εγώ».

Η αστυνομία του Μπέντφορντσάιρ κατέγραψε πάνω από 5.000 υπόπτους και οι τρομοκρατημένοι κάτοικοι κοιμόντουσαν με όπλα κάτω από τα κρεβάτια τους, φοβούμενοι ότι θα ήταν οι επόμενοι κατά τη διάρκεια της τετράμηνης επιδρομής. Σε μια διάρρηξη ο Φέρλεϊ έκλεψε καραμπίνα και σφαίρες και αργότερα χρησιμοποίησε το όπλο σε άλλες επιθέσεις, συμπεριλαμβανομένης μιας όπου πυροβόλησε επιχειρηματία από κοντινή απόσταση, με αποτέλεσμα να χρειαστεί ακρωτηριασμός δακτύλου του θύματος.

Ο Πρίκετ πρόσθεσε: «Οι ψυχίατροι έλεγαν ότι ήταν λογικός και φυσιολογικός. Εγώ ποτέ δεν το δέχτηκα. Ως αστυνομικός, τον αντιμετωπίζεις επαγγελματικά, αλλά ως άνθρωπος, αισθάνεσαι πλήρη αηδία, σχεδόν μίσος. Δεν νομίζω ότι θα καταλάβω ποτέ το κίνητρο για τις επιθέσεις που έκανε». Μετά την επιβολή έξι ισόβιων ποινών στον Φέρλεϊ, που ακολούθησε τη δίκη του στο St Albans Crown Court τον Φεβρουάριο του 1985, ο κ. δικαστής Κόλφιλντ είπε: «Υπάρχουν επίπεδα κακίας πέρα από κάθε περιγραφή. Τα εγκλήματά σας ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Βεβηλώσατε και διαφθείρατε άνδρες και γυναίκες στα ίδια τους τα σπίτια». Στις 27 Φεβρουαρίου 1985, η Daily Mail αποκάλυψε το φωτογραφικό πορτρέτο του Φέρλεϊ και δήλωσε: «Η Αλεπού – το κακό που δεν περιγράφεται με λόγια».

Ο Φέρλεϊ παραδέχτηκε 13 αδικήματα – τρεις βιασμούς, μια ανάρμοστη επίθεση σε άνδρα και μια σε 74χρονη γυναίκα, πέντε διαρρήξεις και τρεις επιδεινούμενες διαρρήξεις με πρόθεση βιασμού, ενώ έφερε όπλο. Ζήτησε επίσης να εξεταστούν 68 άλλα εγκλήματα, κυρίως διαρρήξεις. Μια 18χρονη κοπέλα, θύμα του, δήλωσε στην Daily Mail μετά την καταδίκη του: «Ένιωθα ότι δεν υπήρχε κανείς να στραφώ και άρχισα να κλαίω και να ουρλιάζω. Οι μνήμες εκείνης της νύχτας ήταν πάντα μαζί μου, αλλά κανείς δεν φαινόταν να καταλαβαίνει τι συνέβαινε στο μυαλό μου. Τελικά, δεν μπορούσα να αντέξω άλλο και κατέρρευσα εντελώς». Κατά τη διάρκεια μιας τρίωρης δοκιμασίας, ο Φέρλεϊ προσπάθησε να αναγκάσει τη νεαρή γυναίκα, την οποία είχε βιάσει, να εκτελέσει σεξουαλικές πράξεις με τον 21χρονο φίλο της και τον 17χρονο αδερφό της.