Μετά τις ιστορικές συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν αυτή την εβδομάδα στον Λευκό Οίκο, ο πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι δήλωσε ότι η Ουκρανία και οι σύμμαχοί της «ήδη εργάζονται πάνω στο συγκεκριμένο περιεχόμενο των εγγυήσεων ασφάλειας».

Τι σημαίνουν, όμως, στην πράξη οι «εγγυήσεις ασφάλειας»; Το φάσμα είναι ευρύ, από την πολυσυζητημένη αποστολή στρατευμάτων στο έδαφος, μέχρι την απειλή για συντριπτικές οικονομικές κυρώσεις στις ρωσικές εξαγωγές πετρελαίου.

Τι θέλει η Ουκρανία

Ανάλυση του βρετανικού BBC αναφέρεται σε «αυτό που θέλει η Ουκρανία, αλλά δεν πρόκειται να πάρει, τουλάχιστον όχι στο άμεσο μέλλον, και αυτό είναι η ένταξη στο ΝΑΤΟ».

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, το έχει αποκλείσει, αλλά υπάρχουν και πολλά άλλα μέλη του ΝΑΤΟ που επίσης αντιτίθενται σιωπηλά, όπως η Σλοβακία, κυρίως με το επιχείρημα ότι αυτό θα αύξανε δραματικά τις πιθανότητες η διατλαντική συμμαχία να εμπλακεί σε έναν πόλεμο με τη Ρωσία.

Είναι σαφές ότι η Ουκρανία θα χρειαστεί ισχυρές εγγυήσεις ασφάλειας μετά την επίτευξη ειρηνευτικής συμφωνίας, για να αποτρέψει τη Ρωσία από το να επιστρέψει και να κάνει μια δεύτερη ή τρίτη επίθεση.

Για τον λόγο αυτό, ο Βρετανός πρωθυπουργός, Κιρ Στάρμερ και ο πρόεδρος της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν, έχουν συγκροτήσει τη «Συμμαχία των Προθύμων», η οποία αριθμεί πάνω από 30 χώρες, με σκοπό να προσφέρει στην Ουκρανία διεθνείς διαβεβαιώσεις.

Οι πιθανές επιλογές

Η αστυνόμευση του εναέριου χώρου της Ουκρανίας είναι μια πιθανή επιλογή. Αυτό θα μπορούσε να γίνει με την εγκατάσταση αεροσκαφών σε υπάρχουσες αεροπορικές βάσεις στη γειτονική Πολωνία ή Ρουμανία, με τη συμμετοχή των ΗΠΑ.

Ωστόσο, θα χρειαστούν σαφείς και αυστηροί κανόνες εμπλοκής, εάν θέλουν να είναι κάτι περισσότερο από μια συμβολική κίνηση. Με άλλα λόγια, οι πιλότοι πρέπει να γνωρίζουν εάν μπορούν να ανταποδώσουν τα πυρά σε περίπτωση που η Ρωσία παραβιάσει τη συμφωνία ειρήνης, για παράδειγμα, εκτοξεύοντας έναν πύραυλο κρουζ σε μια ουκρανική πόλη.

Η Μαύρη Θάλασσα είναι μια άλλη περιοχή όπου οι εγγυήσεις ασφάλειας της Δύσης θα μπορούσαν να βοηθήσουν να κρατηθεί σε απόσταση ο ρωσικός στόλος και να εξασφαλιστεί η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορικών πλοίων από λιμάνια όπως η Οδησσός.

Στην ξηρά, η κατάσταση γίνεται πιο προβληματική. Η Ουκρανία είναι μια τεράστια χώρα και η πρώτη γραμμή εκτείνεται σήμερα σε μήκος άνω των 1.000 χλμ. Η «Συμμαχία των Προθύμων» δεν μπορεί να συγκεντρώσει αρκετά στρατεύματα για να τα αναπτύξει για την προστασία αυτής της γραμμής επαφής, ακόμη και αν ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, συμφωνούσε με αυτό, πράγμα που δεν θα κάνει.

Το Κρεμλίνο έχει επαναλάβει την απόλυτη αντίθεσή του στην παρουσία οποιωνδήποτε στρατευμάτων του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία, υπό οποιαδήποτε ιδιότητα. Επομένως, η στρατιωτική υποστήριξη εδώ είναι πιθανό να είναι περισσότερο στους τομείς της εκπαίδευσης, των πληροφοριών και της υλικοτεχνικής υποστήριξης, βοηθώντας την Ουκρανία να ανοικοδομήσει τον «πληγωμένο» στρατό της, μαζί με τη συνεχή προμήθεια όπλων και πυρομαχικών.

Ο ρόλος της Ρωσίας

Ωστόσο, παραμένει ένα μεγάλο ερωτηματικό σχετικά με το τι θα αποδεχτεί η Ρωσία ως εγγυήσεις ασφάλειας για την Ουκρανία. Πολλοί σχολιαστές στο διαδίκτυο έχουν προτείνει ότι η Μόσχα δεν πρέπει να έχει καμία άποψη σε αυτό το θέμα.

Καμία χώρα της Συμμαχίας των Προθύμων, πάντως, δεν είναι διατεθειμένη να στείλει στρατεύματα στην Ουκρανία. Κανείς δεν θέλει να ξεκινήσει τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο Τζον Φόρμαν, πρώην Βρετανός στρατιωτικός ακόλουθος στη Μόσχα, ο οποίος παρακολουθεί κάθε εξέλιξη αυτής της σύγκρουσης, είπε: «Η Ρωσία ενδέχεται να αποδεχτεί μια εγγύηση ασφάλειας των ΗΠΑ για την Ουκρανία σε αντάλλαγμα για την επίσημη αναγνώριση των κατεχόμενων εδαφών, διαχωρίζοντας ουσιαστικά την Ουκρανία μακροπρόθεσμα, και χωρίς (στρατεύματα) του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία και χωρίς την Ουκρανία στο ΝΑΤΟ… Ό,τι και να συμβεί, η Συμμαχία των Προθύμων δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη δύναμη των ΗΠΑ».

Θα αναλάβουν δράση οι ΗΠΑ;

Πολλοί στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες έχουν δηλώσει ότι οποιαδήποτε μελλοντική «δύναμη διαβεβαίωσης» που θα παρέχει η Συμμαχία των Προθυμών πρέπει να έχει τη συμβολή των ΗΠΑ, κάτι στο οποίο ο Ντόναλντ Τραμπ είχε αρνηθεί να δεσμευτεί μέχρι τη σύνοδο κορυφής της Αλάσκας την περασμένη εβδομάδα.

Τώρα έχει δηλώσει ότι οι ΗΠΑ θα συμμετάσχουν, αλλά χωρίς να στείλουν στρατεύματα στην Ουκρανία.

Σε έναν ιδανικό κόσμο, αυτό που η Ουκρανία και οι σύμμαχοί της θα ήθελαν από την Ουάσιγκτον είναι τόσο η υποστήριξη των ΗΠΑ για αυτή τη θεωρητική μελλοντική δύναμη, όσο και μια σταθερή δέσμευση ότι αν η Ρωσία παραβιάσει τη συμφωνία ειρήνης και φαίνεται να ανανεώνει την επίθεσή της στην Ουκρανία, τότε η στρατιωτική δύναμη των ΗΠΑ – ειδικά η αεροπορική δύναμη – θα είναι διαθέσιμη για να υποστηρίξει τους Ευρωπαίους.

Ο Τραμπ έχει υπονοήσει ότι η αεροπορική υποστήριξη των ΗΠΑ θα είναι διαθέσιμη σε κάποια μορφή, αλλά δεδομένου του πόσες φορές έχει αλλάξει τη θέση του σχετικά με τον τρόπο τερματισμού αυτού του πολέμου, αυτό δεν είναι καθόλου καθησυχαστικό.

Ο απόστρατος αντιστράτηγος, Μπεν Χότζες, εκφράζει σκεπτικισμό: «Δεν πιστεύω ότι οι ΗΠΑ είναι πραγματικά σοβαρές στις εγγυήσεις ασφαλείας για την Ουκρανία. Οι Ευρωπαίοι δεν εμπιστεύονται τον Πούτιν και ξέρουν ποιος είναι ο επιτιθέμενος. Ανησυχούν ότι ο Τραμπ δεν το παραδέχεται».

Το κεντρικό ερώτημα παραμένει: πώς θα είναι αρκετά ισχυρές οι εγγυήσεις ώστε να αποτρέψουν νέα ρωσική επίθεση, χωρίς όμως να προκαλέσουν την άμεση αντίδραση της Μόσχας;

Ο πρώην Βρετανός υπουργός Άμυνας σερ, Μπεν Γουάλας, θεωρεί ότι η Δύση δεν έχει δείξει μέχρι στιγμής την απαιτούμενη αποφασιστικότητα απέναντι στον Πούτιν: «Η πραγματικότητα είναι ότι δεν δείχνει καμία διάθεση να σταματήσει τη σφαγή. Μέχρι να υπάρξει βούληση σε ΗΠΑ και Ευρώπη να τον εξαναγκάσουν σε αλλαγή στάσης, λίγα μπορούν να επιτευχθούν».

Τέλος, ο Έντουαρντ Άρνολντ, ερευνητής του RUSI, σημειώνει ότι η Συμμαχία των Προθύμων έχει πετύχει να προσφέρει ένα ευέλικτο πλαίσιο συνεργασίας με τις ΗΠΑ και στήριξης της Ουκρανίας, αλλά «παραμένει πολιτική φιλοδοξία και όχι σκληρό στρατιωτικό σχήμα. Οι επόμενοι μήνες θα δοκιμάσουν την αντοχή και τη διάθεση ανάληψης πολιτικού ρίσκου».