Μοιάζει με σενάριο ταινίας, αλλά δεν είναι. Αεροπλάνα αναμένεται να απελευθερώσουν εκατομμύρια στειρωμένες μύγες που εκκολάφτηκαν σε εργαστήριο με στόχο να πολεμήσουν «ανθρωποφάγα» παράσιτα.
Το Cochliomyia hominivorax, γνωστό και ως «μύγα του Νέου Κόσμου», είναι ένα παράσιτο που γεννάει αυγά σε ανοιχτές πληγές και βλεννογόνους μεμβράνες ζώων. Μόλις εκκολαφθούν τα αυγά, τα παράσιτα εισχωρούν στον οργανισμό και τρώνε τη σάρκα, προκαλώντας σοβαρούς και συχνά θανατηφόρους τραυματισμούς. Συνήθως, απειλεί τα ζώα, αλλά σε σπάνιες περιπτώσεις και τον άνθρωπο, με αποτέλεσμα να αποκαλείται και «ανθρωποφάγο».
Μέχρι στιγμής, το πρόβλημα εντοπίζεται στο Μεξικό, αλλά υπάρχουν αναφορές και για κρούσματα στο Τέξας. Το αμερικανικό υπουργείο Γεωργίας φοβούμενο τυχόν εξάπλωση σε όλες τις ΗΠΑ, αναμένεται να απελευθερώσει στειρωμένες μύγες, σε ένα εγχείρημα που ξεπερνά τα 10 εκατομμύρια δολάρια.
Σύμφωνα με δημοσίευμα της ιστοσελίδας Interesting Engineering, πρόκειται μόνο για αρσενικές μύγες που εκκολάφτηκαν σε εργαστήρια και στειρώθηκαν με ακτινοβολίες, διαδικασία που δεν αφήνει κάποιο ίχνος ραδιενέργειας, αφού είναι ίδια με την αποστείρωση με ακτινοβολία. Αυτή η μέθοδος χρησιμοποιεί ακτινοβολία υψηλής ενέργειας για τη θανάτωση ή την αδρανοποίηση μικροοργανισμών σε αντικείμενα ή υλικά και συνήθως αφορά τη βιομηχανία τροφίμων για να διασφαλιστεί η ασφάλεια και να αποτραπεί η αλλοίωση των τροφών.

Οι αρσενικές στειρωμένες μύγες θα απελευθερωθούν πάνω από περιοχές που πλήττουν τα παράσιτα για να αναπαραχθούν με τα θηλυκά. Από τη συγκεκριμένη αναπαραγωγή δεν θα προκύψουν απόγονοι, έτσι με την πάροδο του χρόνου, ο πληθυσμός θα μειωθεί έως ότου καταρρεύσει.
Σύμφωνα με επιστήμονες αυτή η μέθοδος θεωρείται πολύ ασφαλέστερη για το περιβάλλον συγκριτικά με τα φυτοφάρμακα.
Η στρατηγική μπορεί να μοιάζει αστεία ή περίπλοκη, όμως στην πραγματικότητα έχει δοκιμαστεί με επιτυχία. Πρώτη φορά εφαρμόστηκε από το 1962 έως το 1974, όταν ΗΠΑ και Μεξικό απελευθέρωσαν πάνω από 94 δισεκατομμύρια στείρες μύγες για να εξαλείψουν το Cochliomyia hominivorax. Η προσπάθεια ήταν επιτυχής και μέχρι το 2000, το παράσιτο είχε περιοριστεί σε μεγάλο βαθμό στον Παναμά. Ωστόσο, συνέχισαν να εμφανίζονται περιστασιακά κρούσματα, συμπεριλαμβανομένου ενός στη Φλόριντα το 2017.