Ασυνήθιστη και έντονα συμβολική ήταν η παρέμβαση της γαλλικής αστυνομίας σε παραλία νότια της Μπουλόν, όταν άνδρες της χωροφυλακής (gendarmes) μπήκαν σε ρηχά νερά και με μαχαίρια κατέστρεψαν φουσκωτή βάρκα γεμάτη με μετανάστες, που βρισκόταν σε εξαιρετικά επισφαλή κατάσταση μέσα στα κύματα.
Όλοι οι επιβαίνοντες πρόλαβαν να βγουν με ασφάλεια καθώς το σκάφος ξεφούσκωνε μέσα σε χαοτικές σκηνές.
Η παρέμβαση αυτή χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα σπάνια, καθώς οι γαλλικές αρχές ακολουθούν αυστηρούς κανόνες που απαγορεύουν στην αστυνομία να εισέρχεται στη θάλασσα, προκειμένου να μην τεθεί σε κίνδυνο η ανθρώπινη ζωή.
«Πάμε μέσα», ακούστηκε να λέει ένας από τους χωροφύλακες, αφαιρώντας το αλεξίσφαιρο γιλέκο του και κρατώντας ένα μικρό μαχαίρι. Οι συνάδελφοί του ακολούθησαν, αφήνοντας τον βαρύ εξοπλισμό τους στο περιπολικό πριν μπουν στο νερό.
Η εικόνα αυτή έχει προκαλέσει έντονες συζητήσεις, καθώς υπάρχουν εικασίες πως η κίνηση αυτή μπορεί να σηματοδοτεί αλλαγή τακτικής εκ μέρους των γαλλικών αρχών, υπό την αυξανόμενη πίεση να σταματήσουν τις διελεύσεις μεταναστών με μικρά σκάφη προς το Ηνωμένο Βασίλειο.
Ωστόσο, η γαλλική αστυνομία διαβεβαίωσε το BBC ότι δεν υπάρχει αλλαγή στους κανόνες εμπλοκής. Η απαγόρευση παρέμβασης εντός της θάλασσας παραμένει σε ισχύ, με εξαίρεση τις περιπτώσεις άμεσου κινδύνου για ανθρώπινες ζωές.
Πηγές με γνώση των σχετικών διαδικασιών στη Γαλλία ανέφεραν ότι οι όποιες αλλαγές εξετάζονται σε επίπεδο τακτικής, αφορούν την ενίσχυση της παρουσίας πλωτών περιπολιών που θα ανακόπτουν τα λεγόμενα “ταξί-βάρκες” πριν φορτωθούν πλήρως, και όχι πιο επιθετικές ενέργειες στην παραλία.
Ο εκπρόσωπος του Βρετανού Πρωθυπουργού χαρακτήρισε τις εικόνες από την παρέμβαση της γαλλικής αστυνομίας ως «σημαντική στιγμή» και τόνισε ότι «καλωσορίζουμε αυτή την ενέργεια».
«Θέλουμε να δούμε πιο σκληρά μέτρα. Αυτή είναι η ακριβής κατεύθυνση στην οποία εργαζόμαστε και το περιστατικό αυτό αποτελεί αποτέλεσμα της στενής μας συνεργασίας», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Η βάρκα βρισκόταν μερικά μέτρα από την ακτή και ήταν φανερά σε δύσκολη θέση. Ο κόσμος είχε συγκεντρωθεί γύρω από τη μηχανή, η οποία είχε σταματήσει προσωρινά αλλά στη συνέχεια επανεκκινήθηκε. Τα κύματα έσπαγαν κάτω από το σκάφος, προκαλώντας έντονες ταλαντεύσεις, ενώ ακούγονταν κραυγές από παιδιά που κινδύνευαν να τραυματιστούν μέσα στον συνωστισμό.
Λίγο νωρίτερα, δύο μεγάλοι όμιλοι ανθρώπων, ήδη φορώντας πορτοκαλί σωσίβια, είχαν ξεπροβάλει από τους αμμόλοφους και έτρεξαν προς τη θάλασσα. Συνολικά, υπολογίζεται ότι υπήρχαν περίπου 80 με 100 άτομα στην παραλία.
Όταν πέρασε η πρώτη «ταξί-βάρκα» — σκάφος που χρησιμοποιείται από τα δίκτυα διακινητών για να συλλέξει μετανάστες από διάφορα σημεία της ακτογραμμής — περίπου 100 μέτρα από την ακτή, ήταν ήδη γεμάτη και δεν σταμάτησε.
Λίγα λεπτά αργότερα, ένα δεύτερο φουσκωτό σκάφος, σχεδόν άδειο, κατευθύνθηκε προς την παραλία, υπό το βλέμμα ενός σκάφους της γαλλικής ακτοφυλακής που περιπολούσε πιο μέσα στη Μάγχη.
Στην αρχή, η διαδικασία φαινόταν συντονισμένη. Οι άνθρωποι κρατιούνταν χέρι-χέρι, με καθοδήγηση από έναν άνδρα που φαινόταν να έχει ηγετικό ρόλο. Όμως, μόλις η βάρκα έκανε όπισθεν προς την ακτή, επικράτησε χάος: δεκάδες άτομα προσπάθησαν να επιβιβαστούν μέσα σε νερό που έφτανε τουλάχιστον μέχρι τη μέση.
Οι χωροφύλακες αρχικά παρέμειναν στην παραλία, παρακολουθώντας την εξέλιξη. Ένας από τους αξιωματικούς επανέλαβε την επίσημη θέση: ότι δεν επιτρέπεται να μπουν στο νερό, εκτός εάν κινδυνεύουν άμεσα ανθρώπινες ζωές.