Μετά από 47 χρόνια πολυκύμαντης δραστηριότητας το «Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν», περισσότερο γνωστό ως «PKK», κλείνει τον βιοϊστορικό του κύκλο, καθώς το φίλα προσκείμενο πρακτορείο ειδήσεων Firat, ανακοίνωσε επισήμως ότι η αυτονομιστική οργάνωση διαλύεται και σταματά ο ένοπλος αγώνας. Η απόφαση ελήφθη στο πλαίσιο της νέας ειρηνευτικής πρωτοβουλίας με την Τουρκία και ελήφθη με πλειοψηφία, αφού νωρίτερα είχε συνέλθει το 12ο Συνέδριο του Κόμματος, που ενέκρινε τη σχετική απόφαση να τερματίσει την πορεία του. Μάλιστα μια τέτοια απόφαση είχε προτρέψει να πάρουν τα μέλη του και ο ηγέτης της οργάνωσης, ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν που κρατείται από το 1999 στις φυλακές του Ιμραλί, σε μια νησίδα της Θάλασσας του Μαρμαρά.

Να σημειωθεί ότι πρόκειται για μια ιστορική απόφαση που αναμένεται να έχει επιπτώσεις στην ευρύτερη περιοχή, καθώς οι Κούρδοι αποτελούν περίπου το 20% των συνολικά 85 εκατομμυρίων του πληθυσμού της Τουρκίας, ενώ την ίδια ώρα σημαντικές κουρδικές δυνάμεις βρίσκονται στη γειτονική Συρία, αποτελώντας σύμμαχο των ΗΠΑ.

Τι ακριβώς όμως ήταν το «Πε Κα Κα» (όπως το αποκαλούμε στη χώρα μας) που απασχολούσε συχνά – πυκνά την ειδησεογραφία και κατά τη διάρκεια της δράσης του σκοτώθηκαν πάνω από 40.000 άτομα; Η αλήθεια είναι πως ακούγαμε συχνά γι’ αυτό, ιδίως τα προηγούμενα χρόνια, αλλά λίγοι γνωρίζουμε κάτι περισσότερο, πέραν του ότι επρόκειτο για μια οργάνωση Κούρδων που μαχόταν για την αυτονομία του Κουρδιστάν, ότι δεν τα πήγαινε καλά με τους Τούρκους, και πως ευελπιστούσαμε ότι σε περίπτωση που οδηγούμασταν σε σύγκρουση με την Τουρκία θα μας υποστήριζαν ή στην καλύτερη περίπτωση θα άνοιγαν κι αυτοί ένα δεύτερο μέτωπο στο εσωτερικό της γειτονικής χώρας. Ας τα πάρουμε με τη σειρά:

Καταρχάς, ποιοι είναι οι Κούρδοι

Οι Κούρδοι είναι ένας λαός της Μέσης Ανατολής που ζει σε μια εκτεταμένη γεωγραφική περιοχή γνωστή ως Κουρδιστάν. Αυτή περιλαμβάνει τη νοτιοανατολική Τουρκία (βόρειο Κουρδιστάν), το βόρειο Ιράκ (νότιο Κουρδιστάν), το βορειοδυτικό Ιράν (ανατολικό Κουρδιστάν) και τη βόρεια Συρία (δυτικό Κουρδιστάν). Πρόκειται για έναν λαό χωρίς δικό του κράτος, που έχει μάθει να επιβιώνει κυρίως σε ορεινές περιοχές. Το όνομα Κούρδος φέρεται να σημαίνει «ήρωας», αν και δεν έχει διαλευκανθεί πλήρως γλωσσολογικά κάτι τέτοιο, ενώ η λέξη Κουρδιστάν μεταφράζεται ως «Χώρα των Κούρδων» και αναφέρεται για πρώτη φορά στα σελτζουκικά χρονικά του 11ου αιώνα.

Πόσοι είναι και πού βρίσκονται

Ο πληθυσμός τους εκτιμάται πως κυμαίνεται μεταξύ 30 και 45 εκατομμυρίων. Σύμφωνα με το Kurdish Institute of Paris εκτιμάται πως στην Τουρκία ζουν 15 – 20 εκατομμύρια (η μεγαλύτερη μειονότητα της γειτονικής χώρας), στο Ιράν 10-12 εκατομμύρια, στο Ιράκ 8-8,5 εκατομμύρια, στη Συρία περίπου 3-3,6 εκατομμύρια, 800.000 στη Γερμανία, 150.000 στη Γαλλία, 83.000 στη Σουηδία, 70.000 στην Ολλανδία, 63.000 στη Ρωσία, 50.000 στο Βέλγιο, επίσης 50.000 στο Ηνωμένο Βασίλειο και άλλοι 400.000 σε διάφορες άλλες χώρες – στην Ελλάδα υπολογίζονται γύρω στις 40.000. Όλους τους ενώνει μια κοινή φυλή, ένας κοινός πολιτισμός και ίδια γλώσσα – αν και στην Τουρκία τους έχει απαγορευτεί να την μιλάνε δημοσίως. Από θρησκευτικής άποψης οι περισσότεροι είναι σουνίτες μουσουλμάνοι.

Ένα κράτος που έμεινε στα χαρτιά

Αρχές του 20ού αιώνα οι Κούρδοι ξεκινούν προσπάθειες προκειμένου να δημιουργήσουν τη δική τους πατρίδα. Στη Συνθήκη των Σεβρών που υπογράφηκε στις 10 Αυγούστου 1920 και επέφερε τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπήρχαν διατάξεις που προέβλεπαν τη δυνατότητα δημιουργίας αυτόνομων κουρδικών περιοχών και υπό προϋποθέσεις την πιθανότητα ανεξαρτησίας τους, στο πλαίσιο της διακήρυξης περί αυτοδιάθεσης των λαών.

Αξίζει να σταθούμε στα άρθρα 62 και 64:

Άρθρο 62: Επιτροπή που θα εδρεύει στην Κωνσταντινούπολη και θα αποτελείται από τρία μέλη, τα οποία θα διορίζονται από τις κυβερνήσεις της Μ. Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας, θα προπαρασκευάσει, εντός έξι μηνών από ισχύος της παρούσης συνθήκης την τοπική αυτονομία των χωρών στις οποίες κυριαρχεί το κουρδικό στοιχείο και οι οποίες βρίσκονται ανατολικά του Ευφράτη, στα νότια των μεσημβρινών συνόρων της Αρμενίας, όπως αυτά θα καθοριστούν μεταγενέστερα, και στα βόρεια των συνόρων της Τουρκίας με τη Συρία και τη Μεσοποταμία.

Άρθρο 64: Αν, εντός ενός έτους, από έναρξης ισχύος της παρούσης συνθήκης, ο κουρδικός πληθυσμός που ζει στις χώρες στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 62, απευθυνόμενος στο Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών, καταδείξει ότι στην πλειονότητά του επιθυμεί να γίνει ανεξάρτητος από την Τουρκία και αν το συμβούλιο κρίνει τότε ότι ο πληθυσμός αυτός είναι ώριμος για ανεξαρτησία και συστήσει την παραχώρηση αυτής, η Τουρκία αναλαμβάνει από τώρα την υποχρέωση να συμμορφωθεί και να παραιτηθεί από όλα τα δικαιώματα και τους τίτλους της στις χώρες εκείνες. Αν και εφόσον παραιτηθεί η Τουρκία οι προέχουσες σύμμαχες δυνάμεις δε θα προβάλουν καμία αντίρρηση στους Κούρδους που κατοικούν στο τμήμα του Κουρδιστάν, που περιλαμβάνεται μέχρι τώρα στο βιλαέτιο της Μοσούλης, αν θελήσουν να προσχωρήσουν στο ανεξάρτητο αυτό κουρδικό κράτος.

Η συνθήκη γέννησε πολλές προσδοκίες, αλλά ήταν γεμάτη όπως πολλά «εάν» και «εφόσον». Η Συνθήκη δεν τέθηκε ποτέ σε ισχύ, καθώς αντικαταστάθηκε από τη Συνθήκη της Λωζάνης (1923) η οποία δεν περιλάμβανε διατάξεις για κουρδική αυτονομία ή ανεξαρτησία και η περιοχή που υποτίθεται ότι θα τους παραχωρούνταν, μοιράστηκε από τους Συμμάχους μεταξύ των όμορων χωρών. Έκτοτε ο λαός αγωνίζεται να αποκτήσει δική του πατρίδα.

1978: Δημιουργείται το PKK με επικεφαλής τον Οτσαλάν

Οι συνεχείς αρνήσεις των τουρκικών κυβερνήσεων να ικανοποιήσουν τις διεκδικήσεις των Κούρδων οδήγησαν στον ένοπλο αγώνα και στην ίδρυση του ΡΚΚ (Partiya Karkerên Kurdistanê – Εργατικό Κόμμα Κουρδιστάν).

Το PKK δημιουργήθηκε το 1978 στο χωριό Φις, κοντά στο Λίτζε της επαρχίας Ντιγιαρμπακίρ, από μια ομάδα Κούρδων φοιτητών με επικεφαλής τον Αμπντουλάχ Οτσαλάν. Η ιδεολογία του συνδύαζε επαναστατικό σοσιαλισμό και κουρδικό εθνικισμό. Κύριος στόχος: η δημιουργία ανεξάρτητου κράτους.

Η τουρκική απάντηση ήταν κατασταλτική. Μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980, απαγορεύτηκαν λέξεις όπως «Κούρδος», «Κουρδιστάν» και «Κουρδικά», καθώς και η κουρδική γλώσσα, η παραδοσιακή ένδυση και τα τραγούδια. Η καταπίεση αυτή τροφοδότησε την αγανάκτηση της μειονότητας. Τα κατοπινά χρόνια θα υπάρχουν σταδιακές χαλαρώσεις αυτών των περιορισμών από την Τουρκία, αν και κάποιοι παρέμεναν σε ισχύ μέχρι πρότινος.

Ο ένοπλος αγώνας της αυτονομιστικής οργάνωσης

Από το 1984 έως το 2013, το PKK διεξήγαγε ένοπλο αγώνα ενάντια στο τουρκικό κράτος, με τον συνολικό αριθμό θυμάτων να ανέρχεται σε δεκάδες χιλιάδες. Η Τουρκία θεωρεί το Κόμμα, τρομοκρατική οργάνωση. Την ίδια αντιμετώπιση έχει κι από αρκετά άλλα κράτη και διεθνείς οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένου του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Για να ενισχύσει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις της κατά των Κούρδων, η Άγκυρα συγκρότησε ειδικές ομάδες μυστικών υπηρεσιών, όπως η JİTEM (Jandarma İstihbarat ve Terörle Mücadele – Υπηρεσία Πληροφοριών και Καταπολέμησης της Τρομοκρατίας, της Χωροφυλακής) και η Özel Tim (Ειδική Ομάδα). Παράλληλα ενίσχυσε την κουρδική Χεσμπολάχ (δεν πρέπει να την συγχέουμε με την ομώνυμη αραβική οργάνωση, δεν έχουν καμία σχέση) η οποία χρηματοδοτούμενη από το κράτος στοχοποίησε και δολοφόνησε ακτιβιστές του ΡΚΚ και Κούρδους διανοούμενους.

40.000 νεκροί και 3.000 κατεστραμμένα χωριά

Καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, οι επιθέσεις του ΡΚΚ προκαλούν αντίποινα. Τα περιστατικά βίας κλιμακώθηκαν ιδιαίτερα κατά την περίοδο της κυβέρνησης συνασπισμού του Κόμματος του «Ορθού Δρόμου» της Τανσού Τσιλέρ και του «Κόμματος των Σοσιαλδημοκρατών του Ερντάλ Ινονού». Πάνω από 3.000 χωριά στη νοτιοανατολική Τουρκία καταστράφηκαν, και οι κάτοικοί τους εκδιώχθηκαν είτε από τις δυνάμεις ασφαλείας, είτε – σε μικρότερο βαθμό – από τους Κούρδους αντάρτες. Περίπου 3.000.000 Κούρδοι εγκατέλειψαν τις εστίες τους, ενώ πολλές η αγροτική οικονομία της περιοχής καταστράφηκε. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας, είχαν χάσει τη ζωή τους τουλάχιστον 40.000 άτομα, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν Κούρδοι μαχητές.

Η περιπέτεια του Οτσαλάν

Νούμερο ένα καταζητούμενος στην Τουρκία εκείνη την εποχή ήταν ο ηγέτης των Κούρδων, Αμπντουλάχ Οτσαλάν. Εκείνος με πλαστό διαβατήριο θα αναχωρήσει συνοδευόμενος από έμπιστους συνεργάτες του το πρωινό της 19ης Οκτωβρίου 1998 από το αεροδρόμιο της Δαμασκού, παίρνοντας την πτήση για Στοκχόλμη, με ενδιάμεση στάση στην Αθήνα. Ο τότε αρχηγός της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών της χώρας μας, Χαράλαμπος Σταυρακάκης, έχει ενημερωθεί από τις μυστικές υπηρεσίες για το ταξίδι.

Επικοινωνεί με τον αποσπασμένο στην ΕΥΠ ταγματάρχη, Σάββα Καλεντερίδη, και του ζητάει να τον συναντήσει στην αίθουσα αφίξεων του Ανατολικού αεροδρομίου. Οι δύο άνδρες αναζητούν ανάμεσα στους επιβάτες της πτήσης που μόλις έχει φτάσει, τον «Άπο». Ο Καλεντερίδης τον αναγνωρίζει εύκολα. Άλλωστε γνωρίζονται προσωπικά. Κουβεντιάζουν ψιθυριστά για τις επόμενες κινήσεις που θα πρέπει να γίνουν.

Ο «Άπο» σε εγκαταστάσεις της ΕΥΠ

Κάπως έτσι, ο Οτσαλάν και η συνοδεία του θα βρεθούν σε έναν «στεγανοποιημένο» δωμάτιο που χρησιμοποιεί η ΕΥΠ. Εκεί αρχίζει ένα σκληρό διαπραγματευτικό παζάρι. Ο Οτσαλάν υποστηρίζει ότι ήρθε με την έγκριση της ελληνικής κυβέρνησης (κάτι που δεν ευσταθούσε) και ο αρχηγός της ΕΥΠ του ξεκαθαρίζει ότι η παρουσία του προκαλεί μείζον πρόβλημα για την ηγεσία της χώρας και την κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη. Μετά από ώρες ο Κούρδος ηγέτης και οι συνοδοί του αντιλαμβάνονται πως θα πρέπει να αναζητήσουν εναλλακτικές λύσεις.

Κανονίζουν να ταξιδέψουν στη Ρωσία, καθώς είχαν λάβει σχετική πρόσκληση από τον Αλεξέι Μιτροφάνοφ, μέλος της Ρωσικής Δούμας. Μαζί τους θα συνταξιδέψει και ο Καλεντερίδης μετά από αίτημα του Οτσαλάν. Δεν θα μείνουν για πολύ. Από τη Ρωσία μεταβαίνουν στην Ιταλία αλλά και εκεί τα πράγματα είναι δύσκολα καθώς οι Τούρκοι πιέζουν αφόρητα την κυβέρνηση Νταλέμα να τον διώξει. Επιστρέφουν στη Μόσχα, αλλά το Κρεμλίνο πλέον δεν τους θέλει.

Η απαγωγή του Κούρδου ηγέτη από τη ΜΙΤ

Έτσι ξαναγυρίζουν στην Ελλάδα, την Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 1999. Οι μυστικές υπηρεσίες της Τουρκίας (ΜΙΤ) μαθαίνουν τα καθέκαστα (ενδεχομένως από τη CIA) και έκτοτε παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις. Μετά από ένα μεγάλο κατασκοπευτικό θρίλερ ο Οτσαλάν καταλήγει στις 2 Φεβρουαρίου στην ελληνική πρεσβεία της Κένυας και ζητάει πολιτικό άσυλο. Ο διοικητής της ΕΥΠ ζητάει από τον Καλεντερίδη να πετάξει έξω από το κτίριο τον Κούρδο ηγέτη. Εκείνος επικαλείται αδυναμία εκτέλεσης της εντολής. Όταν αποφασίζει να φύγει αναζητώντας αλλού καταφύγιο, πέφτει θύμα απαγωγής από άνδρες της ΜΙΤ. Θα οδηγηθεί στην Τουρκία, όπου μέχρι σήμερα βρίσκεται κρατούμενος σε ένα μικρό κελί στο νησί Ιμραλί, στη νότια Θάλασσα του Μαρμαρά, φρουρούμενος από δεκάδες ενόπλους. Είναι ο μοναδικός κρατούμενος εκεί.

Το PKK έχει σοκαριστεί από τις εξελίξεις. Στις 21 Μαρτίου 2013, η οργάνωση κήρυξε επίσημη παύση του πυρός με την Τουρκία. Οι άνδρες του Εργατικού Κόμματος θα συμμετάσχουν σε εχθροπραξίες ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος, όπως στην πολιορκία του Κομπάνε τον Σεπτέμβριο του 2014. Όμως μετά από βομβαρδισμό θέσεών του από τουρκικές δυνάμεις τον Ιούλιο του 2015, το ΡΚΚ αρχίζει και πάλι τις επιθέσεις εναντίον στόχων στην Τουρκία.

Η πολιτική Ερντογάν και η αλλαγή στάσης

Όταν ανήλθε στην εξουσία ο Ταγίπ Ερντογάν εμφάνισε μια συναινετική διάθεση επίλυσης του Κουρδικού ζητήματος – ήταν η ίδια περίοδος που, εάν θυμάστε, γινόντουσαν βήματα καλής θελήσεως και προς την Ελλάδα. Στην πορεία όμως άλλαξε πολιτική (όπως και έναντι ημών) και δήλωσε πως απώτερος σκοπός του είναι να εξαλείψει το Κουρδικό Εργατικό Κόμμα. Το 2016 ανάγκασε τα φιλοκουρδικά μέσα μαζικής ενημέρωσης να σταματήσουν τη λειτουργία τους, απέλυσε πάνω από 11.000 εκπαιδευτικούς λόγω υποτιθέμενων συσχετισμών τους με το ΡΚΚ, ενώ τουλάχιστον 24 κυβερνητικοί υπάλληλοι αντικατέστησαν Κούρδους δημάρχους στη χώρα. Παράλληλα φροντίζει με κάθε τρόπο να απομακρύνει τους αντάρτες από τα ανατολικά σύνορα της χώρας του, εγκαθιστώντας στη συνοριογραμμή Σύριους πρόσφυγες. Παρ’ όλα αυτά οι Κούρδοι εξακολουθούσαν να μάχονται για τη δημιουργία κάποια στιγμή στο μέλλον ενός δικού τους κράτους.

Το τέλος μιας εποχής;

Η σημερινή ανακοίνωση του Κουρδικού Εργατικού Κόμματος (ΡΚΚ) για τον τερματισμό του ένοπλου αγώνα και τη διάλυση της οργανωμένης στρατιωτικής του πτέρυγας σηματοδοτεί το τέλος μιας ιστορικής εποχής, αλλά και την αρχή μιας άγνωστης επόμενης ημέρας για το κουρδικό ζήτημα. Μετά από δεκαετίες συγκρούσεων, διώξεων και θυμάτων, το ερώτημα που προκύπτει είναι αν αυτή η κίνηση μπορεί να ανοίξει έναν νέο κύκλο πολιτικής διεκδίκησης, ειρηνικού αγώνα και –ίσως κάποτε– συνεννόησης. Παρά τις παλινωδίες και τις σκληρές πολιτικές των εκάστοτε κυβερνήσεων, το κουρδικό αίτημα για αξιοπρέπεια, αυτοδιάθεση και ισότιμη συμμετοχή παραμένει μετέωρο. Ίσως λοιπόν η σίγαση των όπλων να είναι η αρχή για να ακουστούν επιτέλους οι λέξεις.