Ο Χριστόφορος Κολόμβος γεννήθηκε στη Γένοβα το 1451, μεγαλύτερος γιος του Δομίνικου Κολόμβου και της Σουζάνα Φονταναρόσα. Ως νεαρός, ο Κολόμβος εργαζόταν στην οικογενειακή επιχείρηση του πατέρα του, στην επεξεργασία και πώληση μαλλιού. Όμως, τελικά, στράφηκε στη θάλασσα και αφιερώθηκε στη θαλασσινή ζωή ήδη από τα εφηβικά του χρόνια.

Το 1474 ο Κολόμβος επιβιβάστηκε ως ναύτης σε ένα πλοίο με προορισμό τη Χίο. Αυτό ήταν το πρώτο του μεγάλο ταξίδι και αποδείχθηκε επικερδές, καθώς απέκτησε οικονομική ανεξαρτησία από την οικογένειά του. Ο Κολόμβος παρέμεινε στη Χίο ένα χρόνο και σίγουρα δεν έμεινε ανεπηρέαστος από τον πολιτικό, εμπορικό και θρησκευτικό αναβρασμό που επικρατούσε στην περιοχή.

Το 1477 ο Κολόμβος εγκαταστάθηκε στη Λισαβόνα, όπου ανθούσε μία μεγάλη κοινότητα Γενοβέζων. Σύντομα τον ακολούθησε και ο αδερφός του, Βαρθολομαίος, για να εργαστεί ως χαρτογράφος και να μελετήσει γεωγραφία. Οι δύο αδερφοί εργάζονταν ως σχεδιαστές σε εργαστήριο κατασκευής χαρτών και ως συλλέκτες βιβλίων.

Συνέχιζε φυσικά να ταξιδεύει σε όλο τον γνωστό τότε κόσμο. Ανάμεσα στα ταξίδια του συνάντησε και παντρεύτηκε τη Φελίπα Περεστρέλο ε Μονίζ, που προερχόταν από μία σχετικά φτωχή αλλά ευγενικής καταγωγής οικογένεια. Αμέσως μετά τον γάμο του, το 1478 ή 1479, το ζευγάρι μεταφέρθηκε στο Πόστο Σάντο στα Νησιά της Μαδέρας, όπου ο αδερφός της Φελίπα είχε αναλάβει τη διοίκηση, κληρονομώντας τη θέση από τον πατέρα του. Λίγο μετά γεννήθηκε ο γιος τους, Ντιέγκο, το 1480 ή 1481. Ο Κολόμβος και η Φελίπα μετακόμισαν σε ένα μεγαλύτερο νησί της Μαδέρας. Πιστεύεται ότι η σύζυγος του Κολόμβου πέθανε λίγο αργότερα.

Τα επόμενα χρόνια ήταν γεμάτα από ταξίδια. Η εμπειρία όλων αυτών των χρόνων οδήγησε τελικά στη γέννηση του σχεδίου του να φθάσει στην Ανατολή πηγαίνοντας δυτικά, αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε «Επιχείρηση των Ινδιών». Χάρη στον γάμο του με τη Φελίπα, της οποίας η οικογένεια ανήκε στην τάξη των Πορτογάλων ευγενών, ο Κολόμβος απέκτησε πρόσβαση όχι μόνο στην πορτογαλική αυλή και στον βασιλιά, αλλά και σε μια εκτεταμένη συλλογή χαρτών του πατέρα της Φελίπα. Αν και σχετικά φτωχή, η οικογένεια είχε διατηρήσει τις επαφές της με την αυλή, ενώ στα χαρτιά του αποθανόντος κυβερνήτη, ο Κολόμβος βρήκε ένα θησαυρό πληροφοριών συμπεριλαμβανομένων χαρτών, σχεδιαγραμμάτων για τα ωκεάνια ρεύματα, συνεντεύξεων με ναύτες κ.ά.

Στη διαμόρφωση του σχεδίου του συνέβαλαν η σχέση του με τη γενοβέζικη κοινότητα στη Πορτογαλία, αλλά και οι συναναστροφές του με Ιταλούς και Πορτογάλους εμπόρους. Επέκτεινε με αυτό τον τρόπο τις γνώσεις του για τον Ατλαντικό Ωκεανό. Μετά από οχτώ χρόνια ναυτικής εμπειρίας στον Ατλαντικό και πρόσβασης σε όλη τη σχετική βιβλιογραφία της εποχής, ο Κολόμβος ήταν πεπεισμένος ότι μπορούσε να φτάσει στην Άπω Ανατολή σαλπάροντας δυτικά.

Για ένα τόσο μεγάλο ταξίδι, όμως, έπρεπε να βρεθεί χρηματοδότης. Για έναν εξερευνητή του 15ου αιώνα, η βασιλική χορηγία ήταν αναγκαιότητα, όχι επιλογή. Ποιος άλλος από τον μονάρχη θα μπορούσε να προωθήσει την κυριαρχία, να νομιμοποιήσει την ανακάλυψη, να συνάψει διπλωματικές σχέσεις, να αποικίσει τη γη, να προστατεύσει και να υπερασπίσει την νέα αποικία, να φτιάξει νόμους, να επιβλέψει την εκμετάλλευση των πόρων και να δημιουργήσει μια υπερπόντια κυβέρνηση; Είναι κάτι παραπάνω από σύμπτωση ότι η Εποχή των Ανακαλύψεων συνέπεσε με την εμφάνιση των πρώτων αμιγώς εθνικών κυβερνήσεων στη δυτική Ευρώπη. Αυτό που είχαν μάθει οι Πορτογάλοι, κατά τη διάρκεια των εξερευνήσεων του πρίγκιπα Ερρίκου, ήταν ότι για την προώθηση νέων εξερευνήσεων και ανακαλύψεων απαιτούνταν μια ισχυρή πολιτική και στρατιωτική βάση. Επιπροσθέτως, απαραίτητη για την επιτυχία οποιασδήποτε εμπορικής επιχείρησης ήταν η υποστήριξη της αστικής τάξης. Στην πραγματικότητα, οι εξερευνητές συχνά υπηρετούσαν ως πράκτορες της αστικής τάξης με βασιλική συγκατάθεση.

Η απόφαση του Κολόμβου να αναζητήσει βασιλική προστασία στην Πορτογαλία φαινόταν καλή ιδέα. Ο πορτογαλικός θρόνος, με κάποιες διακοπές, είχε ενθαρρύνει και υποστηρίξει τις εξερευνήσεις για παραπάνω από ένα αιώνα, και σχεδόν όλες οι νέες ανακαλύψεις στον Ατλαντικό ανήκαν στους Πορτογάλους. Επιπλέον, ήταν γνωστό ότι ο μονάρχης που βασίλευε, ο Γεώργιος Β’, είχε προσωπικά δεσμευτεί να ανακαλύψει την θαλάσσια οδό που θα οδηγούσε απευθείας στον Ινδικό Ωκεανό και την Άπω Ανατολή. Το ανεκπλήρωτο όνειρο του πρίγκιπα Ερρίκου να περιπλεύσει την Αφρική έγινε ένα από τα πάθη του βασιλιά Γεωργίου Β’. Εξάλλου, ο βασιλιάς ήταν ανένδοτος στην υποστήριξή του στο αφρικανικό εμπόριο και τον εκχριστιανισμό των ιθαγενών.

Σύμφωνα με την παράδοση, το 1484 ο βασιλιάς άκουσε την πρόταση του Κολόμβου να σαλπάρει με προορισμό την Ανατολή πηγαίνοντας δυτικά και παρέπεμψε την υπόθεση στο Συμβούλιο για τις Γεωγραφικές Υποθέσεις. Μετά από μία δημόσια ακρόαση, το Συμβούλιο απέρριψε το αίτημα, επιχειρηματολογώντας ότι ήταν πολύ ακριβό, ότι ο Κολόμβος ήταν μόνο ένας «οραματιστής», ότι είχε άδικο όσον αφορά στις αποστάσεις και τις μετρήσεις, ότι στην Δύση βρίσκονταν μόνο ανάξιοι λόγου «βράχοι», και ότι τέτοιο σχέδιο ήταν αντίθετο με τη δέσμευση της Πορτογαλίας να βρει έναν ανατολικό δρόμο για την Κίνα, περιπλέοντας την Αφρική.

Μετά την αποτυχία του να βρει υποστήριξη από τις βασιλικές αυλές της Πορτογαλίας, της Γαλλίας και της Αγγλίας, ο Κολόμβος πήρε το γιο του και μετακόμισε στην Ισπανία, το 1485. Επίμονος όπως ήταν, η πρόθεσή του ήταν να προσεγγίσει τους Ισπανούς μονάρχες και να τους εκθέσει το σχέδιό του.

Μία από τις πρώτες στάσεις του Κολόμβου στην Ισπανία ήταν το μοναστήρι Λα Ραμπίντα. Εκεί ο Κολόμβος βρήκε ένθερμη υποστήριξη από τους καλόγερους, μερικοί από τους οποίους έγιναν οι πιο πιστοί οπαδοί του σχεδίου του. Μέσω αυτών γνωρίστηκε με ισχυρούς ευγενείς, οι οποίοι τον συνέστησαν στην αυλή του Φερδινάνδου και της Ισαβέλλας.

Απ’ ό,τι φαίνεται, ο Κολόμβος μετακόμισε στη Σεβίλη το 1485 και στο διάστημα μεταξύ Μαΐου 1486 και Σεπτεμβρίου 1487, συντηρούνταν με έξοδα της βασίλισσας. Αν και ενδιαφερόταν για τις ιδέες του, το βασιλικό ζεύγος ήταν πολύ απασχολημένο με τη διεξαγωγή πολέμων και την εδραίωση της εξουσίας για να λάβει σοβαρά υπόψη το σχέδιό του. Τελικά, το 1487, ο Κολόμβος παρουσίασε την ιδέα του σε μία επιτροπή από ειδικούς που κλήθηκε να ακούσει την υπόθεση. Οι αποκαλούμενοι «Σοφοί της Σαλαμάνκα» ήγειραν πληθώρα αντιρρήσεων και στο τέλος απέρριψαν το σχέδιο. Μεταξύ των λόγων της απόρριψης ήταν ότι ο ωκεανός ήταν πολύ μεγάλος για να τον διασχίσει κανείς.

Σε αυτά τα «χρόνια της μεγάλης αγωνίας», όπως αποκαλούσε ο Κολόμβος τα χρόνια που ξόδεψε κάνοντας αιτήσεις στους μονάρχες, το 1492 πρέπει να φαινόταν ανέλπιδο. Βρισκόταν χωρίς κεφάλαιο, όλες του οι αιτήσεις είχαν απορριφθεί από την αυλή και τώρα είχε δύο γιους να συντηρεί, τον Ντιέγκο και τον Φερνάνδο, που γεννήθηκε από τον δεσμό του με την Μπεατρίς Ενρίκες ντε Αράνα.

Τις τελευταίες εβδομάδες του 1491, ο Κολόμβος έκανε μια τελική αίτηση. Και πάλι το σχέδιό του απορρίφθηκε. Αν και είχε κατορθώσει να καταρρίψει τις αμφιβολίες πολλών επιστημονικών συμβούλων και ακαδημαϊκών, αυτή τη φορά η απόρριψη οφειλόταν κυρίως στις υπερβολικές απαιτήσεις του για τίτλους, αποδοχές και ανταμοιβές. Η απαίτηση του για πληρωμή (ένα δέκατο όλων των πλούτων των Ινδιών, τον βαθμό του Ναυάρχου του Ωκεανού και τον τίτλο του Αντιβασιλέα και Κυβερνήτη των Ινδιών) προκάλεσε την ευθεία άρνηση των μοναρχών. Τελικά, ο θησαυροφύλακας του Φερδινάνδου έπεισε τον βασιλιά να αναιρέσει την απόφασή του. Μετά από αρκετές εβδομάδες διαπραγματεύσεων, ο Κολόμβος έφυγε για το Πάλος ντε λα Φροντέρα τον Απρίλιο του 1492.

Την αποστολή του Κολόμβου αποτελούσαν δύο καραβέλες (μικρά ελαφρά πλοία), το Pinta και το Santa Clara, πιο γνωστό ως Nipa, και μία ναυρχίδα, ονόματι Santa Marνa. Τα πλοία μετέφεραν προμήθειες ενός χρόνου, σε μία εποχή όπου δύο εβδομάδες στη θάλασσα θεωρούνταν μεγάλο ταξίδι. Σαν σήμερα, στις 3 Αυγούστου 1492, ο στολίσκος ξεκίνησε το ταξίδι του προς τη Δύση. Μετά από μια στάση στις Κανάριους Νήσους, στις 6 Σεπτεμβρίου, άφησε πίσω του τον γνωστό κόσμο. Στις 12 Οκτωβρίου, 2 ώρες μετά τα μεσάνυχτα, ο Ροντρίγκο ντε Τριάνα, από το παρατηρητήριο του Pinta φώναξε «στεριά». Την αμοιβή που δικαιούνταν αυτός που πρωτοέβλεπε ξηρά, κατακράτησε ο Κολόμβος ισχυριζόμενος ότι πρώτος είδε φώτα κατά τη διάρκεια της νύχτας.

Μια νέα εποχή άρχισε για την ανθρωπότητα, στις 12 Οκτωβρίου 1492. Ο Κολόμβος ύψωσε το βασιλικό λάβαρο και σύντομα οι περίεργοι ιθαγενείς βγήκαν από τις κρυψώνες τους και χαιρέτησαν τους επισκέπτες. Το μέρος της άφιξης του Κολόμβου παραμένει αντικείμενο διαμάχης. Ο Κολόμβος διεκδίκησε το νησί εν ονόματι του Φερδινάνδου και της Ισαβέλλας και το ονόμασε Σαν Σαλβαδόρ αλλά κανείς δεν γνωρίζει σίγουρα ποιο νησί ήταν. Περισσότερα από δέκα νησιά στις Μπαχάμες ταιριάζουν στην περιγραφή που έδωσε ο Κολόμβος στο ημερολόγιό του: μεγάλο, επίπεδο, με πράσινα δέντρα και πολύ νερό.

Οι ιθαγενείς ήταν φιλικοί και ανοιχτοί στο εμπόριο με τους ναύτες. Αντάλλασσαν τα πάντα με τα πάντα και δεν έδειχναν κανένα φόβο για τα ισπανικά σπαθιά. Ο Κολόμβος ονόμασε τους ιθαγενείς Ινδιάνους, καθώς πίστευε ότι είχε φτάσει στις Ινδίες. Την τρίτη μέρα, ο Κολόμβος πήρε μαζί του 6-7 «Ινδιάνους» ως οδηγούς και περιπλανήθηκε σε τρία ακόμη νησιά στις Μπαχάμες. Για τρεις μήνες, ο στολίσκος έπλεε στην Καραϊβική, επισκεπτόμενος νησιά, την ομορφιά των οποίων οι Ευρωπαίοι δεν έβρισκαν λόγια να περιγράψουν. Μέχρι το τέλος του μήνα, ο Κολόμβος έφτασε στην ακτή της Κούβας. Ήταν πεπεισμένος ότι η Ισπανιόλα, όπως είχε ονομάσει τη στεριά στην οποία είχε φτάσει, ήταν η Ιαπωνία, ένα από τα μέρη που είχε εξυμνήσει ο Μάρκο Πόλο. Παρά το γεγονός ότι οι ντόπιοι οδηγοί του είπαν ότι ήταν νησί, ο Κολόμβος ήταν σίγουρος ότι η Κούβα ήταν ένα ακρωτήριο της μεγάλης χώρας Κατάι.

Τελικά οι Ισπανοί, εγκατέλειψαν την Καραϊβική για να επιστρέψουν στην Ευρώπη. Πίσω τους άφησαν 30 άνδρες, οι οποίοι δημιούργησαν τη Λα Ναβιδάδ, την πρώτη αποικία στον Νέο Κόσμο.

Με την επιστροφή του στην Ισπανία, ο Κολόμβος γνώρισε τη δόξα. Περιέγραψε το ταξίδι και τα εξωτικά μέρη που είχε επισκεφθεί και του αποδόθηκαν όλες οι ανταμοιβές και οι τίτλοι που είχε ζητήσει. Έλαβε 1.000 δουβλόνια και έγινε «Ναύαρχος των Ωκεανών». Ο Κολόμβος παρότρυνε τους Ισπανούς βασιλείς να εξοπλίσουν μια δεύτερη αποστολή και τους υποσχέθηκε χρυσό, πλούτη, και εκχριστιανισμό των ιθαγενών. Ο Ναύαρχος αυτή τη φορά δεν δυσκολεύτηκε να πείσει τον ισπανικό θρόνο να χρηματοδοτήσει στο δεύτερο ταξίδι.

Για να αποτρέψει τυχόν πορτογαλικές διεκδικήσεις, φθάνοντας στην Ισπανία, ο Κολόμβος έστειλε επιστολή στον Πάπα Αλέξανδρο ΣΤ’, περιγράφοντας τις ανακαλύψεις του με όλες τις λεπτομέρειες που θεωρούσε ότι μπορεί να αποκαλύψει. Μια παπική βούλλα εκδόθηκε τον Μάιο του 1493 αποδίδοντας τον έλεγχο όλων των ανακαλύψεων του Κολόμβου στους μονάρχες της Ισπανίας.

Το δεύτερο ταξίδι του ξεκίνησε από το Καντίθ στις 25 Σεπτεμβρίου 1493. Αυτή τη φορά τον στόλο αποτελούσαν 17 πλοία και περίπου 1.200 άποικοι. Η αποστολή του ήταν να επιστρέψει στη Λα Ναβιδάδ της Ισπανιόλα, για να αντικαταστήσει τους άνδρες που είχε αφήσει πίσω, να εγκαταστήσει περισσότερους άποικους στα νησιά και να κάνει περαιτέρω ανακαλύψεις.

Μετά από 22 μέρες ταξιδιού, ο Κολόμβος έφτασε στις Μικρές Αντίλλες, και αφιέρωσε δύο εβδομάδες στην ανακάλυψη και εξερεύνηση των νησιών του συγκροτήματος των Αντιλλών. Φτάνοντας στην Ισπανιόλα, στα τέλη Νοεμβρίου, το πλοίο του Κολόμβου έριξε μια κανονιά για να χαιρετήσει τους αποίκους, αλλά κανένας δεν ανταπέδωσε τον χαιρετισμό. Έντρομοι ανακάλυψαν ότι η Λα Ναβιδάδ είχε καταστραφεί συθέμελα και ότι ο πληθυσμός της είχε σφαγιαστεί. Αν και κανείς δεν ξέρει τι έγινε στην Λα Ναβιδάδ, η πιο δημοφιλής θεωρία θέλει τους ντόπιους να την καταστρέφουν από αηδία για την απληστία και την πλεονεξία των αποίκων. Μια νέα πόλη, η Ισαβέλλα, κατασκευάστηκε σε κοντινή απόσταση.

Ο Κολόμβος δίσταζε να γράψει στους μονάρχες για την καταστροφή της Λα Ναβιδάδ και αποφάσισε την οργάνωση αποστολής προς αναζήτηση χρυσού. Όταν η αναζήτηση δεν απέδωσε τα αναμενόμενα, ο Κολόμβος προχώρησε στην τακτική της υποχρεωτικής εργασίας. Η υποδούλωση των ιθαγενών δεν ήταν στους στόχους της αποστολής και θεωρούνταν προσβλητική για τη βασίλισσα, όμως ο Κολόμβος δικαιολόγησε τον εξανδραποδισμό των Ινδιάνων ως κερδοφόρο διαδικασία.

Πριν επιστρέψει στην Ισπανία, το 1496, ο Κολόμβος εξερεύνησε περισσότερο την Κούβα και ανακάλυψε την Τζαμάικα. Ήταν αποφασισμένος να αποδείξει ότι η Κούβα ανήκε στην κυρίως χώρα της Ασίας και ότι ήταν μέρος της αυτοκρατορίας των Μογγόλων Χαν. Αν και ποτέ δεν ολοκλήρωσε την περίπλευση του νησιού, υποχρέωσε τους άνδρες του να πάρουν επίσημο όρκο ότι επρόκειτο για ακρωτήρι της Ασίας.

Οι σχέσεις ανάμεσα στους Ισπανούς και τους ιθαγενείς άρχισαν να χειροτερεύουν, καθώς οι πρώτοι επιτίθονταν στα ντόπια χωριά προς αναζήτηση πλούτου. Η ανάθεση της κυβέρνησης στη νέα πόλη στον αδερφό του, Ντιέγκο, συνέβαλε στα προβλήματα του Κολόμβου με τους αποίκους. Ο Ντιέγκο δεν είχε διοικητικές ικανότητες και υπήρχαν επαναλαμβανόμενες εκδηλώσεις εναντίον της αναποτελεσματικής διοίκησής του. Μερικοί άποικοι άρχισαν να στέλνουν γράμματα σε συγγενείς και διοικητικούς υπαλλήλους στην Ισπανία παραπονούμενοι για τις συνθήκες και την ηγεσία. Τον Οκτώβριο του 1495, ένας Ισπανός αξιωματούχος έφθασε με ένα βασιλικό έγγραφο για να ερευνήσει τις κατηγορίες που είχαν γίνει εναντίον του Αντιβασιλέα Κολόμβου. Στις 10 Μαρτίου 1496, ο Κολόμβος δεν είχε άλλη επιλογή από το να επιστρέψει ελπίζοντας ότι θα αποτρέψει τις βασιλικές έρευνες σχετικά με τα παράπονα των αποίκων. Νωρίτερα τον ίδιο χρόνο, είχε συγκεντρώσει τα πρώτα πλούτη στην Ισπανιόλα. Παίρνοντας μέρος σε μια αποστολή στο εσωτερικό, ο Κολόμβος και οι άντρες του είχαν υποχρεώσει τους κατοίκους της περιοχής να συγκεντρώσουν χρυσό. Μέσα σε λίγες μέρες είχε μαζέψει περίπου 10 κιλά του πολύτιμου μετάλλου.

Οι βασιλείς υποδέχτηκαν φιλικά τον Κολόμβο και άκουσαν με ενδιαφέρον την ιστορία του για την ανακάλυψη νέων νησιών με μεγάλες προοπτικές. Ο Κολόμβος συνέχιζε να έχει την εύνοιά τους, άλλα έπρεπε να περιμένει ένα χρόνο μέχρι να πάρει έγκριση για ένα τρίτο ταξίδι.

Έχοντας καθαρίσει το όνομά του από τις κατηγορίες και έχοντας την πλήρη εμπιστοσύνη των μοναρχών, ο Κολόμβος έφυγε ξανά με έξι πλοία στις 30 Μαΐου 1498. Αυτή τη φορά η αποστολή χωρίστηκε και ένα μέρος της πήγε στην Ισπανιόλα για να ενισχύσει τον αποικισμό, ενώ ο Κόλομβος συνέχισε νότια. Μετά την ανακάλυψη αρκετών νέων νησιών, ο Κολόμβος κατευθύνθηκε στην Ισπανιόλα, όπου είχε αφήσει τον άλλο του αδερφό, Βαρθολομαίο, για να κατασκευάσει μια νέα πρωτεύουσα. Όμως, όταν έφτασε, βρήκε μία χώρα σε πόλεμο. Δυο φατρίες είχαν δημιουργηθεί: αυτοί που ήταν πιστοί στην οικογένεια του Κολόμβου και αυτοί που είχαν ενωθεί από τον επαναστάτη Φρανσίσκο Ρολντάν, ο οποίος είχε διοριστεί δήμαρχος από τον Κολόμβο πριν ο τελευταίος επιστρέψει στην Ισπανία. Για να τερματίσει την επανάσταση, ο Αντιβασιλέας έπρεπε να συμφωνήσει στο αίτημα των εξεγερθέντων ότι καθένας θα έπαιρνε μία έκταση γης και τους Ινδιάνους που ζούσαν σε αυτή.

Οι συνθήκες όμως συνέχιζαν να χειροτερεύουν. Ανίκανος να φέρει την ειρήνη στο νησί, ο Κολόμβος ζήτησε από τους Ισπανούς βασιλείς να στείλουν ένα δικαστή για να χειριστεί την κατάσταση. Όντως, λίγο μετά έφθασε στον Νέο Κόσμο ο Φρανσίσκο ντε Μπομπαντίλα, κουβαλώντας μαζί του ένα διάταγμα που τον διόριζε κυβερνήτη των νησιών και της κυρίως χώρας των Ινδιών. Λίγο μετά την άφιξή του, ο Μπομπαντίλα κατάσχεσε το σπίτι και τα αρχεία του Κολόμβου και διέταξε τη σύλληψη του Κολόμβου και του αδερφού του. Οι δύο αδερφοί αλυσοδέθηκαν και στάλθηκαν στην Ισπανία. Ο Κόλομβος αρνήθηκε να του αφαιρεθούν οι αλυσίδες παρά μόνο όταν οι ίδιοι οι μονάρχες το ζητούσαν. Έφτασε στο Καντίθ τον Νοέμβριο του 1500. Οι βασιλείς διέταξαν την άμεση απελευθέρωση του Κολόμβου και του αδερφού του. Ο Κολόμβος αποζημιώθηκε με 2.000 δουκάτα και την επιστροφή όλων των αντικειμένων που του είχαν παρακρατηθεί, αλλά δεν επανέκτησε τους τίτλους του, ενώ ο Μπομπαντίλα αντικαταστάθηκε. Με τους τίτλους του ακυρωμένους, ο Κολόμβος πέρασε τα επόμενα δύο χρόνια στην απόγνωση και την ταπείνωση, γράφοντας το Βιβλίο των Προφητείων, στο οποίο ήθελε να αποδείξει ότι είχε επιλεχθεί από τον ίδιο τον Θεό για να φθάσει τη Χριστιανοσύνη στα «πέρατα της γης».

Στο μεταξύ, οι εξερευνήσεις συνεχίζονταν στην Καραϊβική, στον Ατλαντικό και τον Ινδικό Ωκεανό. Ο Πορτογάλος ναυτικός Βάσκο ντε Γκάμα, επέστρεψε από το επιτυχημένο του ταξίδι στην Ινδία διασχίζοντας τον Ινδικό Ωκεανό. Γαντζωμένος στην αρχική του θεωρία ότι τα νησιά που είχε ανακαλύψει ήταν μέρος του κόσμου που είχε περιγράψει ο Μάρκο Πόλο, ο Κολόμβος έμεινε μόνος στις πεποιθήσεις του.

Η επιτυχία των Πορτογάλων να βρουν ένα εμπορικό δρόμο που τους συνέδεε απευθείας με την Άπω Ανατολή, έδωσε μία νέα ευκαιρία στον Κολόμβο, καθώς οι Ισπανοί μονάρχες ήταν ξανά δεκτικοί στο όραμά του να βρει τον δρόμο για την Κατάι. Έτσι ο Κολόμβος προετοιμάστηκε για το τέταρτο ταξίδι του.

Οι βασιλείς κατέστησαν σαφές στον γηραιό πια ναυτικό ότι στόχος του ήταν η αναζήτηση χρυσού, ασημιού, πολύτιμων λίθων και άλλων θησαυρών. Πάνω απ’ όλα όμως, από φόβο για τυχόν αναταραχές, απαγόρευσαν στον Κολόμβο να επιστρέψει στην Ισπανιόλα, παρά μόνο αν ήταν αναγκαίο κατά την επιστροφή του στην Ισπανία. Μεταξύ των 150 ανδρών που επέβαιναν στα τέσσερα πλοία της αποστολής, βρίσκονταν ο γιος του, Φερνάνδος, και ο αδερφός του, Βαρθολομαίος. Όμως αυτό που ξεκίνησε με την ευθυμία για την ταχύτερη πλεύση, μόλις 20 μέρες, κατέληξε με την απώλεια όλου του στόλου στις ακτές της Τζαμάικα. Στις 7 Νοεμβρίου 1504, ο Κολόμβος επέστρεψε στην Ισπανία.

Λίγο μετά την άφιξη του στην Ισπανία, η βασίλισσα Ισαβέλλα πέθανε. Εξασθενημένος από τους ρευματισμούς, τις κακουχίες και χρόνια κακής διατροφής, ο Κολόμβος έφθασε πολύ άρρωστος από το τελευταίο του ταξίδι και πέρασε πολλούς μήνες αναρρώνοντας στη Σεβίλη. Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο της ζωής του, τον αφιέρωσε προσπαθώντας να ανακτήσει τους χαμένους τίτλους του κυβερνήτη και αντιβασιλέα. Έγραφε επιστολές, έκανε αιτήσεις στον θρόνο και έπειθε τρίτους να μεσολαβήσουν εκ μέρους του. Τον Μάιο του 1505, ο Φερδινάνδος δέχθηκε να ακούσει τις διεκδικήσεις του Κολόμβου. Αν και δεν του επέστρεψε τους τίτλους, ο βασιλιάς επέτρεψε την επιδιαιτησία για τις οικονομικές απαιτήσεις. Τελικά, το μερίδιο του Κολόμβου επικυρώθηκε στο 10% του βασιλικού ενός πέμπτου. Στα τέλη του 1505, ο Κολόμβος αρρώστησε βαριά και στις 20 Μαΐου 1506 απεβίωσε.

Ο αγώνας της οικογένειας του Κολόμβου συνεχίστηκε και μετά τον θάνατό του. Τελικά, το 1508 ο Φερδινάνδος διόρισε τον Ντιέγκο κυβερνήτη της Ισπανιόλα. πηγή: focus