Τα τελευταία χρόνια, ο τρόπος με τον οποίο συγκροτείται ο πλούτος των ελληνικών νοικοκυριών παρουσιάζει αξιοσημείωτες μεταβολές. Παρότι η ακίνητη περιουσία εξακολουθεί να αποτελεί τον βασικό άξονα συσσώρευσης αξίας, νέες τάσεις και πιο ενεργή συμμετοχή στα χρηματοοικονομικά προϊόντα δείχνουν ότι η εικόνα γίνεται σταδιακά πιο σύνθετη. Η πρόσφατη ανάλυση της Alpha Bank, αξιοποιώντας στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, φωτίζει αυτή την εξέλιξη και αναδεικνύει πού κατευθύνεται ο πλούτος των νοικοκυριών.

Το πρώτο τρίμηνο του 2025, ο ακαθάριστος πλούτος στην Ελλάδα ξεπέρασε το 1 τρισ. ευρώ –ένα επίπεδο που είχε να εμφανιστεί από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας. Η ενίσχυση αυτή συνδέεται τόσο με την άνοδο των τιμών των ακινήτων όσο και με την ευρύτερη βελτίωση της οικονομικής δραστηριότητας, αλλά και με την αυξανόμενη διάθεση των νοικοκυριών να συμμετέχουν σε επενδυτικά προϊόντα χαμηλής ή μέσης επικινδυνότητας.

Πηγαίνοντας πίσω στο 2018, χρονιά κατά την οποία η οικονομία επανέκαμπτε μετά τη μεγάλη κρίση, ο συνολικός πλούτος υπολογιζόταν σε περίπου 0,8 τρισ. ευρώ. Τότε, το μεγαλύτερο μέρος ανήκε στα ακίνητα, αντικατοπτρίζοντας την ισχυρή κουλτούρα ιδιοκατοίκησης που διαχρονικά χαρακτηρίζει τη χώρα. Μέσα σε επτά χρόνια, ο πλούτος έχει ενισχυθεί κατά άνω των 200 δισ. ευρώ, με το ποσοστό των χρηματοοικονομικών στοιχείων να αυξάνεται σταδιακά, φθάνοντας πλέον το ένα τρίτο του συνολικού πλούτου.

Για το 90% των ελληνικών νοικοκυριών, τα ακίνητα συνεχίζουν να αποτελούν τη βασική πηγή οικονομικής ασφάλειας και πλούτου. Σε πολλές περιπτώσεις, η κατοχή μιας κατοικίας ή ενός επιπλέον ακινήτου λειτουργεί ως το κύριο μέσο αποταμίευσης και προστασίας από οικονομικές αναταράξεις. Οι καταθέσεις και οι περιορισμένες μορφές επιχειρηματικού χρηματοοικονομικού πλούτου συμπληρώνουν το προφίλ αυτό, χωρίς όμως να ξεπερνούν τον ρόλο της ακίνητης περιουσίας.

Αντίθετα, για το «πλουσιότερο» 10% του πληθυσμού, η εικόνα διαφέρει σημαντικά. Σε αυτή την κατηγορία, η συμμετοχή των χρηματοοικονομικών επενδύσεων είναι πολύ μεγαλύτερη: μετοχές, ομόλογα, αμοιβαία κεφάλαια και ασφαλιστικά προϊόντα ζωής αποτελούν σημαντικό τμήμα των περιουσιακών στοιχείων που διατηρούν, ανεβάζοντας το μερίδιό τους στο 45% του συνολικού πλούτου. Το γεγονός αυτό δείχνει έναν πιο ενεργό τρόπο διαχείρισης και διαφοροποίησης του οικονομικού χαρτοφυλακίου.

Η σύγκριση με την ευρωζώνη αποκαλύπτει τόσο κοινές τάσεις όσο και διακριτές διαφορές. Στα περισσότερα κράτη-μέλη, τα ακίνητα παραμένουν σημαντικός παράγοντας στη διάρθρωση του πλούτου, αν και το ποσοστό τους είναι ελαφρώς χαμηλότερο από αυτό της Ελλάδας για τη μεγάλη μάζα των νοικοκυριών. Παράλληλα, οι Ευρωπαίοι εμφανίζουν μεγαλύτερη εξοικείωση με χρηματοοικονομικά προϊόντα, ενώ τα ασφαλιστικά προγράμματα ζωής κατέχουν χαρακτηριστικά μεγαλύτερο ρόλο. Σε ορισμένες χώρες, μάλιστα, αποτελούν βασικό εργαλείο μακροχρόνιας αποταμίευσης, επηρεάζοντας αισθητά το συνολικό πλούτο.

Οι διαφορές αυτές αντανακλούν ποικίλες οικονομικές κουλτούρες, βαθμούς εμπιστοσύνης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και διαφορετικές στρατηγικές εξασφάλισης. Στην Ελλάδα, η ιδιοκτησία κατοικίας παραμένει κεντρικός πυλώνας σταθερότητας, ενώ στην ευρωζώνη το βάρος κατανέμεται πιο ισόρροπα μεταξύ ακινήτων και επενδυτικών προϊόντων.

Η συνολική εικόνα δείχνει ότι, παρά την παραδοσιακή προσήλωση στην ακίνητη περιουσία, τα ελληνικά νοικοκυριά κινούνται σταδιακά προς ένα πιο πολυδιάστατο μοντέλο πλούτου, με αυξανόμενη σημασία για τις χρηματοοικονομικές επιλογές που άλλοτε θεωρούνταν δευτερεύουσες.