Θα μπορούσε να είναι προϊόν μυθοπλασίας, αφού γύρω του συνυπάρχουν θρύλοι, φήμες, ιστορίες για θησαυρούς που δεν έχουν ανακαλυφθεί, για… κατσίκες, κέντρα ευεξίας αλλοτινών εποχών και περιπέτειες που εκτυλίχθηκαν στη διάρκεια του 19ου αιώνα.

Ο πυρήνας του, ωστόσο, είναι στέρεος και αντέχει στο πέρασμα του χρόνου, κουβαλώντας ιστορίες που μέχρι σήμερα κεντρίζουν την περιέργεια των πολιτών.

Ο λόγος για τη γέφυρα των αιγών (Kozja cuprija) που βρίσκεται στον ποταμό Μιλιάκα (Miljacka) στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και χρησιμοποιείτο στο παρελθόν ως μία από τις δύο κύριες εισόδους στην πόλη του Σαράγεβο. Η γέφυρα κατασκευάστηκε με βασικό υλικό τους βράχους που βρίσκονταν στο σημείο όπου σήμερα βρίσκεται το κτίσμα και είχαν σχηματίσει ένα ογκώδες «τείχος» που δεν επέτρεπε το πέρασμα ανθρώπων και φορτίων, στην απέναντι όχθη του ποταμού.

Υπάρχουν δύο μύθοι σχετικά με τον τρόπο κατασκευής της γέφυρας. Ο πρώτος λέει ότι η γέφυρα χτίστηκε από έναν φτωχό βοσκό τον Μέχο, οι γονείς του οποίου είχαν πεθάνει από επιδημία πανώλης. Ο ορφανός Μέχο ανατράφηκε από γείτονές του και τελειώνοντας τη φοίτησή του στο τοπικό γυμνάσιο, κάνοντας παράλληλα και τη δουλειά του βοσκού φροντίζοντας κατσίκες, ονειρευόταν να πάει στην Κωνσταντινούπολη.

Μια μέρα είδε ότι μία από τις κατσίκες του έσκαβε επίμονα σε ένα σημείο κάτω από ένα θάμνο και, παρατηρώντας το ζώο, αντιλήφθηκε ότι στο σημείο αυτό υπήρχαν ορισμένα πουγκιά με θησαυρό, η «μορφή» του οποίου παραμένει άγνωστη.

Το όνειρο του Μέχο μπορούσε να πάρει σάρκα και οστά. Ο νεαρός ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη, κατάφερε να προχωρήσει σε ανώτερα επίπεδα μόρφωσης και αποκτώντας κοινωνική καταξίωση, αποφάσισε να χτίσει μια γέφυρα ως «φόρο τιμής» στην κατσίκα που ανακάλυψε τον θησαυρό και του έδωσε την ευκαιρία να «χτίσει» τη ζωή του.

Ο άλλος μύθος λέει ότι δύο αδέρφια που ήταν βοσκοί, ο Σίναν και ο Μεχμέντ, βρήκαν με τη βοήθεια των κατσικιών που είχαν στο κοπάδι τους, θησαυρό κρυμμένο σε μια σπηλιά στο βουνό Τρέμπεβιτς και έχτισαν τη γέφυρα δίνοντάς της, αυτήν την ονομασία επειδή οι κατσίκες τους ήταν αυτές που οδήγησαν στην εύρεση του θησαυρού.

Η γέφυρα που εξακολουθεί, παρά το πέρασμα του χρόνου και τη φυσική φθορά, να στέκεται στον ποταμό Μιλιάκα, προσελκύει επισκέπτες όχι μόνο από τη χώρα, αλλά και από το εξωτερικό καθώς, πέρα από τις δύο εκδοχές για την κατασκευή της, υπάρχει και η ιστορία γύρω από την ονομασία της.

Η επικρατέστερη εκδοχή για το πώς η γέφυρα πήρε αυτή την ονομασία, γυρνά το χρόνο πίσω στο 1884 όταν ο Αυστριακός Γιόζεφ Ντα Ρίβα που μόλις είχε μετακομίσει στο Σαράγεβο και είχε χτίσει σπίτι και ταβέρνα κοντά στον ποταμό, το 1889 αποφάσισε να φτιάξει και το δικό του οινοποιείο, συνδέοντάς το με το χώρο του εστιατορίου. Έτσι, έγινε ο πρώτος που όχι μόνο σέρβιρε κρασί στην πόλη, αλλά είχε και το δικό του οινοποιείο το οποίο κατάφερε να κρατηθεί «ζωντανό» μέχρι το 1918.

Ο Αυστριακός πρωτοπόρος για την εποχή του επιχειρηματίας, φέρεται ότι ήταν ο «νονός» της γέφυρας, την οποία μάλιστα, αξιοποίησε και ως σημείο αναφοράς για μία άλλη του ιδέα που του απέφερε κέρδη και αναγνωρισιμότητα: Το πρώτο κέντρο ευεξίας στην ευρύτερη περιοχή που προσέλκυε επισκέπτες, καθώς πέρα από τα ιαματικά λουτρά, το φυσικό περιβάλλον ήταν τέτοιο, που μόνο γαλήνη μπορεί να προσφέρει.

Όποια και αν είναι τελικά η ιστορία της γέφυρας, όσοι και αν την έχτισαν, ό,τι και αν χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή της, το ζητούμενο είναι πως το κτίσμα αυτό παραμένει ένα από τα αξιοθέατα της ευρύτερης περιοχής που συνήθως αξιοποιείται στη διάρκεια ορειβατικών διαδρομών και αθλητικών εκδηλώσεων.