Ατενίζοντας τη γυάλινη επιφάνεια της Μεσογείου, η Τζούλια Μασέλος στεκόταν να απολαμβάνει, τον ουρανό σε μια βίαιη ροζ απόχρωση, τον πρωινό αέρα που χάιδευε τα μαλλιά της και το νερό που χτυπούσε νωχελικά στην ακτογραμμή. Τη θέα της πλαισίωναν απόκρημνα βουνά που κρατούσαν αυτό το κομμάτι του ουρανού από τον έξω κόσμο.

Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκε τον 16χρονο εαυτό της, η οποία, έχοντας μόλις μάθει τι είναι ο ψηφιακός νομάς, αποφάσισε ότι αυτή θα ήταν η ζωή της. Όπως συμβαίνει με κάθε όνειρο, υπήρχε ένα μικρό κομμάτι της που δεν πίστευε ότι θα συνέβαινε πραγματικά. Αλλά να τη, οκτώ χρόνια αργότερα, να το βιώνει στο έπακρο σε ένα απομακρυσμένο χωριό της Κρήτης.

Το να στέκεται στον κυματοθραύστη της παραλίας της Παχιάς Άμμου έγινε μια τακτική συνήθειά της κατά την εξάμηνης διάρκειας παραμονή της στην Κρήτη. Το χωριό, που βρίσκεται στη βορειοανατολική ακτή του μεγαλύτερου νησιού της Ελλάδας, φιλοξενεί μόλις μερικές εκατοντάδες κατοίκους. Και για ένα σύντομο, ιδιαίτερο χρονικό διάστημα, η Τζούλια ήταν μία από αυτούς.

Κάνοντας το χωριό της Κρήτης σπίτι της

Η 26χρονη έφτασε στην Παχιά Άμμο στα τέλη Ιουλίου του περασμένου χρόνου, με ένα σακίδιο πλάτης, μια ανοιχτή καρδιά και ελάχιστα άλλα βασικά πράγματα. Ένας φίλος ενός φίλου είχε συμφωνήσει να την αφήσει να μείνει μαζί του για όσο καιρό ήθελε. Επειδή δεν τον είχε γνωρίσει ποτέ, εξεπλάγην από τη γενναιοδωρία του. Αποδέχτηκε ευγενικά την προσφορά, η οποία εκ των υστέρων ίσως να μην είχε γίνει αν ήξερε ότι η Τζούλια θα κατέληγε, τελικά, να μείνει μέχρι τα Χριστούγεννα.

Οι δύο νέοι συγκάτοικοι τα βρήκανε σε χρόνο μηδέν, ανακαλύπτοντας κοινά ενδιαφέροντα, αξίες και ακόμη και το ίδιο black χιούμορ. Μέσα σε λίγες εβδομάδες και με περισσότερες από μερικές μπύρες, ήρθανε πολύ κοντά. Η ειρωνεία της κατάστασης -ο Ρωμαίος και η Τζούλια κάτω από την ίδια στέγη- δεν τους ξέφυγε. Πριν η Τζούλια ανακαλύψει κάθε πτυχή του, το κρητικό χωριό άρχισε να μοιάζει όλο και περισσότερο με το σπίτι της.

Εκείνη την εποχή, εργαζόταν για μια εταιρεία που λειτουργούσε πρώτα εξ αποστάσεως και ενθάρρυνε τους υπαλλήλους της να εργάζονται από οπουδήποτε λόγω της πανδημίας. Ζώντας σε ένα τόσο ειδυλλιακό μέρος -με την παραλία στο κατώφλι της και μια θάλασσα από ελαιόδεντρα και βουνά στην πίσω αυλή- ήταν εύκολο για τη Τζούλια να νιώσει ότι βρισκόταν σε μόνιμες διακοπές.

Καθώς εγκαταστάθηκε στο νέο της σπίτι, οι μέρες της απέκτησαν σιγά σιγά μια χαλαρή ρουτίνα, το είδος που έρχεται μόνο με τη δέσμευση σε έναν τόπο και χρόνο. Ήλεγχε τα πρωινά της emails στο σπίτι πριν πάει στο αγαπημένο της παραλιακό καφέ, το οποίο ήταν και το γραφείο της.

Από εκεί έστηνε διαφημιστικές καμπάνιες, επεξεργαζόταν το περιεχόμενο σε sites και επεξεργαζόταν στρατηγικές μάρκετινγκ. «Δοκιμάστε να αγχωθείτε ενώ είστε βουτηγμένοι στον ήλιο με τον ήχο των κυμάτων να σκάνε γύρω σας. Είναι πολύ δύσκολο», ομολογεί η ίδια.

Ο Ρωμαίος και εκείνη τελειώνανε τις δουλειές τους γύρω στις 4 το απόγευμα, ενώ τα μουντά απογεύματα κατέληγαν σε αεράτες καλοκαιρινές νύχτες παρέα με φίλους, συνήθως σε κάποιο γειτονικό χωριό.

Όσο ο καιρός ήταν ακόμη ζεστός, τεμπελιάζανε σε αμμώδεις παραλίες ή πηγαίνανε στην Παλαιοχώρα την ώρα του ηλιοβασιλέματος. «Αργότερα, καθώς ο καιρός άλλαζε (ναι, κάνει κρύο το χειμώνα!), βλέπαμε ταινίες ή αράζαμε σε ταβέρνες όπου γινόμασταν φίλοι με ντόπιους με μια παρτίδα τάβλι και ένα καραφάκι ρακί», εξηγεί στο euronews.com.

Ντόπια ή τουρίστρια τελικά;

Μια ερώτηση που η Τζούλια έκανε συχνά στον εαυτό της ήταν το αν νιώθει ντόπια ή τουρίστρια. Το να είσαι ψηφιακός νομάς, όπως η ίδια αφηγείται στο euronews.com, είναι μια μοναδική εμπειρία, επειδή ανήκεις ταυτόχρονα παντού και πουθενά. «Είσαι ένας χαμαιλέοντας που μπορεί να εγκατασταθεί σχεδόν οπουδήποτε στον κόσμο και να ενσωματωθεί, ως ένα βαθμό, στην τοπική κουλτούρα και κοινότητα».

«Κατά καιρούς, ένιωθα σαν ντόπια. Γνώρισα τους καταστηματάρχες. Πάλεψα με την ταχυδρομική υπηρεσία. Απομνημόνευσα τις στροφές των κρητικών δρόμων σε σημείο που ήξερα την ακριβή μας τοποθεσία με βάση τις βουνοπλαγιές που περνούσαμε».

Από την άλλη πλευρά, οι ψηφιακοί νομάδες δεν έχουν τη βιωμένη εμπειρία κάποιου που μεγάλωσε στον τόπο που επισκέπτεται. Οι τρόποι συμπεριφοράς και η πολιτιστική στάση είναι χαρακτηριστικά στοιχεία που μαρτυρούν ότι δεν είσαι ντόπιος. «Ως Βρετανίδα, πάλεψα με κάποια στοιχεία πολιτισμικού σοκ, τα οποία σίγουρα με έκαναν να αισθάνομαι περισσότερο τουρίστρια παρά ντόπια», συμπληρώνει η Τζούλια.

«Οι Έλληνες λατρεύουν να κάνουν ερωτήσεις για τη ζωή σας σε μια περιστασιακή συζήτηση και μερικές ήταν πολύ πιο προσωπικές από ό,τι είχα συνηθίσει στο Ηνωμένο Βασίλειο».

Σύμφωνα με την ίδια, η Ελλάδα εξακολουθεί, επίσης, να έχει μια αρκετά «μάτσο» κουλτούρα και η Κρήτη ακόμη περισσότερο. Ποτέ δεν ένιωσε ανασφαλής ως γυναίκα, αλλά βίωνε φαινομενικά συγκαταβατικά σχόλια από ηλικιωμένους άνδρες του χωριού ή είχε την αίσθηση ότι την αγνοούσαν στη συζήτηση υπέρ άλλων ανδρών.

«Ενώ ένιωθα θριαμβευτικά κάθε φορά που πλοηγούμουν από το σημείο Α στο Β χωρίς χάρτη, είμαι σίγουρη ότι οι ντόπιοι δεν με θεωρούσαν “μία από αυτούς”. Προσπαθούσα για κάποιου είδους επιβεβαίωση, επιθυμούσα την έγκριση και την αποδοχή των ντόπιων. Αλλά συνειδητοποίησα ότι το κυνήγι αυτής της αποδοχής και το να συγχωνευτώ με τους Κρητικούς γύρω μου, ακόμη και αν ήταν εφικτό, θα είχε ως κόστος τις δικές μου εμπειρίες, την κληρονομιά και τις ιστορίες μου -οι οποίες είναι πολύτιμες και αξίζει να τις μοιραστώ».

Από εκείνη τη στιγμή, ο στόχος άλλαξε. Δεν αναζητούσε πλέον την αποδοχή, αλλά αντίθετα αποφάσισε να αποκτήσει τη θέση της ως ψηφιακός νομάς -ένας ενδιάμεσος ανάμεσα στους ντόπιους και τους τουρίστες- με τις δικές της όμορφες εμπειρίες να μοιραστεί. Αυτή η αποδοχή της επέτρεψε να νιώσει την πραγματική ενσωμάτωση του πλήρους εαυτού της μέσα σε μια νέα κοινωνία και τελικά να έχει μια πιο αυθεντική εμπειρία με όλους όσους συνάντησε.

Η τέχνη του να κάνεις μια ξένη χώρα σπίτι σου

Η μετακόμιση σε ένα μέρος όπως η Παχιά Άμμος μπορεί να είναι πρόκληση. «Υπάρχουν πολλές νέες εμπειρίες που πρέπει να αντιμετωπίσετε -ένα γλωσσικό εμπόδιο, πολιτισμικές διαφορές, προσαρμογή στη ζωή του χωριού. Το να μπεις στο πετσί ενός τόπου χρειάζεται χρόνο, αλλά αυτή η σκληρή δουλειά αποδίδει με το πιο ικανοποιητικό συναίσθημα», τονίζει η Τζούλια.

Μια μέρα, οι άνθρωποι αρχίζουν να σας χαιρετούν στο δρόμο. Ο μπάρμαν ξέρει απ’ έξω την παραγγελία του καφέ σας. Αρχίζεις να αναγνωρίζεις πού βρίσκεσαι, μόνο και μόνο από την όψη των βουνών. Και αυτό –η τέχνη του να κάνεις μια ξένη χώρα σπίτι σου- μπορεί να είναι η μεγαλύτερη περιπέτεια απ’ όλες.