«Μaradona good. Pele better. George Best». Αυτό το ευφυολόγημα που χρησιμοποιείται συχνά για να συνοψίσει το ποδοσφαιρικό ταλέντο του Τζορτζ Μπεστ μπορεί να μοιάζει υπερβολικό, καθώς η καριέρα του δεν δικαίωσε τις προσδοκίες που δημιούργησαν οι τρομακτικές δυνατότητές του. Κι αν εκείνος αποφάσισε να ξοδευτεί στις χαρές μιας ζωής… άσωτης, η 14η Σεπτεμβρίου θα αποτελεί πάντα ορόσημο για το άθλημα, αφού τότε, πριν 49 χρόνια, πρωτοπαρουσιάστηκε στον ποδοσφαιρικό κόσμο ο χαρισματικός κύριος Μπεστ.

Η ανακάλυψή του
Είναι το 1961, όταν ενθουσιασμένος ο σκάουτερ Μπομπ Μπίσοπ στέλνει τηλεγράφημα στον προπονητή της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Ματ Μπάσμπι, αναφέροντας: «Νομίζω ότι σου βρήκα μια ιδιοφυία». Ο λόγος γίνεται για τον 15χρονο πιτσιρικά από το Μπελφαστ ονόματι Τζορτζ Μπεστ, ο οποίος καλείται να δοκιμαστεί στους «μπέμπηδες».

Ο νεαρός δείχνει αμέσως τις ιδιαιτερότητες του χαρακτήρα του, αφού μετά από μόλις δύο μέρες στο Μάντσεστερ, αισθάνεται νοσταλγία για το σπίτι του και τα παρατάει. Τελικά, το άδοξο τέλος μιας καριέρας που δεν είχε καν αρχίσει, αποφεύγεται χάρη στην επέμβαση του πατέρα του.

Τα πρώτα χρόνια
Ο Μπεστ ξαναγυρνάει στους «κόκκινους διαβόλους», με τους οποίους κάνει ντεμπούτο στις 14 Σεπτεμβρίου 1963 στο νικηφόρο με σκορ 1-0 ματς του «Ολντ Τράφορντ» απέναντι στη Γουέστ Μπρομ. Ο αστικός μύθος θέλει τον αντίπαλό του, Γκράχαμ Γουίλιαμς, μετά το παιχνίδι να του λέει: «Μπορείς να κάτσεις ένα λεπτό ακίνητος για να δω το πρόσωπό σου;». Όταν ο Μπεστ τον ρώτησε απορημένος «γιατί» εκείνος απάντησε: «Γιατί το μόνο που πρόλαβα να δω από σένα είναι η πλάτη σου καθώς εξαφανίζεσαι από μπροστά μου!».

Η δεύτερή του συμμετοχή έρχεται πάνω από τρεις μήνες μετά, στον αγώνα απέναντι στη Μπέρνλι. Η Γιουνάιτεντ νικά με σκορ 5-1 και ο Μπεστ πετυχαίνει το πρώτο του γκολ με την ομάδα.

Έκτοτε ο Μπάσμπι δείχνει ολοένα και περισσότερη εμπιστοσύνη στο πρόσωπό του. Μέχρι το τέλος εκείνης της χρονιάς ο 17χρονος μεσοεπιθετικός συμπληρώνει 26 εμφανίσεις, σκοράροντας 6 γκολ.

Η διεθνής αναγνώριση

Αν και στο νησί είχε ήδη γίνει γνωστός, η διεθνής αναγνώριση έρχεται σε ηλικία 20 ετών, όταν στις 9 Μαρτίου 1966 σκοράρει 2 γκολ στα προημιτελικά του Ευρωπαϊκού πρωταθλήματος απέναντι στη Μπενφίκα του Εουσέμπιο, στο 5-1 της Γιουνάιτεντ μέσα στη Λισσαβώνα.

Τα πορτογαλικά μέσα του αποδίδουν το παρατσούκλι «ο πέμπτος Μπιτλ» εξαιτίας της καλής του εμφάνισης και της νοοτροπίας… σταρ που είχε. Το ομορφόπαιδο από το Μπελφαστ λατρεύτηκε αμέσως από όλα τα media της εποχής και ο ίδιος φρόντισε να τα τροφοδοτεί με το ξέφρενο lifestyle του.

Αν και εκείνη τη χρονιά δεν καταφέρνει να στεφθεί πρωταθλητής Ευρώπης, αυτό το πετυχαίνει δύο χρόνια στον τελικό απέναντι και πάλι στους Πορτογάλους. Ο Μπεστ σκοράρει και πάλι, η Γιουνάιτεντ κερδίζει με 4-1 και ο ίδιος αναδεικνύεται ως ο καλύτερος Ευρωπαίος ποδοσφαιριστής για τη σεζόν. Τα 28 γκολ που σκοράρει την ίδια χρονιά (1967-68) στο πρωτάθλημα, τον καθιστούν τον πρώτο σκόρερ για τους «κόκκινους διαβόλους», τίτλο που θα διατηρήσει και για ακόμα τέσσερις σεζόν.

Η παρακμή
Από τα τέλη της δεκαετίας του ΄60 αρχίζει η σταθερή παρακμή του. Η αδυναμία του για το ξενύχτι, το αλκοόλ και τις γυναίκες φαίνεται πως υπερνικούν την αγάπη του για το ποδόσφαιρο. Ο Μπεστ γίνεται ασυνεπής στις προπονήσεις ενώ και στους αγώνες μόνο κάποιες εκλάμψεις του θυμίζουν την ποδοσφαιρική του ιδιοφυία. Η αποχώρηση του Ματ Μπάσμπι από την τεχνική ηγεσία της Γιουνάιτεντ αφήνει ουσιαστικά τον Μπεστ ανεξέλεγκτο, αφού κανένας από τους διαδόχους του δεν μπορεί να τον χαλιναγωγήσει.

Το 1972 αποφασίζει να αποχωρήσει από την ομάδα, αλλά το μετανιώνει και επιστρέφει στο «Ολντ Τράφορντ». Το οριστικό τέλος στη σχέση του με την Μάντσεστερ δίνεται τον Ιανουάριο του 1974, σε ηλικία μόλις 27 ετών, που αποτελεί ουσιαστικά και το τέλος της αξιόλογης καριέρας του. Έκτοτε βολοδέρνει σε απίθανους ποδοσφαιρικούς προορισμούς, όπως η Νότιος Αφρική (!), μέχρι να εγκαταλείψει τα γήπεδα στα 37 του χρόνια.

Ο απολογισμός
Σε σύνολο 470 εμφανίσεων με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ για όλες τις διοργανώσεις, ο Μπεστ πέτυχε 179 γκολ, εκ των οποίων τα 6 σε έναν αγώνα εναντίον της Νορθάμπτον. Κατέκτησε δύο πρωταθλήματα (1965, 1967), δύο «Charity Shield» τις ίδιες χρονιές, ενώ κέρδισε τη «Χρυσή Μπάλα» και το βραβείο για τον καλύτερο Ευρωπαίο ποδοσφαιριστή το 1968.

Η ταχύτητα, η τεχνική, η αντίληψη του παιχνιδιού, η ικανότητά του να πασάρει και να σκοράρει με τρόπους που έμοιαζαν απίθανοι, τον έχουν συγκαταλέξει στα σπουδαιότερα ταλέντα που έχει γνωρίσει ποτέ το άθλημα, παρότι η ουσιαστική σταδιοδρομία του δεν κράτησε παραπάνω από έξι χρόνια.

Άλλωστε και ο ίδιος ο Πελέ τον είχε χαρακτηρίσει ως τον αγαπημένο του ποδοσφαιριστή εκείνη την εποχή. Φιλοφρόνηση πάντως που δεν μπορεί να πει κανείς ότι ο Μπεστ ανταπέδωσε, αφού σε μια από τις περίφημες ρήσεις του, που συνοψίζουν και τη φιλοσοφία ζωής του, είχε δηλώσει: «Αν ήμουν άσχημος, κανείς δε θα είχε σήμερα ακουστά τον Πελέ…»

Κι αν το λαϊκό ρητό αναφέρει πως «άλλος έχει το όνομα και άλλος έχει τη χάρη», τα βίντεο αποδεικνύουν πως ο Μπεστ συνδύαζε και τα δύο: