«Μείναμε και μιλήσαμε με τους εισαγγελείς Ασπρογέρακα και Νικόπουλο περίπου τρεις ώρες και συζητήσαμε ακόμα και για τον Καζαντζάκη και τον Νίτσε. Οι εισαγγελείς ήταν φιλικοί μαζί μας και έδειχναν κατανόηση», δηλώνει ο Χρήστος Τσάκαλος, καταδικασμένος για συμμετοχή στην οργάνωση «Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς», στην «Εφημερίδα των Συντακτών».

Όπως σημειώνει ακόμη, έγινε απολύτως κατανοητή, μετά τη συζήτηση, η πρόθεση των ανακριτών να μην υπάρξουν συνέπειες για τη μητέρα και τη σύζυγο του αδελφού του, πέραν του πλημμελήματος της υπόθαλψης. Λίγες όμως ώρες αργότερα, οι κρατούμενοι πληροφορούνταν ότι οι δύο γυναίκες θα προφυλακιστούν.

Σε ερώτηση της εφημερίδας πού αποδίδει τη «μεταστροφή» του κλίματος απαντά πως «η δική μου γνώμη και βεβαιότητα είναι η τρομερή πίεση που ασκήθηκε από την Αντιτρομοκρατική. Ο πλήρης θρίαμβος της Αντιτρομοκρατικής σε βάρος συγγενών και φίλων μας, που απλά επέλεξαν να σταθούν δίπλα μας και να μην μας απομονώσουν. Τόσο απλά!».

Αναφερόμενος στην απεργία πείνας, σημειώνει πως «δεν θα σταματήσει μέχρι να λήξει η ομηρία των συγγενών μας. Μάλιστα, σύντομα θα ακολουθήσει και απεργία δίψας. Όλο το σκηνικό με το τρομοσόου, τις κάμερες, το τρέξιμο των δύο γυναικών με προτεταμένα τα όπλα ακόμα και μέσα στη ΓΑΔΑ θυμίζει το σκηνικό Γερμανίας του 1970, όταν στα πλαίσια εξόντωσης των μελών της RAF έγινε τρομακτικό πογκρόμ εναντίον συγγενών και δικηγόρων των συλληφθέντων.

«Τώρα βιώνουμε την εκδικητικότητα και τον εκβιασμό πάνω στους δικούς μας ανθρώπους. Εμείς δεν ζητάμε για τον εαυτό μας τίποτα και ξέρουμε το κόστος των πρακτικών μας. Όμως η ανθρωπιά που έδειξε η μητέρα μου σε ένα κυνηγημένο κορίτσι δεν μπορεί να έχει αντίτιμο την ελευθερία της ή ακόμα χειρότερα την ενοχοποίησή της. Είναι βέβαιο ότι κάποιοι με τον τρόπο αυτό του ξεσπάσματος βίας στους συγγενείς μάς θέλουν νεκρούς από την απεργία πείνας».