Καταπέλτης ήταν η εισαγγελέας του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων κατά των τριών κατηγορουμένων στην  υπόθεση της προμήθειας του συστήματος τηλεπικοινωνιών του στρατού «Ερμής 2» στην οποία, επίσης, πρωταγωνιστεί ο Άκη Τσοχατζόπουλος αν και δεν είναι κατηγορούμενος καθώς τα αδικήματα σε βάρος του έχουν παραγραφεί, σύμφωνα με το νόμο περί ευθύνης υπουργών.

Η εισαγγελέας Ελένη Καρκαμπούνα πρότεινε την ενοχή του πρώην  διευθυντή Εξοπλισμών του ΥΠΕΘΑ, Γ. Σμπώκου, και του αναπληρωτή του, Αντ. Κάντα, καθώς και του πρώην στελέχους της διεύθυνσης Ν. Λεονταρίτης, για το αδίκημα της άμεσης συνέργειας σε απιστία σε βάρος της υπηρεσίας.  Καταδικαστική ήταν η εισήγηση της εισαγγελικής λειτουργού και ως προς τις αξιόποινες πράξεις της παθητικής δωροδοκίας και του ξεπλύματος βρόμικου χρήματος, που αντιμετωπίζει μόνο ο Αντώνης Κάντας.

«Δεκαέξι χρόνια μετά, το σύστημα Ερμής δεν λειτουργεί. Είναι μια σειρά μισοτελειωμένου, άχρηστου, μη-λειτουργικού και αναχρονιστικού συστήματος. Θα μπορούσαμε να κάνουμε χρήση του; Όχι, κύριε πρόεδρε. Ποιόν ενδιέφερε, άλλωστε; Τον κύριο Τσοχατζόπουλο και τους συνεργούς του; Προφανώς όχι», είπε η εισαγγελέας στην αγόρευση της υπογραμμίζοντας αναφερόμενη στο σύνολο των υποθέσεων που αφορούν μίζες σε διάφορα προγράμματα που ζημιώνουν το Δημόσιο,  ότι «το ποινικό δίκαιο δεν μπορεί να λύσει τα φαινόμενα διαφθοράς, μπορεί όμως να τα καταστείλει».

Η εισαγγελέας εμφανίστηκε πεπεισμένη πως οι κατηγορούμενοι «είναι υπεύθυνοι γιατί εισηγήθηκαν την υπογραφή μιας μη επωφελούς σύμβασης. Η Siemens λειτουργούσε ως το αόρατο χέρι που κινούσε τα νήματα με ταχύτητες φωτός». Στην αγόρευση της  δεν παρέλειψε να αναφερθεί πολλές φορές  στο ρόλο του Άκη Τσοχατζόπουλου: «Ο Τσοχατζόπουλος επιδόθηκε στην κατάργηση ενός σχεδίου απιστίας, προκειμένου να ελαττώσει την περιουσία του ελληνικού δημοσίου, τοποθετώντας σε καίριες θέσεις  έμπιστους δικούς του ανθρώπους», υποστήριξε η εισαγγελέας, εξηγώντας στη συνέχεια πως οι κατηγορούμενοι Σμπώκος, Κάντας και Λεονταρίτης, μερίμνησαν προκειμένου η σύμβαση να γίνει για τη Siemens με επωφελείς διατάξεις, έτσι ώστε να ζημιωθεί η περιουσία του ελληνικού Δημοσίου.

Εστιάζοντας στους λόγος που επιλέχθηκε η διαδικασία της απευθείας ανάθεσης αντί ενός διεθνή διαγωνισμού η εισαγγελέας είπε πως ήταν γιατί «αν γινόταν το δεύτερο, το Δημόσιο θα είχε πετύχει πολύ καλύτερες τιμές και θα ήταν δυνατή η επιλογή ενός καλύτερου συστήματος».

Αναφερόμενη  στις 500.000 ευρώ που φέρεται να έλαβε ο πρώην αναπληρωτής διευθυντής Εξοπλισμών, Αντ. Κάντας, από τον Πρόδρομο Μαυρίδης της Siemens, μέσω της offshore Martha Holdings, η εισαγγελέας στράφηκε κατά του κατηγορούμενου καθώς είναι μία από τις πράξεις που αρνείται ότι διέπραξε και σχολίασε «Προσπαθεί (σ.σ. ο Αντ. Κάντας) πάση θυσία να μην συνδεθεί το όνομά του με τη Siemens, η οποία προφανώς τον έχει εξασφαλίσει και με άλλα ποσά, διάσπαρτα ανά τον πλανήτη, που δεν θα βρεθούν ποτέ…» για να ακούσει τον συνήγορο του κατηγορούμενου να της απαντά  «Είναι προφητεία αυτό; Είναι δυνατόν;»

Τέλος αξίζει να σημειωθεί ότι κατηγορούμενος στην ίδια υπόθεση ήταν και το  στέλεχος της διεύθυνσης Εξοπλισμών, Ζ. Ανδρουλάκης, ο οποίος έχει αποβιώσει και έχει παυθεί η ποινική δίωξη σε βάρος του.