Η επίσκεψη της Ευρωπαίας Εισαγγελέως Λάουρα Κοβέσι στην Ελλάδα και τα όσα είπε στη σημερινή συνέντευξη Τύπου προς τους δημοσιογράφους περί του τρόπου που λειτουργεί το δικονομικό σύστημα στη χώρα μας αναφορικά με τις τυχόν ποινικές ευθύνες υπουργών, αναζωπυρώνει μια συζήτηση που παραμένει ανοιχτή για δεκαετίες. Η κ. Κοβέσι, γνωστή για την αδιάλλακτη στάση της απέναντι στη διαφθορά και την προώθηση της Δικαιοσύνης σε όλη την Ευρώπη, ανέφερε πως το άρθρο 86 του Συντάγματος που ορίζει τα περί ευθύνης των μελών της κυβέρνησης, δεν επιτρέπει να φθάσει η εισαγγελική έρευνα σε βάθος, όπως στην περίπτωση του σιδηροδρομικού δυστυχήματος των Τεμπών και στην υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ.
Θυμίζουμε ότι το συγκεκριμένο άρθρο έχει επανειλημμένα δεχθεί κριτική, καθώς θεωρείται ότι προσφέρει υπερβολική προστασία στα μέλη της εκτελεστικής εξουσίας, δημιουργώντας την εντύπωση ότι κάποιες περιπτώσεις πολιτικής διαφθοράς ή κακοδιαχείρισης μένουν ατιμώρητες. Τι αναφέρει συγκεκριμένα όμως το άρθρο 86;
Βάσει αυτού, η διαδικασία ποινικής δίωξης για πράξεις που συνδέονται με τα υπουργικά καθήκοντα μπορεί να κινηθεί μόνο με απόφαση της Βουλής. Ουσιαστικά, δηλαδή, οι δικαστικές αρχές δεν έχουν τη δυνατότητα να ξεκινήσουν έρευνα χωρίς την έγκριση της Ολομέλειας του Κοινοβουλίου. Για να ξεκινήσει η διαδικασία έρευνας, χρειάζεται η υποβολή σχετικής πρότασης από τουλάχιστον τριάντα βουλευτές και η έγκριση της με απόλυτη πλειοψηφία (άρα όποιο κόμμα έχει τουλάχιστον 150 έδρες, μπορεί να παρεμποδίσει την έρευνα). Αν παρόλα αυτά αποφασιστεί δίωξη, η υπόθεση εκδικάζεται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό από Ειδικό Δικαστήριο, το οποίο αποτελείται από ανώτατους δικαστές του Αρείου Πάγου και του Συμβουλίου της Επικρατείας. Στην περίπτωση που η υπόθεση δεν ολοκληρωθεί, είτε λόγω παραγραφής είτε για άλλους λόγους, η Βουλή μπορεί να συστήσει ειδική επιτροπή για να εξετάσει τα γεγονότα.
Η βασική κριτική προς το άρθρο αυτό είναι ότι μετατρέπει την ίδια τη Βουλή σε «δικαστήριο» για τα μέλη της κυβέρνησης, αφαιρώντας από τη Δικαιοσύνη την αυτονόητη δυνατότητα να ερευνά και να αποφασίζει ανεξάρτητα για ποινικά αδικήματα. Το αποτέλεσμα είναι ότι σοβαρές υποθέσεις διαφθοράς ή κακοδιαχείρισης συχνά δεν φτάνουν ποτέ στην ουσία τους. Συχνά είτε η Βουλή δεν δίνει άδεια δίωξης είτε οι υποθέσεις μένουν στη σκιά της παραγραφής, αφήνοντας ανοιχτά ερωτήματα για την πολιτική και θεσμική λογοδοσία.
Αρκετοί ομονοούν ότι το άρθρο 86, όπως ισχύει σήμερα, φαίνεται να μην ανταποκρίνεται στις ανάγκες μιας σύγχρονης δημοκρατίας, όπου η λογοδοσία και η ισονομία πρέπει να είναι αδιαπραγμάτευτες. Κατά συνέπεια, η αναθεώρησή του δεν είναι μόνο θέμα θεσμικής αναγκαιότητας, αλλά και ζήτημα πολιτικής αξιοπιστίας, καθώς η ελληνική κοινωνία απαιτεί από τους πολιτικούς της να λογοδοτούν για τις πράξεις τους με σαφή και δίκαιο τρόπο.
Το άρθρο 86 επί λέξει
Το εν λόγω άρθρο φέρει τον τίτλο «Δίωξη κατά μελών της Κυβέρνησης, Ειδικό Δικαστήριο» και ορίζει επακριβώς τα εξής:
1.Μόνο η Βουλή έχει την αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όπως νόμος ορίζει. Απαγορεύεται η θέσπιση ιδιώνυμων υπουργικών αδικημάτων.
2.Δίωξη, ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση κατά των προσώπων και για τα αδικήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν επιτρέπεται χωρίς προηγούμενη απόφαση της Βουλής κατά την παράγραφο 3.
Αν στο πλαίσιο άλλης ανάκρισης, προανάκρισης, προκαταρκτικής εξέτασης ή διοικητικής εξέτασης προκύψουν στοιχεία, τα οποία σχετίζονται με τα πρόσωπα και τα αδικήματα της προηγούμενης παραγράφου, αυτά διαβιβάζονται αμελλητί στη Βουλή από αυτόν που ενεργεί την ανάκριση, προανάκριση ή εξέταση.
3.(σ.σ. η συγκεκριμένη διάταξη αναθεωρήθηκε το 2019) Πρόταση άσκησης δίωξης υποβάλλεται από τριάντα τουλάχιστον βουλευτές. Η Βουλή, με απόφασή της που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, συγκροτεί ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, διαφορετικά, η πρόταση απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη. Το πόρισμα της επιτροπής του προηγούμενου εδαφίου εισάγεται στην Ολομέλεια της Βουλής, η οποία αποφασίζει για την άσκηση ή μη δίωξης. Η σχετική απόφαση λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Με τη διαδικασία και την πλειοψηφία του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής η Βουλή μπορεί οποτεδήποτε να ανακαλεί την απόφασή της ή να αναστέλλει τη δίωξη, την προδικασία ή την κύρια διαδικασία.
4.Αρμόδιο για την εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων σε πρώτο και τελευταίο βαθμό είναι, ως ανώτατο δικαστήριο, Ειδικό Δικαστήριο που συγκροτείται για κάθε υπόθεση από έξι μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας και επτά μέλη του Αρείου Πάγου. Τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη του Ειδικού Δικαστηρίου κληρώνονται, μετά την άσκηση δίωξης, από τον Πρόεδρο της Βουλής σε δημόσια συνεδρίαση της Βουλής, μεταξύ των μελών των δύο ανώτατων αυτών δικαστηρίων, που έχουν διορισθεί ή προαχθεί στο βαθμό που κατέχουν πριν από την υποβολή πρότασης για άσκηση δίωξης. Του Ειδικού Δικαστηρίου προεδρεύει ο ανώτερος σε βαθμό από τα μέλη του Αρείου Πάγου που κληρώθηκαν και μεταξύ ομοιόβαθμων ο αρχαιότερος.
Στο πλαίσιο του Ειδικού Δικαστηρίου της παραγράφου αυτής λειτουργεί Δικαστικό Συμβούλιο που συγκροτείται για κάθε υπόθεση από δύο μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας και τρία μέλη του Αρείου Πάγου. Τα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου δεν μπορεί να είναι και μέλη του Ειδικού Δικαστηρίου. Με απόφαση του Δικαστικού Συμβουλίου ορίζεται ένα από τα μέλη του που ανήκει στον Άρειο Πάγο ως ανακριτής. Η προδικασία λήγει με την έκδοση βουλεύματος.
Καθήκοντα εισαγγελέα στο Ειδικό Δικαστήριο και στο Δικαστικό Συμβούλιο της παραγράφου αυτής ασκεί μέλος της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου που κληρώνεται μαζί με τον αναπληρωτή του. Το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται και για τα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου ενώ το δεύτερο εδάφιο και για τον εισαγγελέα.
Σε περίπτωση παραπομπής προσώπου που είναι ή διετέλεσε μέλος της Κυβέρνησης ή Υφυπουργός, ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου συμπαραπέμπονται και οι τυχόν συμμέτοχοι, όπως νόμος ορίζει.
5.Αν για οποιονδήποτε άλλο λόγο, στον οποίο περιλαμβάνεται και η παραγραφή, δεν περατωθεί η διαδικασία που αφορά δίωξη κατά προσώπου που είναι ή διετέλεσε μέλος της Κυβέρνησης ή Υφυπουργός, η Βουλή μπορεί, ύστερα από αίτηση του ίδιου ή των κληρονόμων του, να συστήσει ειδική επιτροπή στην οποία μπορούν να μετέχουν και ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί για τον έλεγχο της κατηγορίας.