Η αγορά εργασίας στην Ελλάδα εισέρχεται σε κρίσιμη φάση, καθώς το υπουργείο Εργασίας προωθεί σημαντικές αλλαγές που αφορούν συλλογικές συμβάσεις και θεσμικές παρεμβάσεις. Το νέο νομοσχέδιο, προγραμματισμένο να εισαχθεί στη Βουλή εντός Οκτωβρίου, επιχειρεί να συνδυάσει μεγαλύτερη ευελιξία για τις επιχειρήσεις με αυξημένη προστασία των εργαζομένων, μέσα από ένα πιο σύγχρονο πλαίσιο συλλογικών διαπραγματεύσεων.

Κεντρικό στοιχείο της διαδικασίας αποτελεί ο κοινωνικός διάλογος μεταξύ εργοδοτικών φορέων, συνδικάτων και υπουργείου. Η φάση αυτή επικεντρώνεται στην υποβολή γραπτών προτάσεων για την αναθεώρηση των συλλογικών συμβάσεων, με στόχο τη διαμόρφωση ενός «οδικού χάρτη» αλλαγών μέχρι το τέλος του έτους. Στόχος είναι η αύξηση της κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις, από το σημερινό 25–30% κοντά στο ευρωπαϊκό 80%, χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η λειτουργία των επιχειρήσεων.

Μια από τις κύριες δυσκολίες εντοπίζεται στο ποσοστό συμμετοχής των εργοδοτών που απαιτείται για να γίνει υποχρεωτική μια κλαδική σύμβαση, το 50%+1. Το όριο αυτό έχει καταστεί φραγμός, καθώς αρκετές επιχειρήσεις αποφεύγουν να συμμετέχουν στις διαπραγματεύσεις. Στο πλαίσιο του νομοσχεδίου εξετάζεται η μείωση του ποσοστού — π.χ. στο 40% — και η εισαγωγή μόνιμου μηχανισμού επέκτασης των συμβάσεων, ώστε να ενισχυθεί η εφαρμογή τους σε ευρύτερο φάσμα κλάδων.

Επιπλέον, προτείνεται η εισαγωγή παραμέτρων που θα λαμβάνονται υπόψη κατά τη σύναψη συμβάσεων, όπως η οικονομική κατάσταση του κλάδου, η κερδοφορία των επιχειρήσεων και η εξέλιξη των μέσων μισθών. Η προσέγγιση αυτή στοχεύει στη σύνδεση των συλλογικών ρυθμίσεων με την πραγματική οικονομική δυναμική, προκειμένου να επιτευχθεί βιώσιμη και δίκαιη κατανομή ωφελημάτων.

Διαφωνίες και αντιπαραθέσεις

Παρά τις προτάσεις, οι διαφορές παραμένουν σημαντικές. Η εργατική πλευρά επιμένει σε ζητήματα μετενέργειας, επεκτασιμότητας, συρροής και καθολικότητας των συμβάσεων, ζητώντας την επαναφορά του θεσμικού πλαισίου στην προ μνημονίων μορφή. Η ΓΣΕΕ υπογραμμίζει ότι η πλειονότητα των εργαζομένων υποστηρίζει αυτή την επαναφορά, θεωρώντας την κρίσιμη για την προστασία των αμοιβών.

Ορισμένες εργοδοτικές οργανώσεις, κυρίως μικρομεσαίων επιχειρήσεων και εμπόρων, συμφωνούν στην ανάγκη επαναφοράς της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας ως σημείο αναφοράς για τον καθορισμό των κατώτατων μισθών, επιδιώκοντας σταθερότητα και προβλεψιμότητα στην αγορά εργασίας.

Οι επόμενοι μήνες θα καθορίσουν την κατεύθυνση των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Το υπουργείο καλείται να συνθέσει τις διαφορετικές θέσεις, ώστε να διαμορφωθεί ένα πλαίσιο που θα διευκολύνει τη σύναψη νέων συμβάσεων και θα αυξήσει την κάλυψη των εργαζομένων, χωρίς να επιβαρύνει δυσανάλογα τις επιχειρήσεις.

Η επιτυχία της μεταρρύθμισης θα μετρηθεί στην πρακτική εφαρμογή της και στη δυνατότητα επίτευξης ισορροπίας μεταξύ των συμφερόντων εργαζομένων και εργοδοτών, φέρνοντας την Ελλάδα πιο κοντά στα ευρωπαϊκά πρότυπα.