Για την ευθύνη της πολιτείας να αποκαταστήσει την κανονική λειτουργία των πανεπιστημίων, μίλησε στην ΕΡΤ ο υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Πάνος Τσακλόγλου.

Ερωτηθείς για την αστυνομική επιχείρηση στο ΑΠΘ ανέφερε μεταξύ άλλων ότι «τα πανεπιστήμια δεν είναι ορμητήρια για οποιοδήποτε είδος σε εισαγωγικά, πολεμικών διαδικασιών ή οτιδήποτε άλλο τέτοιο. Είναι για να γίνεται διδασκαλία, για να γίνεται έρευνα, για να προάγεται επιστημονικός διάλογος. Αυτός είναι ο ρόλος των πανεπιστημίων. Όλα τα υπόλοιπα, τα οποία ακούω από ορισμένες πλευρές, νομίζω ότι είναι δικαιολογίες εκ του περισσού».

Στη συνέχεια μιλώντας για τις ανακοινώσεις σχετικά με τον κατώτατο μισθό την Παρασκευή είπε ότι «υπάρχει μια συγκεκριμένη διαδικασία, η οποία ακολουθείται και σε πάρα πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Δηλαδή οι κοινωνικοί φορείς καταθέτουν τις απόψεις τους, τις επεξεργάζεται μια επιστημονική επιτροπή που εισηγείται στην υπουργό Εργασίας, η οποία με τη σειρά της εισηγείται στο Υπουργικό Συμβούλιο και λαμβάνεται η τελική απόφαση. Καταλαβαίνετε πάντα ότι οποτεδήποτε μιλάμε για τον κατώτατο μισθό, η όποια κυβέρνηση προσπαθεί να συγκεράσει δύο πράγματα, δηλαδή ένα ικανοποιητικό βιοτικό επίπεδο για τους χαμηλότερα αμειβόμενους συμπολίτες μας και από την άλλη μεριά να μην κάνει κάτι το οποίο θα χτυπήσει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας με αποτέλεσμα την αύξηση της ανεργίας και χειρότερα δευτερογενή αποτέλεσμα[…] σίγουρα θα είναι πάνω από 800 ευρώ. Το πού ακριβώς θα σταματήσει αυτό θα το μάθουμε πολύ σύντομα».

«Από τότε που ανέλαβε η κυβέρνηση ο κατώτατος μισθός έχει αυξηθεί κατά 20% και θα αυξηθεί και όσο είναι να αυξηθεί» υπογράμμισε και πρόσθεσε ότι «όλο αυτό το διάστημα η κυβέρνηση έχει προσπαθήσει και έχει μειώσει μάλιστα πολύ τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης τόσο από την πλευρά των εργαζομένων όσο και από την πλευρά των εργοδοτών. Οπότε στο καθαρό το οποίο μένει στους εργαζόμενους είναι κάτι το οποίο είναι ακόμα περισσότερο τόσο από την πλευρά των χαμηλότερων εισφορών κοινωνικής ασφάλισης που πληρώνουν αυτή τη στιγμή οι μισθωτοί και από την άλλη επειδή χαμήλωσε και το εισαγωγικό όριο στο αφορολόγητο για τους μισθωτούς. Οπότε το συνολικό αποτέλεσμα είναι υψηλότερο από αυτό το 20% που ανέφερα, το οποίο είναι στον ακαθάριστο κατώτατο μισθό». Ανέφερε ότι ο κατώτατος μισθός είναι συνδεδεμένος με 16 επιδόματα «οπότε καταλαβαίνετε ότι όλα αυτά αυξάνονται με την αύξηση του κατώτατου μισθού».

Σε άλλο σημείο κ . Τσακλόγλου εξήγησε ότι «από τότε που ανέλαβε η παρούσα κυβέρνηση έχουν μειωθεί οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης κατά 4,4 ποσοστιαίες μονάδες. Ένα κομμάτι πήγε προς τις εργοδοτικές εισφορές, ένα κομμάτι πήγε στις εργατικές εισφορές. Έχουμε ακόμα δεσμευθεί ότι θα μειωθούν ακόμα μία μονάδα, μισή μονάδα το 2025 και μισή μονάδα το 2027. Γιατί το κάνουμε αυτό; Γιατί είναι κάτι το οποίο είναι πάρα πολύ σημαντικό. Όσο μειώνεται η λεγόμενη “φορολογική σφήνα”, δηλαδή η διαφορά ανάμεσα στο τι πληρώνουν οι εργοδότες και το τι βάζουν στην τσέπη τους οι εργαζόμενοι, αυξάνεται τόσο η ζήτηση για εργασία από την πλευρά των εργοδοτών, όσο και η προσφορά για εργασία από την πλευρά των εργαζομένων. Αυτός είναι ένας από τους κύριους παράγοντες οι οποίοι βοήθησαν στην μείωση της ανεργίας και τη σημαντική αύξηση στην απασχόληση κατά την προηγούμενη τετραετία. Μην ξεχνάτε ότι έχουμε σχεδόν 400.000 παραπάνω θέσεις εργασίας αυτή τη στιγμή στην ελληνική οικονομία από ό,τι υπήρχαν το 2019. Τώρα θα μου πει κάποιος γιατί δεν το κάνουμε ακόμα μεγαλύτερο; Από τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης πληρώνονται οι κοινωνικές παροχές. Κλασικό παράδειγμα οι συντάξεις, οι οποίες αναφέρατε προηγουμένως. Αυτή τη στιγμή ας πούμε, για παράδειγμα, για τις συντάξεις, περίπου τα μισά τα οποία δίνουμε για τις κύριες συντάξεις τα βάζει ο προϋπολογισμός, δεν τα βάζουν οι εισφορές των εργαζομένων».

«Γενικά τα συστήματα τα οποία έχουμε και στην Ελλάδα, που είναι και το σύστημα το οποίο έχουν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες, είναι το λεγόμενο σύστημα τριών πυλώνων. Ο πρώτος πυλώνας είναι η κοινωνική ασφάλιση που είναι υποχρεωτικό για όλους μας. Ο δεύτερος πυλώνας είναι εθελοντική, αλλά συλλογική ασφάλιση. Μπορεί να είναι δηλαδή, ας πούμε για παράδειγμα, τα ταμεία επαγγελματικής ασφάλισης των οποίων πρόσφατα εκσυγχρονίσουμε τη νομοθεσία, μπορεί να είναι τα ομαδικά ασφαλιστήρια συμβόλαια και ο τρίτος πυλώνας είναι η ιδιωτική ασφάλιση εκεί όπου αποφασίζετε μόνος σας» ανέφερε.

Ο «ιδιωτικός κουμπαράς»

Για το πώς θα βοηθήσει ο ατομικός κουμπαράς για μεγαλύτερες επικουρικές απάντησε : «η νομοθεσία που ψηφίστηκε πριν από δύο χρόνια είναι υποχρεωτική για όλους τους νέους ασφαλισμένους, δηλαδή αυτούς οι οποίοι κολλάν το πρώτο τους ένσημο την τελευταία διετία και πάει λέγοντας από εδώ και μπρος. Είναι επίσης εθελοντικό – τώρα θα κάνουμε και μια καμπάνια δημοσιότητας γι’ αυτό το πράγμα- για όσα άτομα είτε δεν έχουν υποχρέωση επικουρικής ασφάλισης, δηλαδή ας πούμε οι περισσότεροι αυτοαπασχολούμενοι γιατροί, οι έμποροι, οι αγρότες και ούτω καθεξής και όσα άτομα, όταν ψηφίστηκε ο νόμος, δηλαδή πριν από δύο χρόνια, ήταν 35 ετών και έχουν υποχρέωση επικουρικής ασφάλισης στον ΕΦΚΑ[…] Εκεί καταθέτουμε τις εισφορές μας. Αυτές επενδύονται από το ταμείο το καινούργιο το οποίο έχει δημιουργηθεί, το Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης και όταν φτάσει κάποτε η ώρα να συνταξιοδοτηθούμε, τότε η σύνταξη μας καθορίζεται από το ύψος των εισφορών που έχουμε καταβάλει και την απόδοση των επενδεδυμένων κεφαλαίων μας όλο αυτό το διάστημα».

Για το πόσοι έχουν γραφτεί σε αυτόν τον «κουμπαρά» ο Πάνος Τσακλόγλου ανέφερε ότι είναι κάπου μεταξύ στις 330.000 με 350.000 άτομα.

Για τις εκκρεμείς συντάξεις τόνισε ότι «νομίζω ότι είμαστε σε πολύ καλή πορεία με την έννοια του ότι από εκεί που είχαμε κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες εκκρεμείς κύριες συντάξεις, αυτή τη στιγμή οι εκκρεμείς κύριες συντάξεις είναι γύρω στις 23.000. Ήταν η τελευταία πληροφόρηση που είχα από τον ΕΦΚΑ πριν από κάνα δύο εβδομάδες και μέσα σε αυτές περιλαμβάνονται ακόμη και αιτήσεις οι οποίες βρίσκονται σε δικαστική εκκρεμότητα».

Ο μέσος χρόνος αναμονής για την απονομή της σύνταξης είναι «αυτή τη στιγμή λίγο παραπάνω από τις 60 ημέρες. Δύο μήνες είναι από τη στιγμή που κατατίθεται η αίτηση, αλλά θα πρέπει να πω ότι κυρίως γι’ αυτές, οι οποίες είναι οι εκκρεμείς συντάξεις, δηλαδή εκείνες οι οποίες βρίσκονται σε καθυστέρηση παραπάνω από τρεις μήνες, ο χρόνος απονομής και αυτών των συντάξεων είναι πολύ – πολύ σημαντικά χαμηλότερο από αυτόν που ήταν πριν από δύο – τρία χρόνια. Δηλαδή τότε μπορεί να ήταν παραπάνω από χρόνο, τώρα είναι λίγο παραπάνω από τρεις- τέσσερις μήνες».