Η παγκόσμια οικονομική σταθερότητα κρέμεται από τις βουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα. Αυτή είναι η εντύπωση που αποκομίζεται από πληθώρα δημοσιευμάτων, αναλύσεων και ραδιοτηλεοπτικών αναφορών σε αμερικανικά ΜΜΕ, επισημαίνοντας την κρισιμότητα των μεθαυριανών εκλογών και υπογραμμίζοντας τα διλήμματα των ψηφοφόρων, με έμφαση στη θέση ότι θα πρέπει να υπάρξει σεβασμός στις αποφάσεις και τις επιλογές τού ελληνικού λαού. Επίσης, καταγράφονται απόψεις για ευθύνες κομμάτων και τρόικας για τη σημερινή κατάσταση, παραθέτοντας συγκεκριμένα στοιχεία για τα αίτια τής κρίσης.
 
Η «Γουόλ Στριτ Τζέρναλ», με κύριο άρθρο της, εκφράζει αμφιβολίες αν κάποιο από τα δύο μεγαλύτερα κόμματα στην Ελλάδα μπορεί να απελευθερώσει τη χώρα από το πελατειακό σύστημα και τη διαφθορά που διόγκωσε την ελληνική κυβέρνηση και άφησε ετοιμοθάνατη την ελληνική οικονομία, όπως σημειώνεται. Επίσης, τονίζεται ότι όποια κυβέρνηση σχηματιστεί μετά την Κυριακή, θα πρέπει να προχωρήσει προσεκτικά στα επόμενα βήματα, διαφορετικά θα αντιμετωπίσει άμεσα την κατάρρευση.
 
Σε αναφορά για τον επικεφαλής τού ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξη Τσίπρα, διατυπώνεται η άποψη ότι υπόσχεται στους ψηφοφόρους «δωρεάν γεύμα» και ότι μια νίκη του κόμματός του στις εκλογές θα σήμαινε ότι εκατομμύρια Έλληνες εξακολουθούν να πιστεύουν στα «δωρεάν γεύματα», όπως εκτιμά η σύνταξη της εφημερίδας. Ο κ. Τσίπρας μπορεί να αποδειχθεί σωστός, επισημαίνεται στη συνέχεια, ωστόσο το κόστος ενός λάθους, στην προκειμένη περίπτωση, θα είναι τεράστιο.
 
Όσον αφορά τη Νέα Δημοκρατία, πάντα σύμφωνα με το κύριο άρθρο της «Γουόλ Στριτ Τζέρναλ», τονίζεται ότι «μια κυβέρνηση αυτού του κόμματος θα συνιστούσε ίσως ασφαλέστερο στοίχημα, όσο ασφαλέστερη μπορεί είναι η αυτοθυσία από έναν πυροβολισμό στο κεφάλι». Το μεγάλο ερώτημα που προκύπτει πλέον είναι το εάν μια διευρυμένη δημοσιονομική ένωση, επισημαίνεται χαρακτηριστικά, μπορεί να κάνει την Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη να μοιάσει περισσότερο στη Γερμανία ή εάν απλώς θα κάνει την ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή να μοιάζει περισσότερο μ’ αυτήν της Ελλάδας.
 
Η «Νιου Γιορκ Τάιμς», σε ανταπόκριση από τη Φραγκφούρτη, υποστηρίζει ότι οι ελληνικές εκλογές της ερχόμενης Κυριακής θα επιταχύνουν μια συζήτηση που μέχρι πρότινος ήταν κατεξοχήν θεωρητική και αφορά στο εάν η ευρωζώνη μπορεί να αντέξει την αποχώρηση ενός από τα μέλη της. Όπως τονίζεται, λαμβάνοντας υπόψη τη μεγάλη πιθανότητα οι συγκεκριμένες εκλογές να έχουν ως αποτέλεσμα είτε πολιτικό αδιέξοδο, είτε μια λαϊκίστικη αριστερή κυβέρνηση, ακόμη και οι πολίτες που δεν πιστεύουν ότι η Ελλάδα θα αποχωρήσει από το κοινό νόμισμα, προετοιμάζονται πλέον γι’ αυτό το ενδεχόμενο. Επίσης, προβάλλονται οι απόψεις ορισμένων οικονομολόγων ότι λόγω του ικανοποιητικού χρόνου προετοιμασίας, η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ δεν θα αποτελέσει «τόσο μεγάλο σοκ», όσο η κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008, η οποία προκάλεσε παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση.

Ωστόσο, αναφέρεται στην ανταπόκριση, στην πραγματικότητα υπάρχουν όρια στη δράση που μπορούν να αναλάβουν οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, λόγω των ίδιων δομικών περιορισμών εντός ευρωζώνης που άφησαν το ελληνικό πρόβλημα να κακοφορμίσει επί μακρό χρονικό διάστημα. Τέλος, σημειώνεται ότι η ΕΚΤ θα αναλάβει πιθανώς ρόλο εάν οι εκλογές της Κυριακής δεν οδηγήσουν σε μια κυβέρνηση δεσμευμένη στα συμφωνηθέντα μέτρα λιτότητας, καθώς η Τράπεζα έχει το περιθώριο να μειώσει το επιτόκιο και να προσφέρει εκ νέου στις τράπεζες χαμηλότοκα δάνεια, αμβλύνοντας έστω και προσωρινά τον χρηματοπιστωτικό πυρετό.
 
Στη νεοϋορκέζικη εφημερίδα δημοσιεύεται επίσης εκτενές άρθρο του διευθυντή σύνταξης της εφημερίδας «Καθημερινή», Νίκου Κωνσταντάρα, υποστηρίζοντας ότι η ψήφος της Κυριακής θα αλλάξει τις ζωές των Ελλήνων πολιτών, καθορίζοντας όχι απλώς την παραμονή ή μη της Ελλάδας στην ευρωζώνη, αλλά και τη φύση της ελληνικής κοινωνίας, καθώς και τη μοίρα της δημοκρατίας στη χώρα. Όπως αναφέρει ο κ. Κωνσταντάρας, «είμαστε πικρά διχασμένοι ανάμεσα σ’ αυτούς που επιθυμούν να προχωρήσουν με τη διαδικασία των μεταρρυθμίσεων και σ’ αυτούς που επιθυμούν να γυρίσουν το ρολόι πίσω», προσθέτοντας ότι «οι εταίροι στην ΕΕ είναι φοβισμένοι από τις συνέπειες της ψήφου μας, αλλά κατά τα άλλα μοιάζουν αδιάφοροι για τη μοίρα μας».
 
Ο Έλληνας δημοσιογράφος υποστηρίζει ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια επιλογή μεταξύ δύο εναλλακτικών, με σοβαρά μειονεκτήματα η κάθε μια, όπως σημειώνει, υπογραμμίζοντας ότι από τη μια πλευρά είναι η ΝΔ, το κεντροδεξιό κόμμα που υπονόμευσε σε μεγάλο βαθμό την οικονομική μεταρρύθμιση και αναγέννηση της Ελλάδας κατά την τελευταία δεκαετία και από την άλλη πλευρά, βρίσκεται ο διαιρεμένος συνασπισμός της αριστεράς, που απορρίπτει τη δανειακή συμφωνία, ενώ ζητά από τους εταίρους να συνεχίσουν να μας δανείζουν, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει στην ταχεία έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ, καθώς και σ’ ένα χαοτικό και απρόβλεπτο μέλλον.

«Σήμερα, κανένα από τα τρία μεγάλα κόμματα στην Ελλάδα δεν έχει προωθήσει μια σοβαρή ατζέντα για να αποτρέψει την καταστροφή και αυτοί που επιθυμούν μια καλύτερη Ελλάδα πρέπει να αναζητήσουν τη λιγότερη κακή επιλογή», τονίζει χαρακτηριστικά, προσθέτοντας ότι «αυτό που θέλω να θυμάμαι από την Ελλάδα του 2012, είναι ο τρόπος με τον οποίο η οκνηρία και η χρόνια πνευματική αταξία σπατάλησαν το δώρο της ελευθερίας και ο τρόπος με τον οποίο επιτρέψαμε στους ηγέτες μας να ενδώσουν στις απαιτήσεις μας μέχρις ότου δεν είχαμε πλέον κανέναν ικανό να μας καθοδηγήσει, κανέναν να σταθεί δίπλα μας στα χαρακώματα».
 
Η «Ουάσιγκτον Ποστ», σε ανταπόκριση από την Αθήνα, καταγράφει τα αίτια της ελληνικής κρίσης χρέους, η οποία οφείλεται στην κυβερνητική σπατάλη και κακοδιαχείριση, παράδειγμα κακής οικονομικής πολιτικής και διαφθοράς, ή κατ’ άλλους σε κακοδαιμονίες που έχουν τη ρίζα τους στις ΗΠΑ, όπως υποστηρίζεται, σημειώνοντας ότι λιγότερο αποδεκτή είναι η άποψη των τραπεζιτών, αναλυτών και αξιωματούχων, οι οποίοι μιλούν για μια συλλογική αποτυχία των αγορών, καθώς επενδυτές, ρυθμιστικοί θεσμοί, Ευρωπαίοι αξιωματούχοι και Έλληνες πολιτικοί δεν είδαν έγκαιρα την κρίσιμη κατάσταση της χώρας.
 
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, η αποτυχία αυτή οδήγησε την Ελλάδα σε μια πενταετή ύφεση, θέτοντας σε κίνδυνο ολόκληρη την ευρωζώνη και την παγκόσμια οικονομία. Παρά τις προσπάθειες δύο ετών, οι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν αποτύχει να αποκλείσουν τον κίνδυνο διάλυσης της ευρωζώνης. Αντίθετα, απειλείται σήμερα η Ισπανία και η Ιταλία, που δέχονται ανάλογες πιέσεις με την Ελλάδα, πριν την εκπόνηση του σχεδίου διάσωσης.
 
Στην ανταπόκριση παρουσιάζονται αναλυτικά τα αίτια της ελληνικής κρίσης, λόγω του εύκολου υπερδανεισμού μετά την υιοθέτηση του ευρώ, αλλά και τις ατέλειες της ελληνικής οικονομίας, καθώς τα χρήματα δεν επενδύθηκαν στην ανάπτυξη της παραγωγής, αλλά διοχετεύθηκαν στην κατανάλωση, δημιουργώντας μια ψευδαίσθηση ευμάρειας. Όπως τονίζεται, το ΔΝΤ είχε προβλέψει ήδη από το 2004, σε έκθεσή του, ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να οδηγηθεί μετά από ορισμένα χρόνια εκτός της ευρωζώνης, εξαιτίας ύποπτων οικονομικών στοιχείων, μιας κατακόρυφης ανόδου των μισθών που δεν ανταποκρίνονταν σε αύξηση της παραγωγικότητας και στο ελλειμματικό ισοζύγιο μεταξύ της Ελλάδας και του υπόλοιπου κόσμου.
 
Το ειδησεογραφικό πρακτορείο «Μπλούμπεργκ», σε κύριο άρθρο του, κατηγορεί τα ελληνικά κόμματα που διεκδικούν την εξουσία στις εκλογές της Κυριακής για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα η Ελλάδα και για τις προεκλογικές τους εξαγγελίες, ενώ καταγγέλλει και την τρόικα για τον τρόπο που διαχειρίσθηκε την ελληνική κρίση.
 
Η σύνταξη του «Μπλούμπεργκ» τάσσεται υπέρ του ελληνικού λαού, ο οποίος έχει υποστεί πολλές θυσίες, έχει συκοφαντηθεί, αποτελώντας παράλληλα το αντικείμενο έντονων προειδοποιήσεων για τον τρόπο που θα ψηφίσει στις εκλογές, όπως σημειώνει, υπογραμμίζοντας επίσης ότι οι απλοί Έλληνες ψηφοφόροι είναι αυτοί που πληρώνουν τους φόρους τους, δεν είναι διεφθαρμένοι, δεν λαμβάνουν πρόωρες συντάξεις, και τα παιδιά των οποίων διαδηλώνουν στους δρόμους ή μεταναστεύουν εξαιτίας της απειλής της ανεργίας για την επόμενη δεκαετία.
 
Στη συνέχεια, τονίζεται ότι υπάρχουν πολλοί τέτοιοι Έλληνες, οι οποίοι υφίστανται μια κακοφωνία προειδοποιήσεων ότι εάν ψηφίσουν το λάθος κόμμα στις εκλογές της Κυριακής θα προκαλέσουν την οικονομική κατάρρευση της Ευρώπης, τη δική τους ή και των δύο. Η διαπίστωση αυτή δεν είναι υπερβολική, εάν ληφθεί υπόψη η άνοδος που έχουν σημειώσει οι αποδόσεις των ισπανικών και ιταλικών ομολόγων στο μη βιώσιμο 6,95%, ενώ προβάλλεται η άποψη ότι η Ευρώπη δεν είναι έτοιμη αντιμετωπίσει μια έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ και ότι μέσα απ’ αυτό το περίπλοκο πλαίσιο υπάρχει μεγάλη πιθανότητα το αποτέλεσμα των εκλογών της Κυριακής να δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα για τους Έλληνες και την ευρωπαϊκή οικονομία.
 
Ο λόγος που επικεντρωνόμαστε στους απλούς Έλληνες, επισημαίνεται στο κύριο άρθρο, οι οποίοι δεν είναι λιγότερο ενάρετοι από τους απλούς Γερμανούς και Γάλλους πολίτες, ούτε περισσότερο υπεύθυνοι για τις ανισορροπίες του ευρώ, είναι για να προλάβουμε μια σειρά κατηγοριών για τις αποφάσεις που θα κληθούν να λάβουν οι πιστωτές της χώρας, μετά τις εκλογές, για να περιορίσουν την κατάρρευση. Λαμβάνοντας υπόψη τις δύσκολες επιλογές των εκλογών της Κυριακής, τονίζεται χαρακτηριστικά, κρίνεται όχι μόνο η συμπεριφορά των Ελλήνων ψηφοφόρων, αλλά και των πιστωτών της Ελλάδας.
 
Στο άρθρο διατυπώνεται η εκτίμηση ότι οι ελληνικές βουλευτικές εκλογές έχουν οδηγηθεί σ’ έναν αγώνα επικράτησης μεταξύ της συντηρητικής Νέας Δημοκρατίας και του αριστερού ΣΥΡΙΖΑ. Όπως υποστηρίζεται, η Νέα Δημοκρατία λέει στους Έλληνες ότι, είτε θα ψηφίσουν τους συντηρητικούς, παραμένοντας στην Ευρώπη και συνεχίζοντας το πρόγραμμα λιτότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είτε θα ψηφίσουν τον ΣΥΡΙΖΑ, οδηγώντας τη χώρα σε χρεοκοπία, έξοδο από το ευρώ και σε μια ακόμη πιο σκληρή κατάσταση. Αυτό είναι ενδεχομένως σωστό, όπως σημειώνεται, επισημαίνοντας ότι η Νέα Δημοκρατία, ωστόσο, είναι αυτή που οδήγησε την Ελλάδα στη συγκεκριμένη κατάσταση, μέσα από ένα όργιο σπατάλης και κρατικής διαφθοράς και ότι δύσκολα φαντάζεται κανείς πως το συγκεκριμένο κόμμα θα προχωρούσε στις αλλαγές που απαιτούνται για την ανάκτηση της ανάπτυξης, εάν κυβερνούσε μόνο του.
 
Σύμφωνα με το ίδιο άρθρο, ο ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας, δηλώνει ότι η Ελλάδα μπορεί να πετάξει το πρόγραμμα λιτότητας που συνοδεύει το σχέδιο διάσωσης και ότι η Ευρώπη θα συνεχίσει να δανείζει την Ελλάδα με ένα πακέτο στήριξης της ανάπτυξης. Όπως έχουμε σημειώσει στο παρελθόν, αναφέρει το κύριο άρθρο, ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί φαντασίωση με οδυνηρές, ενδεχομένως, συνέπειες για τους Έλληνες, τους Ιταλούς, τους Ισπανούς και ολόκληρη την παγκόσμια οικονομία. Η μόνη ελπίδα είναι ότι ο κ. Τσίπρας δεν το πιστεύει ούτε και ο ίδιος και ότι θα αποδειχθεί πραγματιστής εάν αναλάβει την εξουσία, τονίζεται χαρακτηριστικά, διατυπώνοντας την εκτίμηση ότι το αποτέλεσμα είναι ότι η επόμενη ελληνική κυβέρνηση θα αποτελείται είτε από ριζοσπάστες που δεν διαθέτουν κυβερνητική εμπειρία, είτε από ένα κόμμα που δεν είχε μπορέσει να αναμορφώσει το δυσλειτουργικό ελληνικό κράτος και ότι όποια πλευρά και εάν επικρατήσει -η Νέα Δημοκρατία θα ήταν λιγότερο καταστροφική, καθώς αποδέχεται επί της αρχής τους όρους διάσωσης-, όπως σημειώνεται, η επονομαζόμενη τρόικα, που αντιπροσωπεύει τους πιστωτές της Ελλάδας, θα πρέπει να επιλέξει το λιγότερο διασπαστικό δρόμο.
 
Μεταξύ άλλων, επισημαίνεται επίσης ότι η τρόικα θα πρέπει να προετοιμάσει δικές της προτάσεις που θα είναι πιο ελαστικές σχετικά με το χρονοδιάγραμμα και πιο στοχευμένες στον περιορισμό του δημόσιου τομέα, ώστε να αναμορφωθεί το αναποτελεσματικό ελληνικό κράτος.

Τέλος, υπογραμμίζεται ότι στην προσπάθειά της αυτή η τρόικα οφείλει να έχει στο μυαλό της τους απλούς Έλληνες πολίτες, που σπεύδει να βοηθήσει από τους ανεπαρκείς πολιτικούς, με τις τόσες ανεπιτυχείς προσπάθειες μέχρι σήμερα και ότι αυτό απαιτεί αναμφίβολα την παροχή επιπλέον βοήθειας στην Ελλάδα από τους διστακτικούς Ευρωπαίους εταίρους της, της Γερμανίας συμπεριλαμβανομένης. «Η εναλλακτική λύση είναι ένα επικίνδυνο ποντάρισμα σχετικά με τη διάχυση τής ελληνικής κρίσης», τονίζεται χαρακτηριστικά.