Όταν είσαι νέος πασχίζεις να γίνεις γνωστός. Και όσο μεγαλώνεις, θέλεις να είσαι άγνωστος. Οξύμωρο. Ή γνωστός ανάμεσα σε γνωστούς. Είναι όμως μέρος του κύκλου της ζωής. Μιας ζωής που προχωράει, δίχως αυτό να σημαίνει απαραίτητα εξέλιξη. Άραγε ως ελληνική κοινωνία έχουμε εξελιχθεί; Έχουμε προοδεύσει; «Νιώθω ότι όσοι προχώρησαν, προχώρησαν. Μέχρι εδώ ήταν. Είναι βαριά κουβέντα, αλλά αν την πεις, χαλαρώνεις και λίγο μέσα σου. Παύεις να κάνεις τον Δον Κιχώτη τσάμπα μέχρι τα 100 σου και εστιάζεις λίγο στον εαυτό σου, στην προσωπική σου ευτυχία, στο περιβάλλον σου – και γίνεσαι ευτυχισμένος», μου είπε ο Γιώργος Καπουτζίδης. Υπάρχει όμως το αντίδοτο. «Ο καθένας, όμως, μπορεί να προοδεύσει προσωπικά πάρα πολύ. Σε αυτό πιστεύω».

Συνάντησα τον κύριο Καπουτζίδη στο ξενοδοχείο St George Lycabettus για μια εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη για το Newsbeast με αφορμή το δεύτερο μέρος της πετυχημένης σειράς «Σέρρες» που προβάλλεται από τον ΑΝΤ1. Η κουβέντα ξεκίνησε από το lobby και καταλήξαμε στην καλαίσθητη γκαλερί του ξενοδοχείου – εκεί όπου ηχογραφήσαμε το μεγαλύτερο μέρος της συζήτησης μας, διάρκειας 57 λεπτών.

Μετά από μια σημαντική καριέρα δεκαετιών -δημιουργίες που το κοινό τις έκανε επιτυχίες, ατάκες που μνημονεύονται λες και γράφτηκαν χθες- ο ταλαντούχος σεναριογράφος, ηθοποιός και παρουσιαστής έχει την ανάγκη να απολαμβάνει διαφορετικά τη ζωή του. Τη νιώθεις αυτή την ανάγκη συνομιλώντας μαζί του. «Κάποτε μπορεί να έψαχνα την ιδέα που θα μπορούσε να εντυπωσιάσει τους άλλους. Τώρα δεν ψάχνω αυτό», σημειώνει. «Έχετε την πολυτέλεια να το κάνετε, όμως», σχολίασα. «Παλαιότερα έψαχνα έναν τρόπο για να σας αρέσω ή να σας εντυπωσιάσω. Τώρα δεν θέλω να εντυπωσιάσω κανέναν», απάντησε. Μέσα σε αυτή τη φράση κρύβεται ένα πραγματικό απλό μήνυμα. Επιθυμεί απλώς να είναι ευτυχισμένος και να νιώθει καλά με αυτό που κάνει. Είναι από τις περιπτώσεις που γίνεται το φυσιολογικό, είδηση. «Αυτό πολλές φορές μπορεί τελικά να καταλήξει εντυπωσιακό». Ποιος μπορεί να του πει πως έχει άδικο;

Ο Γ. Καπουτζίδης είναι κάτι παραπάνω από βέβαιος πως η ενασχόληση με την πολιτική θα τον κάνει δυστυχισμένο. «Όχι επειδή θα χαλάσει το αξιακό μου σύστημα, αλλά επειδή θεωρώ ότι το αξιακό μου σύστημα δεν θα μπορούσε να προσαρμοστεί στο αξιακό σύστημα κανενός κόμματος, εκεί θα γίνει η μάχη. Και θα χάσω από αυτή τη μάχη», εξηγεί και θεωρεί πως πρέπει να φτιάξουμε ένα πολιτικό σύστημα ξανά από την αρχή. Σχεδόν από το μηδέν. Με διαφορετικά υλικά. Ενδεχομένως μέρος των υλικών που χρησιμοποιεί ο ίδιος για τις σκέψεις του. «Πίστευα ότι πολύ χαρούμενο θα με έκανε η αποδοχή των άλλων και το χειροκρότημά τους. Αλλά δεν με έκανε τελικά αυτό. Είναι πολύ ωραίο, ευχαριστώ πάρα πολύ, νιώθω ευγνωμοσύνη για κάθε χειροκρότημα που άκουσα. Νομίζω ότι η ελευθερία του να είσαι ο εαυτός σου ήταν ένα όνειρο που δεν ήξερα ότι είχα και έγινε τελικά πραγματικότητα – ή τουλάχιστον θέλω να βαδίσω αυτόν τον δρόμο». Όντως, δεν κάνει για πολιτικός.

Ακολουθεί η συνέντευξη

– Τι αντιπροσωπεύουν οι «Σέρρες» για εσάς; Μια ιδανική πόλη;

Τα πάντα, νομίζω. Αυτή η σειρά τα έχει όλα μέσα. Το παρόν μου, το παρελθόν μου, το μέλλον μου -εύχομαι- έτσι όπως το φαντάζομαι, την ομάδα μου, τη φύση μου, τον τόπο καταγωγής μου. Είναι πράγματα τα οποία τα έχω νιώσει, τα έχω πει, τα έχω ακούσει. Είναι ό,τι πιο προσωπικό έχω γράψει. Πάντα, βέβαια, έγραφα πράγματα τα οποία ακουμπούσαν την καρδιά μου, απλώς αυτό συμβαδίζει πολύ με το παρόν μου σε πολύ μεγάλο ποσοστό.

– Ποιο είναι το αποτύπωμα που θέλετε να αφήσει η σειρά στην ελληνική κοινωνία;

Δεν νομίζω ότι έχω σαν φιλοδοξία να αφήσω αποτύπωμα στην ελληνική κοινωνία. Πιστεύω ότι κάποια πράγματα δεν μπορούν να αποτυπωθούν καθόλου στην ελληνική κοινωνία – δηλαδή δεν υπάρχει το κατάλληλο έδαφος για να αποτυπωθεί μια ιστορία, όπως οι «Σέρρες». Όμως, μεμονωμένα σε ανθρώπους, αυτή η σειρά μπορεί να τους δώσει πολλή χαρά, πολλή αγάπη, να τους κάνει να αισθανθούν όμορφα, γεμάτοι, να τους κάνει να γελάσουν, να συγκινηθούν. Εμένα μου αρέσει όταν αυτό που γράφω ακουμπάει την καρδιά του άλλου, αλλά να την ακουμπάει ουσιαστικά. Να γίνει κάτι το οποίο θα το αγαπάει για μια ζωή. Αυτό, νομίζω, ότι αυτή η σειρά μπορεί να το πετύχει σε κάποιους ανθρώπους.

– Πώς θα χαρακτηρίζατε την ελληνική κοινωνία; Προοδευτική; Οπισθοδρομική; Με αγκυλώσεις; Θέλει αλλά δεν μπορεί;

Έχει πολλές αγκυλώσεις. Εγώ νιώθω ότι όσοι προχώρησαν, προχώρησαν. Μέχρι εδώ ήταν. Είναι βαριά κουβέντα, αλλά αν την πεις, χαλαρώνεις και λίγο μέσα σου. Παύεις να κάνεις τον Δον Κιχώτη τσάμπα μέχρι τα 100 σου και εστιάζεις λίγο στον εαυτό σου, στην προσωπική σου ευτυχία, στο περιβάλλον σου – και γίνεσαι ευτυχισμένος. Είναι περίοδοι, ούτως ή άλλως, που πολλές κοινωνίες βιώνουν διχασμούς, και η δικιά μας βιώνει έναν διχασμό. Και νομίζω ότι, όταν μια κοινωνία βιώνει διχασμό, δεν προχωράει. Απλώς διχάζεται.

Όπως ακριβώς είναι και η Αμερική διχασμένη αυτή την περίοδο, νομίζω ότι ακολουθούμε κι εμείς αυτό το μοντέλο. Υπάρχουν άλλες κοινωνίες που δεν είναι διχασμένες. Ταξιδεύω πάρα πολύ στην Ευρώπη και βλέπω χώρες όπου υπάρχει μια μεγαλύτερη σύμπνοια, μια μεγαλύτερη συμπόρευση. Νιώθω ότι εμείς το ζούμε αυτό το πράγμα. Από τη στιγμή που δεν διορθώνεται, μέχρι εδώ ήταν η ομαδική πρόοδός μας.

Ο καθένας, όμως, μπορεί να προοδεύσει προσωπικά πάρα πολύ. Σε αυτό πιστεύω. Εγώ προοδεύω. Δηλαδή, έκανα μια σειρά που είναι καλύτερη το «2» από το «1», κάτι που συνήθως συμβαίνει το αντίθετο. Πέφτεις γιατί έχεις εντυπωσιάσει. Έχεις πει αυτό που ήθελες. Εδώ υπάρχει μια άνοδος, η οποία προκύπτει από τη δική μου την προσωπική πρόοδο και εξέλιξη. Και αν θέλω να συνεχιστεί κιόλας η πρόοδός μου και η εξέλιξή μου, πρέπει να μην δώσω και πολύ μεγάλη σημασία στον διχασμό που μπορεί να υπάρχει, αλλά να εστιάσω σε εμένα. Ακούγεται εγωιστικό. Δεν είναι. Είναι βαθιά ανθρώπινο και εστιασμένο στην αγάπη. Εγώ θέλω να έχω αγάπη στη ζωή μου. Δεν θέλω ούτε καβγάδες, ούτε διχασμούς.

Υπάρχουν κάποιοι που έχουν στυλώσει πολύ τα πόδια τους και δεν θέλουν να αλλάξουν απολύτως τίποτα. Το δέχομαι, το αναγνωρίζω. Ξέρω ότι δεν θέλουν να ακούσουν. Δεν θα πάω με μια ντουντούκα έξω από το σπίτι τους να τους φωνάζω. Αυτό εξηγώ. Μπορεί και αυτό να μας έχει οδηγήσει σε έναν διχασμό, γιατί κάποιοι εξελίχθηκαν και κάποιοι στύλωσαν τα πόδια. Θεωρώ ότι πριν από 40 χρόνια οι Έλληνες είχαν τις ίδιες αντιλήψεις για τα πράγματα.

Τώρα λοιπόν, αν βγεις έξω και ρωτήσεις, πιστεύουν τελείως διαφορετικά. Και μια πλευρά με την άλλη πλευρά πολλές φορές καταλήγουν να μισιούνται. Εγώ λοιπόν δεν θέλω να μισώ κανέναν. Θα ήθελα να μην με μισεί κανένας, αλλά αυτό δεν μπορώ να το ελέγξω. Αν ο άλλος θέλει να με μισήσει, έχει όλη την ελευθερία να με μισήσει. Και νομίζω ότι έχουμε καταλήξει να είναι δύο πλευρές που είναι η μία πλευρά απόλυτα μακριά από την άλλη. Πολλές φορές δεν τέμνονται πουθενά, και οφείλουμε να το αναγνωρίζουμε αυτό το πράγμα. Αυτή είναι η πραγματικότητα.

– Θέλω να πάμε λίγο στον ρόλο της ενσυναίσθησης. Πριν λίγα χρόνια, δεν υπήρχε στο λεξιλόγιό μας και σήμερα το ακούς συνεχώς. Από τη μία είναι θετικό να έχουμε μια κοινωνία με πολίτες που διαθέτουν ενσυναίσθηση. Από την άλλη μήπως είναι αρκετά δήθεν;

Νομίζω ότι ο λόγος που βρήκαμε αυτή τη λέξη είναι γιατί την ψάχναμε, γιατί όντως δεν υπήρχε. Και γιατί συνειδητοποιήσαμε ότι δεν υπήρχε. Και όταν συνειδητοποιείς ότι σου λείπει κάτι, τότε μάλλον έχεις και την ανάγκη να το βαφτίσεις. Νιώθω δηλαδή ότι η έλλειψη ενσυναίσθησης και η ανάγκη για ενσυναίσθηση είναι υπαρκτές. Τώρα, αν κάποιος χρησιμοποιεί αυτή τη λέξη για viral λόγους, ναι, και αυτό το πιστεύω. Αλλά δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι υπάρχει αυτή η λέξη τόσο πολύ στην καθημερινότητά μας πια. Υπάρχει γιατί συνειδητοποιήσαμε ότι μάλλον είχαμε πολύ λίγη ενσυναίσθηση σε πολλά πράγματα ή ότι ζούμε σε μια εποχή όπου η έλλειψή της είναι φανερή.

– Τι πιστεύετε για την εφαρμογή της πολιτικής ορθότητας στον δημόσιο λόγο;

Εμένα με βοηθάει πάρα πολύ. Με έχει βοηθήσει στο να εξελιχθώ, στο να κάνω καλύτερα αστεία, στο να είναι πιο έξυπνα τα αστεία μου. Κάποιες φορές μπορεί να είναι και πιο δύσκολα, αλλά πιο ωραία και πιο ποιοτικά. Η πολιτική ορθότητα είναι ένα εργαλείο που σου λέει «καλό είναι να πεις αυτό, καλό είναι να μην πεις εκείνο. Ο λόγος για τον οποίο δεν θα πεις εκείνο, είναι αυτός και ο άλλος», σου το εξηγεί πολύ απλά. Είναι ωραίο εγχειρίδιο.

Είναι όμως άλλο η πολιτική ορθότητα και άλλο ο τρόπος με τον οποίο κάποιος μπορεί να αντιδράσει, επειδή εσύ δεν τη χρησιμοποίησες. Οι άνθρωποι που βγαίνουν και λένε «μας καταπιέζει η πολιτική ορθότητα». Δεν σε καταπιέζει η πολιτική ορθότητα. Σε καταπιέζει ο τρόπος με τον οποίο αντιδρούν κάποιοι όταν δεν τη χρησιμοποιείς. Η πολιτική ορθότητα είναι ένα εργαλείο. Οι κανόνες που έχει θεσπίσει η πολιτική ορθότητα είναι όλοι ολόσωστοι. Είναι σαν τα φανάρια που υπάρχουν στον δρόμο για να κυκλοφορήσουμε. Θα ανάψει κόκκινο, θα ανάψει πράσινο, δεν το κάνουν για να σε σπάσουν, το κάνουν για να ρυθμίσουν σωστά την κυκλοφορία.

– Πότε καταλαβαίνουμε πως κάποιος ξεπερνάει τα όρια της ηθικής; Όταν μας ενοχλεί;

Όχι φυσικά. Εγώ, κυρίως, κρίνω τους ανθρώπους από το πώς συμπεριφέρονται στους άλλους. Όχι από το πώς συμπεριφέρονται σε εμένα. Παρατηρώ. Βλέπω – έτσι γράφω κιόλας.

Ο Γιώργος Καπουτζίδης με τον Βίκτωρα Μοντζέλλι συζητούν στη γκαλερί του St George Lycabettus

– Από τι εμπνέεστε πια; Σίγουρα είναι διαφορετικά τα κριτήρια σε σύγκριση με παλαιότερα.

Τώρα πια εμπνέομαι από πράγματα που αγγίζουν την καρδιά μου. Αυτά μπορεί να με συγκινήσουν, να με κάνουν χαρούμενο, να με κάνουν να γελάσω ή να κλάψω. Κάποτε μπορεί να έψαχνα την ιδέα που θα μπορούσε να εντυπωσιάσει τους άλλους. Τώρα δεν ψάχνω αυτό. Και οι «Σέρρες 2» ξεκίνησαν επειδή κοίταξα μέσα στην καρδιά μου. Την κοίταξα για να δω τι θα κάνω, όχι για να σας εντυπωσιάσω. Δηλαδή, κάποτε έγραφα με αυτό το σκεπτικό – για παράδειγμα «οι Σαββατογεννημένες» ή το «Παρά Πέντε», έλεγα «θα τους άρεσε πολύ αυτό». Τώρα πια δεν σκέφτομαι έτσι.

– Έχετε αυτήν την πολυτέλεια όμως…

Ναι, αλλά δούλεψα για αυτήν την πολυτέλεια.

Παλαιότερα έψαχνα έναν τρόπο για να σας αρέσω ή να σας εντυπωσιάσω. Τώρα δεν θέλω να εντυπωσιάσω κανέναν. Θέλω απλώς να είμαι ευτυχισμένος, χαρούμενος και πολύ καλά με αυτό που είμαι και αυτό πολλές φορές μπορεί τελικά να καταλήξει εντυπωσιακό.

– Επειδή είναι αυθεντικό.

Μάλλον ναι.

– Ποιος είναι ο ρόλος της θρησκείας στη ζωή του ανθρώπου;

Θα έπρεπε να μας κάνει καλύτερους ανθρώπους.

– Πιστεύετε εσείς;

Ναι, πιστεύω. Θέλω να είμαι καλύτερος άνθρωπος. Θέλω να πιστεύω στο καλό, στην αγάπη. Προσπαθώ να τα έχω στη ζωή μου.

– Αν μπορούσατε να συναντήσετε τον Χριστό ή τον Διάβολο, ποιον από τους δύο θα επιλέγατε;

Τον Χριστό θα ήθελα να συναντήσω. Τον Διάβολο καθόλου.

– Είναι ο έρωτας είναι ένα υπερεκτιμημένο συναίσθημα; Αργά ή γρήγορα δεν ξεθωριάζει;

Σίγουρα. Το να το λέμε εμείς αυτό που έχουμε περάσει τα 50. Δεν είναι κάτι που μπορείς να το πεις σε έναν 20χρονο. Θα μας βρίσει. Και θα έχει και δίκιο. Ο έρωτας είναι απαραίτητος για τον άνθρωπο. Πρέπει να περάσουμε από αυτή τη φάση. Να ζήσουμε και τον τυφλό έρωτα – εκείνον που δεν καταλαβαίνεις από πού σου ήρθε. Όλα πρέπει να τα ζούμε με την ηλικία που έχουμε και να αγαπάμε την ηλικία μας. Να αγαπάμε τα χρόνια που πέρασαν, να αγαπάμε αυτά που ζήσαμε. Κι αν χρειαστεί να αποχαιρετήσουμε κάποια, να τα αποχαιρετήσουμε. Αν είναι να περάσουμε στην επόμενη φάση, να το κάνουμε χωρίς φόβο.

Σας το λέω και ως άνθρωπος που ερωτεύτηκα, αλλά που αυτή τη στιγμή επενδύω ολοκληρωτικά στην αγάπη, στην εκτίμηση, στη συνύπαρξη, στη συντροφικότητα. Στο να χτίσω μια όμορφη ζωή με έναν άνθρωπο. Εκεί θέλω να επενδύσω. Δεν περιμένω πια ανά πάσα στιγμή να μου έρθει κάτι κατακούτελα και να χάσω το φως μου. Κάποτε το ήθελα. Το περίμενα. Και καλώς το περίμενα. Οπότε, δεν θα πω ότι ο έρωτας είναι υπερεκτιμημένος· θα πω ότι είναι απαραίτητος.

– Στο πάρτι του ΑΝΤ1 που έγινε για την έναρξη της σειράς, είπατε πως δεν χρειάζεται να γίνετε ο καλύτερος δημιουργός, αλλά αρκεί να εξελίσσεστε. Πώς καταλαβαίνετε ότι είστε καλύτερος; Απλά επειδή σας αρέσει αυτό που κάνετε συγκριτικά με προηγούμενες δουλειές σας ή υπάρχει μια εσωτερική διαδικασία του δημιουργού που εμείς δεν μπορούμε να την αντιληφθούμε;

Θα ήθελα να απαντήσω το δεύτερο γιατί θα ακουγόταν πιο ψαγμένο, αλλά δεν υπάρχει. Καταλαβαίνω ότι γίνομαι καλύτερος, επειδή είμαι πιο χαρούμενος με το τελικό αποτέλεσμα που βλέπω. Και αυτός είναι, άλλωστε, ο μόνος τρόπος για να το μετρήσεις. Πώς αλλιώς να το μετρήσεις; Επίσης, το να εξαρτάσαι από τις γνώμες όλου του κόσμου, δεν γίνεται, θα ζαλιστείς. Δεν θα βγάλεις άκρη. Οπότε, ακούς το συναίσθημά σου. Θέλω αυτό που γράφω να πηγαίνει καλά – φυσικά και το θέλω και δόξα τω Θεώ πάει καλά. Αλλά δεν θέλω να κυνηγάω την ουρά μου· δεν γίνεται αυτό.

Θέλω να μπορώ να είμαι συμβατός με την εποχή μου. Να μη μείνω πίσω, να μη στηλώσω κι εγώ τα πόδια όπως αυτοί που λέγαμε πριν. Να είμαι ανοιχτός στην εξέλιξη, να αντιλαμβάνομαι τις αλλαγές που γίνονται και να βελτιώνομαι μέσα από αυτές. Θέλω, φυσικά, αυτό που κάνω να έχει επιτυχία. Απλώς, για εμένα, η επιτυχία πλέον δεν μετριέται τόσο με τα νούμερα – ούτε με το πόσοι τηλεθεατές ή εισιτήρια. Μετριέται περισσότερο με το πόσο με γεμίζει αυτό που κάνω και με το αν κατάφερε να αγγίξει κάποιες καρδιές. Αν ίσως άλλαξε, έστω και λίγο, τις ζωές κάποιων ανθρώπων. Τότε θα έχω κάνει κάτι χρήσιμο. Αυτό μπορεί να το πετύχει και μια παράσταση που κόβει 100.000 εισιτήρια και μια που κόβει 50.000. Τώρα, αν μου πείτε ότι ανέβηκε μια παράσταση και έκοψε 100 εισιτήρια όλο τον χρόνο, ναι, θα στενοχωρηθώ πάρα πολύ. Θα πω ότι ήταν αποτυχία και θα πρέπει να αναγνωρίσω ότι κάπου έκανα λάθος. Δεν εθελοτυφλώ. Ούτε θα πω «εσείς φταίτε που δεν το καταλάβατε».

– Σας φοβίζει αυτή η αποτυχία;

Κάποια στιγμή θα έρθει. Δεν τη θέλω, δεν είμαι τόσο άνετος. Και, ειλικρινά, δεν νιώθω ότι έχω ζήσει κάποια μεγάλη αποτυχία. Πράγματα που μπορεί να μην πέτυχαν τόσο εμπορικά, ναι, αλλά πλήρη αποτυχία, όχι. Ούτως ή άλλως, νιώθω ότι πια κινούμαι σε πελάγη λίγο πιο επικίνδυνα και λιγότερο ασφαλή. Πιο πειραματικά, απ’ αυτά στα οποία κινείται -κατά κύριο λόγο- η ελληνική μυθοπλασία. Στην τηλεόραση, σίγουρα δεν κινούμαι στα ήρεμα νερά που κινούνται οι περισσότεροι. Μην πω ότι έχω περάσει και Γιβραλτάρ και έχω βγει στον Ατλαντικό με ιστιοφόρο. Μήπως, τελικά, δεν τη φοβάμαι και τόσο την αποτυχία; Μήπως τελικά λέω απλώς «δεν πειράζει, εγώ θα τα περάσω και τα κύματα»; Μήπως είμαι υπεραισιόδοξος; Μπορεί.

– Γιατί δεν έχετε γράψει ποτέ μια σειρά εποχής για την τηλεόραση;

Δεν με ενδιέφερε καθόλου το πώς ζούσαν οι άνθρωποι τη δεκαετία του ’50 και του ’60. Με ενδιαφέρει το σήμερα. Τι κάνουμε τώρα. Και ως τηλεθεατής δεν μ’ ενδιαφέρει, δεν μου κάνει αίσθηση. Το έχω δει πάρα πολλές φορές. Έχω μεγαλώσει με σειρές της δεκαετίας του ’60, το ξέρω απέξω και ανακατωτά. Πώς ήταν η Αθήνα, τα φορέματα, τα χτενίσματα. Δεν με ενδιαφέρει να το ξαναδώ. Δεν μου δημιουργεί κανένα κίνητρο. Λυπάμαι. Καταλαβαίνω γιατί ο κόσμος το θέλει – γιατί με αυτό μεγάλωσε, κι υπάρχει η λογική του «εγώ αυτό ξέρω». Εμένα, όμως, θα με ενδιέφερε να γράψει κάποιος πώς είναι μια πολυεθνική το 2025. Πώς θα ήταν ένας κόσμος πίσω από ένα τζάμι που δεν έχω περάσει ποτέ. Πώς είσαστε εσείς στο site σας. Πώς ζείτε; Τι κάνετε; Πώς επικοινωνείτε; Δεν μου το έχει δείξει κανένας. Θα ήθελα να το δω. Το πώς είναι, τώρα, μια παλιά γειτονιά δεν με νοιάζει. Το έχω δει. Και το έχουμε δει όλοι χιλιάδες φορές, γιατί έχουμε δει 350 ελληνικές ταινίες στο μεγάλωμά μας τη δεκαετία του ’60.

– Για ποιον ηθοποιό του παλιού κλασικού ελληνικού κινηματογράφου θα θέλατε να είχατε γράψει κείμενο;

Σε αυτό δεν έχω απάντηση. Θα πω, όμως, ότι η κωμική αύρα που είχαν ήταν συγκλονιστική – όλοι τους. Είχαν φτιάξει ένα μικρό Χόλιγουντ, αυτοί οι άνθρωποι. Είχα τη χαρά να γνωρίσω τον Κώστα Βουτσά. Ήταν φοβερή έμπνευση και αυτές τις δυο τρεις συζητήσεις που κάναμε μαζί δεν θα τις ξεχάσω. Μια φορά είχε τύχει να είμαστε σε μια μάζωξη, μιλούσαμε. Υπέροχος άνθρωπος. Και επίσης, ο Κώστας Βουτσάς ήταν από τους πρώτους ανθρώπους που μου είπε ότι είμαι καλός ηθοποιός. Δεν θα το ξεχάσω αυτό. Τους θαύμαζα όλους. Θαύμαζα πολύ τον Ντίνο Ηλιόπουλο. Ήταν ένας άνθρωπος όπου δεν ήταν πολύ «ελληνικός» ο τρόπος που έπαιζε. Ήταν πολύ αμερικανικός ή αγγλικός. Πάντοτε τον θαύμαζα. Και τη Ρένα Βλαχοπούλου, επίσης… Νομίζω όμως ότι, αν διάλεγα τώρα να γράψω για κάποιον, για τον Ντίνο Ηλιόπουλο θα έγραφα.

– Έχουμε πάρα πολλούς ηθοποιούς. Δέχεστε ότι οι περισσότεροι είναι καλοί; Είμαστε μια χώρα που παράγει τόσους ηθοποιούς όσους μπορεί να καταναλώσει;

Ναι, έχουμε πολύ καλούς ηθοποιούς. Συμφωνώ σε αυτό. Οι δικοί μας εργάζονται και σε πολύ πιο δύσκολες συνθήκες. Ο δικός μας ο ηθοποιός πολλές φορές δεν έχει τον χρόνο να εκπαιδευτεί περισσότερο και με την ησυχία του σε αυτό το οποίο έχει να κάνει. Ούτε έχει λυμένα πράγματα όπως έχουν οι ξένοι ηθοποιοί. Τις μεταφορές τους, τα φαγητά τους, την πρόβα τους. Εμείς παλεύουμε πολύ μέσα στο 24ωρο. Έχουμε πολύ καλούς ηθοποιούς και είναι ωραίο αυτό.

– Η κριτική που γίνεται στην ιδιωτική τηλεόραση είναι δίκαιη ή άδικη;

Στην τηλεόραση μπορείς να δεις πολύ ωραία πράγματα. Πάντοτε μπορούσες να δεις πολύ ωραία πράγματα στην τηλεόραση και πάντοτε ήταν άδικο -και δεν μπορεί να είναι αντικειμενικό και σαφές- το να λες ότι «είναι όλα σκουπίδια». Δεν γίνεται. Κάποιο είναι καλό, κάποιο μπορεί να μην είναι καλό. Δεν μπορείς να τα βάζεις όλα στην ίδια κατηγορία.

– Είναι σωστό να λέμε «δεν μετανιώνω για τίποτα απ’ όσα έχω κάνει». Δεν φανερώνει μια μορφή αλαζονείας;

Είναι πάρα πολύ αλαζονικό. Λάθος. Αυτό είναι το κατεξοχήν επιχείρημα που χρησιμοποιεί κάποιος που δεν θέλει να καλυτερεύσει. Και άμα δεν καλυτερεύσει, δημιουργεί πρόβλημα και στους γύρω του. Το να πεις ότι «έκανα λάθος τι να κάνουμε; Δεν θα τυραννιέμαι», αυτό το καταλαβαίνω.

– Τι συμβολίζει η Αίγινα για εσάς; Αξίζει το ταξίδι ή τελικός προορισμός;

Είναι ο προορισμός. Είναι το σπίτι, είναι η ηρεμία, η ησυχία, είναι και η μοναχικότητα που μου είναι απαραίτητη. Περνάω όμορφα εκεί. Εκεί θέλω να είμαι. Αντιλαμβάνομαι ότι η έμπνευση της ανωνυμίας μου είναι τελικά η πιο δύσκολη συνθήκη που κλήθηκα να αντιμετωπίσω. Δόξα τω Θεώ δεν έχω αντιμετωπίσει μεγάλες δυσκολίες στη ζωή μου, δεν έχω περάσει από μεγάλα προβλήματα υγείας που να χρειάστηκε να πολεμήσω, δεν είχα τέτοια πράγματα. Αλλά αυτή ήταν μια συνθήκη η οποία με έχει δυσκολέψει πολύ τώρα πια. Φυσικά όταν ήμουν νέος το ονειρευόμουν και όταν έγινε αισθάνθηκα τέλεια, βγήκα έξω και πλέον με αναγνωρίζουν. Όμως όσο μεγαλώνω αυτό το πράγμα με δυσκολεύει.

– Δεν είναι οξύμωρο.

Ναι, ναι.

– Όταν είσαι νέος να πασχίζεις να γίνεις γνωστός και όταν μεγαλώνεις να θέλεις να είσαι άγνωστος.

Τρομερό. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Έχει να κάνει και αυτό που λέγαμε πριν με τον έρωτα και την αγάπη. Αλλάζουν οι ανάγκες μας και πρέπει να τις ακούμε. Πρέπει να συμβαδίζουμε με την ηλικία μας. Αν δεν συμβαδίζεις με την ηλικία σου και βιάζεσαι, αν δεν ακούσεις τις ανάγκες σου, εκεί είναι που κολλάς και δεν εξελίσσεσαι σαν άνθρωπος. Δεν το φοβάμαι τόσο πολύ τον χρόνο που περνάει. Αναγνωρίζω ότι κάθε ηλικία έχει τα καλά της. Όταν όμως μια ηλικία έχει σαν καλά μια ησυχία, μια ηρεμία που δεν χρειάζεται πια να κυνηγάω το απίστευτο όνειρο ή το οποιοδήποτε όνειρο, ας το απολαύσω. Δεν χρειάζεται να ζω σαν 30άρης που είναι συνέχεια στην τσίτα.Θέλω να μου το δώσει και λίγο ο κόσμος αυτό. Θέλω να μου δώσει λίγο την ησυχία που θέλω και είναι απαραίτητο να έχω σε αυτήν την ηλικία. Νιώθω πολλές φορές την ανάγκη του να είμαι σε ένα ήσυχο μέρος. Νιώθω την ανάγκη να είμαι άγνωστος μεταξύ αγνώστων ή γνωστός μεταξύ γνωστών – και στην Αίγινα νιώθω αυτό. Είμαι ένα μέλος μιας μικρής κοινότητας και με χαιρετάνε ως Γιώργο και τους χαιρετάω κι εγώ με το όνομά τους, δεν με χαιρετάνε ως τον κύριο Καπουτζίδη. Δεν μπορώ να είμαι 24 ώρες το 24ωρο ο κύριος Καπουτζίδης, μου είναι απαραίτητο να είμαι ο Γιώργος, που απλά θα περπατήσει και θα μιλήσει με τους φίλους του, δεν θα φωτογραφηθεί, δεν θα τον σταματήσουν για να βγούμε μια φωτογραφία. Απλά θα είμαι ο Γιώργος που περνάω στην Αίγινα και αυτό μου το δίνει η ησυχία.

– Τα λεφτά φέρνουν την ευτυχία;

Ο Μάικλ Κέιμ είχε πει κάτι πολύ αστείο. Αυτός που είπε ότι τα λεφτά δεν φέρνουν την ευτυχία, απλώς δεν ήξερε από πού να ψωνίσει. Δεν το συμμερίζομαι αυτό. Την ευτυχία δεν σ’ τη φέρνει κανένας. Την ευτυχία τη φτιάχνεις, την κυνηγάς, την προσπαθείς.

– Να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω, περίπου πριν από τρία χρόνια. Είχε ακουστεί πως θα κατέβετε στην πολιτική και θα είστε υποψήφιος ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, όταν ακόμη ο Αλέξης Τσίπρας ήταν πρόεδρος του κόμματος. Έγιναν επαφές και συζητήσεις με αυτό το αντικείμενο τότε;

Ποτέ δεν έγινε αυτό.

– Σας έχει γίνει πρόταση να κατέβετε στην πολιτική; Θα σας ενδιέφερε;

Τη σταματάω την πρόταση. Πριν γίνει η πρόταση, λέω όχι. Από τη βολιδοσκόπηση. Γιατί βολιδοσκοπήσεις μου έχουν κάνει πραγματικά από όλες τις μεριές. Δεν θέλω καθόλου να ασχοληθώ με την πολιτική. Γιατί θεωρώ ότι σε αυτόν τον χώρο θα δυστυχήσω 100%. Είμαι απολύτως βέβαιος ότι θα δυστυχήσω, το λέω τόσο απλά. Χωρίς να θέλω να κατηγορήσω κανένα κόμμα, καμία παράταξη. Είμαι σίγουρος ότι, αν τελειώσει αυτή η θητεία (αν υποθέσουμε ότι είμαι στην πολιτική), θα φύγω ένας δυστυχισμένος άνθρωπος και χειρότερος άνθρωπος από ό,τι είμαι τώρα. Δεν έχω κανέναν λόγο να περάσω αυτό το μαρτύριο.

– Φοβάστε μην σας διαβρώσει η πολιτική;

Όχι. Δεν θα με διαβρώσει, αλλά θα με κάνει δυστυχισμένο. Θα μου κάνει κακό. Όχι επειδή θα χαλάσει το αξιακό μου σύστημα, αλλά επειδή θεωρώ ότι το αξιακό μου σύστημα δεν θα μπορούσε να προσαρμοστεί στο αξιακό σύστημα κανενός κόμματος, εκεί θα γίνει η μάχη. Και θα χάσω από αυτή τη μάχη.

– Άνθρωποι με ένα αξιακό σύστημα διαφορετικό από αυτό των κομμάτων, έχουν να προσφέρουν στον πολιτικό βίο;

Δεν θεωρώ ότι θα τους επιτραπεί ποτέ ή ότι θα τους δοθεί η δυνατότητα να προσφέρουν. Νιώθω ότι θα έπρεπε να φτιάξουμε ένα πολιτικό σύστημα ξανά από την αρχή – σχεδόν από το μηδέν. Είναι λίγο σαν να βάζουμε μπαλώματα σε ένα πράγμα που ούτως ή άλλως είναι σαθρό. Θα μπορούσα να είμαι απλώς ένα ευχάριστο μπάλωμα, στην καλύτερη των περιπτώσεων. Δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να κάνω κάτι παραπάνω. Και ευχάριστο μπάλωμα δεν θέλω να γίνω. Και πολύς κόσμος δεν θέλει να γίνει κάτι τέτοιο και πολλοί άνθρωποι που λένε «αυτός θα ήταν καλός για πολιτικός», δεν ασχολούνται.

– Το «μαζί τα φάγαμε» -ως έννοια- σας βρίσκει σύμφωνο ή αντίθετο;

Νιώθω ότι είναι αληθές. Νιώθω ότι αντικατοπτρίζει την αλήθεια. Δεν ξέρω όμως αν είναι μια φράση που πρέπει να πει ένας πολιτικός. Από την άλλη, γιατί να μην ειπωθεί, αν και εγώ πιστεύω ότι έχει αλήθεια μέσα της; Μήπως τελικά ήταν μια από τις πιο ειλικρινείς φράσεις που έχουμε ακούσει από πολιτικό; Δεν ξέρω. Εσείς τι πιστεύετε; Αλήθεια το ρωτάω.

– Πιστεύω πως είχε μεγάλη δόση αλήθειας μέσα.

Κι εγώ αυτό πιστεύω. Σίγουρα μέσα σε αυτό το «μαζί» δεν είναι όλοι οι Έλληνες. Και δεν έχουν φάει αναλογικά τα ίδια. Εννοείται αυτό.

– Ο φασισμός συνήθως συνδέεται περισσότερο με τη δεξιά πλευρά της πολιτικής. Με την αριστερή, όμως, έχει συμπόρευση; Πώς το αντιλαμβάνεστε εσείς;

Πιστεύω ότι ο φασισμός δεν έχει χρώμα. Δεν είναι ούτε κόκκινος ούτε μπλε. Είναι μαύρος. Φασίστας μπορεί να γίνει οποιοσδήποτε. Φασίστας είναι ο άνθρωπος ο οποίος δεν θέλει οι άλλοι άνθρωποι να είναι ελεύθεροι. Αυτό δεν έχει να κάνει με πολιτική παράταξη. Ο φασισμός, για εμένα, είναι σχεδόν ψυχική ασθένεια. Δεν θα τον ταυτίσω, λοιπόν, με παράταξη. Και είναι κάτι το οποίο πρέπει να το ψάχνουμε γενικότερα, μέσα μας, αν κάποιοι το έχουμε, δεν έχει να κάνει με το τι ψηφίσαμε στις προηγούμενες εκλογές και το τι έχουμε σκοπό να ψηφίσουμε τώρα.

– Κύριε Καπουτζίδη, αυτά που έχετε πετύχει μέχρι τώρα είναι πολλά. Περισσότερα από όσα είχατε ονειρευτεί;

Όχι, όχι. Εγώ είχα ονειρευτεί να κερδίσω τη Eurovision, να πάρω Ολυμπιακά μετάλλια, να πάρω Όσκαρ. Αυτά ονειρευόμουν όταν ήμουν παιδί. Οπότε είναι πολύ πολύ λιγότερα, γιατί δεν έχω τίποτα από όλα αυτά. Πλάκα έχουν τα παιδικά μας όνειρα. Αλλά τα όνειρά μου έγιναν τελικά πράγματα που αγαπάω. Πράγματα τα οποία τα βλέπω ακόμα. Με συντροφεύουν, γιατί όλα αυτά είναι πράγματα που αγαπάω. Η περίοδος των Ολυμπιακών Αγώνων είναι για μένα πάνω από τα Χριστούγεννα, είναι τα δικά μου Χριστούγεννα, τη Eurovision επίσης, πόσο την ευχαριστιέμαι. Την επαφή με τον κινηματογράφο την έχασα λίγο για να πω την αλήθεια. Αυτά, βέβαια, ήταν παιδικά όνειρα.

Μεγαλώνοντας, δεν ξέρω τι ήλπιζα. Πάντως δεν είχα υποψιαστεί ποτέ πόσο χαρούμενο σε κάνει το να είσαι απλά ο εαυτός σου και να είσαι καλά με αυτό το οποίο είσαι. Πίστευα ότι πολύ χαρούμενο θα με έκανε η αποδοχή των άλλων και το χειροκρότημά τους. Αλλά δεν με έκανε τελικά αυτό. Είναι πολύ ωραίο, ευχαριστώ πάρα πολύ, νιώθω ευγνωμοσύνη για κάθε χειροκρότημα που άκουσα. Νομίζω ότι η ελευθερία του να είσαι ο εαυτός σου ήταν ένα όνειρο που δεν ήξερα ότι είχα και έγινε τελικά πραγματικότητα – ή τουλάχιστον θέλω να βαδίσω αυτόν τον δρόμο, στο να γίνει αυτό πραγματικότητα. Να νιώθω ελεύθερος. Δεν το έχω φτάσει, νομίζω ότι αυτή τη διαδρομή θέλω να ακολουθήσω. Η Αίγινα έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο σε όλη αυτή τη διαδρομή και εκεί το κατάλαβα όλο αυτό.