«Ο Νονός» αποτελεί την πιο δημοφιλή γκανγκστερική ταινία όλων των εποχών. Προβλήθηκε στους κινηματογράφους το 1972 και απέσπασε 11 βραβεία Όσκαρ, με αποτέλεσμα η παραγωγός εταιρεία Paramount να δώσει την έγκριση, και τα χρήματα, προκειμένου να ακολουθήσουν και τα δύο επόμενα εξίσου επιτυχημένα μέρη, που συμπλήρωσαν την ομώνυμη τριλογία του επικού δράματος που παρουσιάζει τον μετασχηματισμό της μυθιστορηματικής μαφιόζικης οικογένειας Κορλεόνε στη Νέα Υόρκη των μέσων της δεκαετίας του 1950. Κεντρικοί πρωταγωνιστές είναι ο Μάρλον Μπράντο που υποδύεται το μεγάλο αφεντικό της οικογένειας (Δον Βίτο Κορλεόνε) και ο Αλ Πατσίνο, ηλικίας 31 ετών τότε, που εμφανίζεται ως ο μικρότερος γιος του (Μάικλ Κορλεόνε), που αν και αμύητος στις παρανομίες, θα εξελιχθεί σταδιακά σε αρχιμαφιόζο.
Στην επίσημη αυτοβιογραφία του Αλ Πατσίνο, που μόλις κυκλοφόρησε και στα ελληνικά υπό τον τίτλο «Al Pacino: Sony Boy – Η επίσημη αυτοβιογραφία» (εκδόσεις Key Books), o ίδιος ο ηθοποιός αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο μια σειρά από άγνωστα περιστατικά που αφορούν την ταινία και έχουν μεγάλο ενδιαφέρον.

«Δεν με ήθελαν για τον ρόλο»
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά: «Από την Paramount δεν ήθελαν εμένα για τον ρόλο του Μάικλ Κορλεόνε. Ήθελαν τον Τζακ Νίκολσον, τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ, τον Γουόρεν Μπίτι ή τον Ράιαν Ο’Νιλ. Στο βιβλίο ο Πούτζο (σ.σ. αναφέρεται στον Αμερικανό συγγραφέα Μάριο Πούζο που το 1969 έγραψε το μυθιστόρημα «Νονός» στο οποίο βασίζεται η ταινία), έγραφε ότι ο Μάικλ αυτοαποκαλούνταν «ο φλώρος της οικογένειας Κορλεόνε». Υποτίθεται ότι ήταν μικροκαμωμένος, μελαχρινός, όμορφος με έναν ντελικάτο τρόπο και ότι δεν αποτελούσε ορατή απειλή για κανέναν. Η περιγραφή αυτή δεν ταίριαζε με τους τύπους που ήθελε το στούντιο. Βέβαια, αυτό δεν σήμαινε ότι θα έπαιρναν εμένα. Ωστόσο, σήμαινε ότι θα έπρεπε να κάνω δοκιμαστικό μπροστά στην κάμερα για τον ρόλο, κάτι που δεν είχα ξανακάνει, και ότι θα έπρεπε να πάω στη Δυτική Ακτή με αεροπλάνο, πράγμα που δεν ήθελα. Δεν με ενδιέφερε που επρόκειτο για τον Νονό. Δεν ήθελα να πάω στην Καλιφόρνια. Αλλά ο Μάρτι Μπρέγκμαν (σ.σ. κινηματογραφικός παραγωγός) μού είπε «θα μπεις στο κωλοαεροπλάνο», μου έδωσε ένα μπουκάλι ουίσκι για την πτήση κι έτσι βρέθηκα εκεί».
Και συνεχίζει: «Το βιβλίο «Ο Νονός» έκανε τεράστια επιτυχία, όλοι μιλούσαν γι’ αυτό και ήταν ενθουσιασμένοι με την ταινία που επρόκειτο να γυριστεί. Πριν καν κάνω το δοκιμαστικό μπροστά στην κάμερα, ο σκηνοθέτης Φράνσις Φορντ Κόπολα με πήγε σε έναν κουρέα στο Σαν Φρανσίσκο, γιατί ήθελε ο Μάικλ να έχει ένα αυθεντικό κούρεμα της δεκαετίας του ’40. Ο κουρέας άκουσε ότι θα γυρίζαμε την ταινία, έκανε ένα βήμα πίσω, το συνειδητοποίησε κι άρχισε να τρέμει. Αργότερα μάθαμε ότι έπαθε καρδιακή προσβολή. Κυκλοφορούσε η φήμη ότι επικρατούσε μεγάλο άγχος στα παρασκήνια. Υπήρχαν πολλά νεύρα μεταξύ των διευθυντών της Paramount, καβγάδιζαν έντονα. Ένιωθες την ένταση στον αέρα. Προσπάθησα να ηρεμήσω σκεπτόμενος ότι θα περάσει κι αυτό. «Σκέψου τον χαρακτήρα. Τι συμβαίνει στη σκηνή; Πού πηγαίνεις; Από πού ήρθες; Γιατί είσαι εδώ;» έλεγα στον εαυτό μου.
Η σκηνή του δοκιμαστικού
Έκανα επί μέρες δοκιμαστικά μπροστά στην κάμερα φορώντας μια πρώιμη εκδοχή της στρατιωτικής στολής του Μάικλ κι έχοντας μια συνεσταλμένη έκφραση. Πάντα αυτό το βλέμμα έπαιρνα. Υποθέτω ότι ήταν η μάσκα που κουβαλούσα, γιατί πάντα με βοηθούσε να τα βγάζω πέρα. Ωστόσο, οφείλω να ομολογήσω ότι η σκηνή που μου ζητήθηκε να ερμηνεύσω δεν ήταν και η καλύτερη που θα μπορούσαν να επιλέξουν. Ήταν η εναρκτήρια σκηνή του γάμου της αδελφής του Μάικλ, ο οποίος εξηγεί στην κοπέλα του, την Κέι (σ.σ. την υποδυόταν η Νταϊάν Κίτον), τι πραγματικά έκανε η οικογένειά του και ποιοι ήταν οι «παίκτες» στην επιχείρηση του πατέρα του. Ήταν μια αδιάφορη σκηνή εξιστόρησης πληροφοριών, στην οποία εγώ και η Νταϊάν Κίτον καθόμασταν σε ένα μουντό τραπεζάκι και πίναμε νερό, υποκρινόμενοι ότι ήταν κρασί, ενώ της εξηγούσα τα γαμήλια έθιμα της Σικελίας. Ήταν αδύνατο να αναδείξω το βάθος του χαρακτήρα. Ο τρόπος που θα ερμήνευα τον ρόλο του Μάικλ ήταν σαν να καλλιεργώ έναν κήπο˙ χρειαζόταν χρόνος για να φυτρώσουν λουλούδια. Πώς θα μπορούσα να αποδώσω τις ιδέες μου για εκείνον σε αυτή τη σκηνή; Αδυνατούσα να του δώσω ζωή σε αυτή τη σκηνή, κανείς δεν θα μπορούσε να το καταφέρει. Αλλά ιδού το μυστικό: ο Φράνσις (σ.σ. ο σκηνοθέτης) με ήθελε. Ήθελε εμένα και το ήξερα. Και δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα από το να σε θέλει ένας σκηνοθέτης. Είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να συμβεί σε έναν ηθοποιό, αλήθεια. Και μου γνώρισε την Νταϊάν Κίτον, που ήταν δώρο για μένα. Για τον ρόλο της Κέι είχε διάφορες ηθοποιούς που περνούσαν από οντισιόν, αλλά το γεγονός ότι ήθελε να με συνδυάσει με την Νταϊάν έδειχνε ότι την προτιμούσε».
«Γιαγιά, θα υποδυθώ τον Κορλεόνε»
Όταν ο Αλ Πατσίνο έμαθε ότι είχε σίγουρο τον ρόλο, πήρε τηλέφωνο τη γιαγιά μου και της είπε: «Θα παίξω στον Νονό! Θα υποδυθώ τον Μάικλ Κορλεόνε!». «Αχ, Σόνι μου (σ.σ. έτσι ήταν το παρατσούκλι του, από το ομώνυμο τραγούδι του Αλ Τζόλσον που κυκλοφόρησε το 1928), ο παππούς σου γεννήθηκε στο Κορλεόνε, από εκεί κατάγεται».
Ο πρωταγωνιστής αναφέρει στην αυτοβιογραφία του: «Δεν γνώριζα πού είχε γεννηθεί ο παππούς μου, το μόνο που ήξερα ήταν ότι είχε καταγωγή από τη Σικελία – όταν ο παππούς μου ήρθε στην Αμερική, έπαψαν να τον καταδιώκουν, κι αυτό ήταν αρκετό. Αλλά να μάθω ότι καταγόταν από το Κορλεόνε, από την ίδια πόλη που ο χαρακτήρας μου και η οικογένειά του πήραν το όνομά τους; Μάλλον κάποιος είναι με το μέρος μου, σκέφτηκα, γιατί πώς αλλιώς θα μπορούσε να συμβεί κάτι τόσο απίθανο, να πάρω εγώ τον ρόλο;

Εξακολουθούσα να πρέπει να κατανοήσω ποιος ήταν ο Μάικλ για μένα. Πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα, έκανα μεγάλες βόλτες, ανεβοκατέβαινα το Μανχάταν, από την 91η οδό μέχρι το Βίλατζ και πάλι πίσω, σκεπτόμενος πώς θα τον υποδυόμουν. Συνήθως ήμουν μόνος».
Η εναρκτήρια σκηνή του γάμου: Το μέγεθος της παραγωγής ήταν πρωτόγνωρο
«Για μένα τα γυρίσματα του «Νονού» ξεκίνησαν με την εναρκτήρια σκηνή του γάμου (σ.σ. της αδελφής του Μάικλ Κορλεόνε που υποδυόταν) και κράτησαν περίπου μία εβδομάδα στο Στάτεν Άιλαντ. Από την ταπεινή μου καθημερινότητα, βρέθηκα ξαφνικά εν μέσω μιας τεράστιας χολιγουντιανής ταινίας, σ’ ένα πλατό γεμάτο εξοπλισμό, φώτα που έκαιγαν, ράγες πάνω στις οποίες μετακινούνταν η κάμερα, γερανούς, μικρόφωνα που αιωρούνταν πάνω από τα κεφάλια μας μέσα σε μια ομάδα ηθοποιών με εκατοντάδες κομπάρσους, που όλοι δούλευαν υπό την καθοδήγηση του Φράνσις (σ.σ. του σκηνοθέτη Φάνσις Φορντ Κόπολα).
Το μέγεθος της παραγωγής ήταν κάτι πρωτόγνωρο για μένα. Ταυτόχρονα, όμως, ένιωθα άνετα και προσαρμόστηκα εύκολα. Επρόκειτο για μια μεγάλη σκηνή με πολύ κόσμο, αλλά συνήθισα το περιβάλλον. Σου έλεγαν να πας σε ένα συγκεκριμένο μέρος –στο μακιγιάζ, για παράδειγμα- και διέθεταν ολόκληρα δωμάτια γι’ αυτό. Πήγαινες εκεί και καθόσουν στη γωνιά ενός δωματίου. Έβλεπες ανθρώπους, τους χαιρετούσες. Κανείς δεν ήξερε ποιος ήμουν. Οπότε απλά πήγαινα και το απολάμβανα, ήμουν μια χαρά.
Έπειτα, άρχισα να δουλεύω. Πάντα ένιωθα λες και είχα έμφυτη σύνδεση με την κάμερα. Ακόμη και στο θέατρο, ο κόσμος μού έλεγε: «Φαίνεται να το ‘χεις με την κάμερα». Στην αρχή δεν πολυκαταλάβαινα τι εννοούσαν. Ίσως σχετιζόταν με το γεγονός ότι μεγάλωσα παρακολουθώντας ταινίες. Στους περισσότερους ηθοποιούς, όταν ξεκινούν να παίζουν σε παραστάσεις, πάντα τους λένε: «Δώσε περισσότερη ενέργεια. Μίλα πιο δυνατά. Δυνάμωσε τη φωνή σου». Το να είσαι μπροστά στην κάμερα είναι κάτι πιο προσωπικό. Συνήθως δεν ήξερα πού είναι η κάμερα, αν και ένας καλός κάμεραμαν θα καταλάβαινε ότι δεν ήμουν και τόσο εξοικειωμένος και θα το διευθετούσε. Στον «Νονό» ήμουν σε καλά χέρια».
«Ήμασταν βέβαιοι ότι παίζαμε στη χειρότερη ταινία όλων των εποχών»
Ο ηθοποιός αναφέρει ακολούθως πως μαζί με τη συμπρωταγωνίστριά του Νταϊάν Κίτον και κινηματογραφική σύζυγο πέρασαν τις πρώτες ημέρες των γυρισμάτων «γελώντας ο ένας με την πάρτη του άλλου, έχοντας να παίξουμε εκείνη την εναρκτήρια σκηνή του γάμου από το δοκιμαστικό που τόσο απεχθανόμασταν. Βάσει μόνο της συγκεκριμένης σκηνής, ήμασταν βέβαιοι ότι παίζαμε στη χειρότερη ταινία όλων των εποχών· όταν τελειώναμε τα γυρίσματα, γυρίζαμε στο Μανχάταν και μεθούσαμε. Πάει η καριέρα μας, σκεφτόμασταν.
Πίσω στο Χόλιγουντ, η Paramount άρχισε να αξιολογεί την ταινία που είχε γυρίσει ο Φράνσις και, για μία ακόμη φορά, αμφισβητούσαν ότι ήμουν ο κατάλληλος ηθοποιός για τον ρόλο. Στο σετ κυκλοφορούσε η φήμη ότι επρόκειτο να πάρω πόδι από την ταινία. Η έλλειψη δυναμικής ήταν αισθητή στα γυρίσματα, Επικρατούσε μια γενική δυσφορία, ακόμη και στο συνεργείο, όταν δούλευα, Είχα πλήρη επίγνωση της κατάστασης. Υπήρχαν φήμες ότι επρόκειτο να απολυθώ και, κατά πάσα πιθανότητα, το ίδιο θα συνέβαινε και στον σκηνοθέτη. Δεν ήταν ότι ο Φράνσις δεν τα πήγαινε καλά, εγώ δεν τα πήγαινα. Εκείνος, όμως, ήταν υπεύθυνος για την παρουσία μου στην ταινία.

Ένιωθα παράταιρος παίζοντας αυτό τον ρόλο, παράλληλα όμως ένιωθα ότι εκεί ανήκα˙ παράξενος συνδυασμός συναισθημάτων. Κανείς δεν θέλει να βρίσκεται σε ένα μέρος όπου είναι ανεπιθύμητος. Ίσως ήταν πιο εύκολο για μένα να αποχωρήσω, να γλιτώσω από αυτή την ταλαιπωρία. Αν με απέλυαν, άραγε θα ένιωθα ότι έχασα κάτι; Πιθανόν, αλλά είχα χάσει κι άλλα πράγματα στο παρελθόν και είχα ξανασηκωθεί στα πόδια μου. Δεν θεωρούσα σημαντική την καριέρα. Δεν ήταν κάτι που σκεφτόμουν».
«Αλ θέλω να κάνεις τρία πράγματα, δεν μιλάς ιταλικά, βγάλε τα από το κεφάλι σου»
Τα γυρίσματα της ταινίας, οδηγούν κάποια στιγμή τον Αλ Πατσίνο στη Σικελία, όπου θα γυρνούσε στη σκηνή που παντρεύεται ο ίδιος πλέον, ως Μάικλ Κορλεόνε. Ο κινηματογραφικός λοιπόν γάμος γινόταν στην περιοχή Απολλώνια «σε μια όμορφη τελετή όπου στεκόμουν εκεί με το μάλλινο κοστούμι μου, δίπλα στη Σιμονέτα Στεφανέλι, που υποδυόταν τη νύφη, και σε πολλούς Ιταλούς που δεν μιλούσαν αγγλικά. Δεν έμοιαζε η πιο δύσκολη σκηνή που θα γυρίζαμε, αλλά ο Φράνσις (σ.σ. ο σκηνοθέτης Φράνσις Φορντ Κόπολα) ήταν εκεί και με ένα μεγάφωνο στο χέρι φώναζε δίνοντάς μου οδηγίες. «Αλ, θέλω να κάνεις τρία πράγματα. Πρώτα, πας εκεί και μιλάς στους ανθρώπους που συμμετέχουν στη σκηνή. Μετά, φεύγεις και πας στη νύφη και χορεύετε βαλς. Στη συνέχεια, την παίρνεις και πάτε στο αμάξι και φεύγετε» μου είπε.

Κι εγώ, ως σωστός μεθοδικός ηθοποιός, του απάντησα: «Αφού δεν μιλάω ιταλικά, ρε Φράνσις». «Δεν πειράζει, βγάλε τα από το κεφάλι σου» μου είπε και συμφώνησα. Η κάμερα βρισκόταν σε απόσταση για μεσαίο πλάνο, όχι για κοντινό, οπότε δεν θα έβλεπαν τι ακριβώς έλεγα. Στη συνέχεια, όταν μου είπε «Πήγαινε και χόρεψε βαλς», γύρισα και του είπα: «Μα δεν ξέρω να χορεύω βαλς». Κούνησε το κεφάλι του, μου έριξε ένα δολοφονικό βλέμμα και φώναξε: «Ωραία, τότε απλώς χόρεψε μαζί της, και όταν τελειώσεις πήγαινε στο αυτοκίνητο και φύγε». Έπρεπε να βλέπατε το βλέμμα του όταν του απάντησα: «Φράνσις, λυπάμαι. Δεν ξέρω να οδηγώ». Μα πώς θα μπορούσε ένα παιδί από το Σάουθ Μπρονξ να έχει μάθει να οδηγεί όταν μία ζωή έπαιρνε τον υπόγειο σιδηρόδρομο; Το πρώτο μου δίπλωμα οδήγησης το πήρα στα 34. Εκείνη τη στιγμή ο Φράνσις εξερράγη: «Πες μου έναν λόγο που σε προσέλαβα. Υπάρχει κάτι που να ξέρεις να κάνεις;». «Δεν ξέρω αν μετράει, αλλά ξέρω να πλέκω καλάθια, οπότε θα είμαι ετοιμοπόλεμος όταν με διώξουν» του είπα. Οι κομπάρσοι ξέσπασαν σε γέλια καθώς παρακολουθούσαν αυτή τη στιχομυθία. Σήμερα, αναπολώ αυτή τη σκηνή με τρυφερότητα. Εκείνος ήταν ένας σκηνοθέτης που γύριζε μια ταινία κι εγώ ήμουν ένας ηθοποιός που δεν μπορούσε να κάνει τα περισσότερα από αυτά που του ζητούσαν. Αλλά χόρεψα όπως μπορούσα στον γάμο, πέταξα κάτι σκόρπια ιταλικά στους ανθρώπους εκεί, κατέβηκα τον λόφο, μπήκα στο κωλοάμαξο και οδήγησα για κάνα δυο μέτρα. Γι’ αυτό όλοι αγαπάμε τις ταινίες. Τα πάντα είναι δυνατά».