«Μπλόκο» στις μετεγγραφές των φοιτητών επιχειρούν να βάλουν με προσφυγή τους στο Συμβούλιο της Επικρατείας η Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, το Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών της Πολυτεχνικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και 115 μέλη του Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού των Σχολών.

Στην προσφυγή τους, η οποία θα συζητηθεί στην Ολομέλεια του ΣτΕ χαρακτηρίζουν αντισυνταγματική την διαδικασία και ζητούν να ακυρωθεί ολόκληρο το νομοθετικό πλαίσιο που αφορά τις μετεγγραφές.

Συγκεκριμένα, οι καθηγητές ζητούν να ακυρωθούν:

1) Η υπ’ αριθ. Φ1/161748/Β3/2014 απόφαση του υπουργού Παιδείας για την «ρύθμιση θεμάτων για τη μεταφορά θέσης εισαγωγής με οικονομικά κριτήρια του σχολικού έτους 2013−2014 στην τριτοβάθμια εκπαίδευση

2) Η υπ’ αριθ. Φ1/161753/Β3/2104 απόφαση του υπουργού Παιδείας για την «ρύθμιση θεμάτων για τη μεταφορά θέσης εισαγωγής πολυτέκνων, τρίτεκνων και ειδικών κατηγοριών».

Όπως αναφέρουν στην προσφυγή τους οι επίμαχες υπουργικές αποφάσεις αυξάνουν τον αριθμό των σπουδαστών σε 290 τουλάχιστον από τους 60 που δήλωσε η Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ, ότι μπορεί να εκπαιδεύσει. Παράλληλα επισημαίνουν ότι η πολιτεία δεν εκπόνησε καμία σχετική μελέτη για τους υπεράριθμους σπουδαστές, ούτε έλαβε υπόψιν το γεγονός ότι η εν λόγω Σχολή του ΕΜΠ, ακόμα και με τους υπάρχοντες σπουδαστές σήμερα, με μεγάλη δυσκολία επιτελεί τις διδακτικές, ερευνητικές και διοικητικές λειτουργίες της.

Η αύξηση του αριθμού των εισερχόμενων σπουδαστών, λένε, θα παραβιάσει προδήλως τη φέρουσα ικανότητα των Σχολών, οι οποίες όχι μόνο δεν θα μπορούν να ανταποκριθούν στο διεθνή ανταγωνισμό, αλλά θα αδυνατούν να λειτουργήσουν στοιχειωδώς ομαλά και να διατηρήσουν έστω ένα απλώς ανεκτό επίπεδο ποιότητας σπουδών.

Αυτό που υπογραμμίζουν είναι ότι δεν ρωτήθηκαν τα ΑΕΙ για τις μετεγγραφές στις Σχολές τους και αν μπορούν να ανταποκριθούν στον μεγάλο αριθμό των σπουδαστών επισημαίνοντας ότι ακόμη και το αρμόδιο υπουργείο δεν είναι σε θέση να υπολογίσει τους νέους σπουδαστές που όπως λένε «επίκειται να παραλύσει το επίπεδο σπουδών και την εν γένει λειτουργία των Ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης» .

Και αυτό, όπως εξηγούν, γιατί τα κριτήρια με τα οποία αποφασίστηκε η μετεγγραφή του μεγαλύτερου όγκου των αιτούντων δεν είναι ακαδημαϊκά και αντικειμενικά, αλλά υποκειμενικά και αυθαίρετα, καθώς βασίζονται σε τυχαία γεγονότα, όπως είναι η οικογενειακή και η οικονομική κατάσταση των αιτούντων.

Κατόπιν όλων αυτών, αναφέρουν οι πανεπιστημιακοί, η συνεχής αύξηση των σπουδαστών τελικά έχει ως αποτέλεσμα οι διαθέσιμοι χώροι διδασκαλίας να μην επαρκούν στο ελάχιστο και οι συνθήκες φοίτησης, διδασκαλίας και έρευνας να καθίστανται δυσχερείς.

Παράλληλα, υπογραμμίζουν ότι η Κυβέρνηση δεν έλαβε υπόψιν της ότι:

α) κατά το ακαδημαϊκό έτος 2004-2005 υπηρετούσαν στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ 106 μέλη ΔΕΠ, κατά το τρέχον ακαδημαϊκό έτος 2014-2015 υπηρετούν πλέον 77 και κατά το ακαδημαϊκό έτος 2018-2019 θα υπηρετούν 58, εφόσον δεν προκηρύσσονται νέες θέσεις για το διορισμό νέων μελών ΔΕΠ,

β) Το διοικητικό προσωπικό μειώθηκε, από 32 άτομα που υπηρετούσαν το 2010, σε 7 άτομα που υπηρετούν σήμερα και εξυπηρετούν το σύνολο των προπτυχιακών πενταετούς φοίτησης, μεταπτυχιακών και διδακτορικών σπουδαστών στους τέσσερις τομείς και τα εικοσιένα εργαστήρια της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ,

γ) Η χρηματοδότηση του ΕΜΠ και κατ’ επέκταση της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών μειώθηκε κατά 33% (σε σχέση με το 2010), με άμεση συνέπεια να καλύπτονται πλέον μόνο τα απολύτως βασικά έξοδα για φως, νερό, καθώς και οι ανελαστικές δαπάνες.

Δεν παραλείπουν, μάλιστα, να σημειώσουν ότι η χρηματοδότηση του ΕΜΠ (και κατ’ επέκταση της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών) έχει μειωθεί σε όλη τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης μέχρι σήμερα κατά 33%.

Μάλιστα, η κρατική χρηματοδότηση προς το ΕΜΠ κατά το έτος 2010 ανερχόταν σε 6.600.000 ευρώ, κατά το έτος 2012 μειώθηκε σε 5.566.500 ευρώ και κατά το έτος 2014 μειώθηκε ακόμη περισσότερο σε 4.500.000 ευρώ και η αναγγελθείσα χρηματοδότηση για το έτος 2015, η οποία θα είναι ακόμη χαμηλότερη του προηγούμενου έτους, δεν θα επαρκέσει να καλύψει ούτε τα απολύτως βασικά έξοδα για φως και νερό, καθώς και τις ανελαστικές δαπάνες.

Αντίστοιχα, η χρηματοδότηση του ΑΠΘ και κατ’ επέκταση του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών της Πολυτεχνικής Σχολής, έχει μειωθεί καθ’ όλη τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης μέχρι σήμερα κατά 80,45%.

Η κρατική χρηματοδότηση προς το ΑΠΘ κατά το έτος 2010 ανερχόταν σε 1.426.928,37 ευρώ, κατά το έτος 2011 μειώθηκε σε 570.771,35 ευρώ, κατά το έτος 2013 μειώθηκε σε 441.541,75 ευρώ και κατά το τρέχον έτος 2014 μειώθηκε ακόμη περισσότερο σε 302.463,98 ευρώ.