Τη θέση της Θεσσαλίας στον τουριστικό χάρτη της χώρας αποτυπώνει μελέτη του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας για την περίοδο 1980-2010, με το νομό Μαγνησίας να είναι αυτός που καταγράφει αύξηση επισκεπτών, ενώ οι υπόλοιποι εμφανίζουν διαχρονικά σταθερότητα.

Όπως προκύπτει από στοιχεία εργασίας του αναπληρωτή καθηγητή στο Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Σεραφείμ Πολύζου, και του Δρα. Γιάννη Σαρατση, Διδάσκων, Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, στο ίδιο Πανεπιστήμιο, η συνολική εικόνα μπορεί να χαρακτηριστεί ενθαρρυντική για το νομό Μαγνησίας και απογοητευτική για τους υπόλοιπους νομούς της περιοχής.

Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, ο νομός Μαγνησίας, στην περίοδο 1983-2010, όπως αναφέρουν τα στοιχεία της παραπάνω μελέτης, περίπου τριπλασίασε τον αριθμό των επισκεπτών, ενώ οι μεταβολές στους άλλους νομούς είναι μικρές ή οριακές. Συγκεκριμένα, ο νομός Τρικάλων περίπου διπλασίασε τον αριθμό των επισκεπτών, ο νομός Καρδίτσας εμφάνισε μια αύξηση μόλις 30%, ενώ ο νομός Λάρισας μείωσε τον αριθμό των επισκεπτών του.

Η σημαντικότερη όμως παρατήρηση, σύμφωνα με τους ερευνητές, είναι ότι, με κριτήριο τον αριθμό των συνολικών ετήσιων διανυκτερεύσεων, ο νομός Μαγνησίας κατέχει περίπου το 65% της συνολικής επισκεψιμότητας της Περιφέρειας, ενώ οι άλλοι νομοί μοιράζονται το υπόλοιπο 35%. Επιπλέον, προσθέτουν, με βάση την εξέλιξη των διανυκτερεύσεων στους νομούς κρίνεται ότι, η προοπτική της τουριστικής δραστηριότητας, με εξαίρεση το νομό Μαγνησίας, δεν είναι ιδιαίτερα ευοίωνη.

Αναφορικά με τη μέση ετήσια πληρότητα των ξενοδοχειακών καταλυμάτων στην περιφέρεια Θεσσαλίας, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., αυτή είναι περίπου 38-42%, ενώ οι αντίστοιχες τιμές για το σύνολο της χώρας κυμαίνονται από 55 έως 60%. Γενικότερα, συγκρινόμενη η Περιφέρεια Θεσσαλίας με τις υπόλοιπες περιοχές της χώρας εμφανίζεται με μικρή κατά μέσο όρο τουριστική ελκυστικότητα, διαπιστώνεται στη μελέτη.

Οι υψηλές τιμές του νομού Μαγνησίας ανεβάζουν το μέσο όρο στα τουριστικά στατιστικά μεγέθη της Περιφέρειας, δεδομένου ότι η επισκεψιμότητα των άλλων νομών είναι ιδιαίτερα χαμηλή ως προς τον εθνικό μέσο όρο.

Τύποι-υποπεριοχές

Η τουριστική ανάπτυξη στη Θεσσαλία, διευκρινίζουν οι παραπάνω επιστήμονες, διακρίνεται για τα ανομοιογενή χαρακτηριστικά της, τα οποία διαφοροποιούνται από περιοχή σε περιοχή. Έτσι, υπάρχουν τεσσάρων διαφορετικών τύπων υπο-περιοχές, ανάλογα με την τουριστική τους επισκεψιμότητα.

– Ώριμες περιοχές, υψηλής αναγνωρισιμότητας και τουριστικής “ελκυστικότητας” για επισκέπτες κυρίως από το εξωτερικό, όπως είναι τα νησιά των Σποράδων, το Πήλιο και τα Μετέωρα. Η φήμη τους είναι διεθνής και προσελκύουν επισκέπτες από όλο τον κόσμο, ενώ “σηκώνουν” το κύριο βάρος στη διαμόρφωση της τουριστικής επισκεψιμότητας της Θεσσαλίας.

– Δυναμικές περιοχές, που τα τελευταία χρόνια έχουν αναπτύξει μια καλή παρουσία, κυρίως όμως στον εγχώριο τουρισμό, όπως είναι η περιοχή της Λίμνης Πλαστήρα, τα αστικά κέντρα, η ορεινή περιοχή του Περτουλίου και τα παράλια της Λάρισας. Οι περιοχές αυτές δεν είναι αναγνωρίσιμες στο διεθνή τουρισμό.

– Χαμηλής ανάπτυξης περιοχές, όπου υπάρχει μια υποτυπώδης τουριστική δραστηριότητα, αλλά πολύ μικρής εμβέλειας, σε αρχικά στάδια ανάπτυξης, όπως είναι τα παράλια της περιοχής του Αλμυρού, το όρος Όθρυς, η περιοχή της Αργιθέας, η περιοχή της Ελασσόνας και των Χασίων.

– Αναξιοποίητες περιοχές, με σχεδόν μηδενική παρουσία του τουρισμού, όπως είναι η περιοχή του θεσσαλικού κάμπου, όπου η κυρίαρχη παραγωγική δομή, με έμφαση στον πρωτογενή τομέα, δεν μπορεί να αλλάξει.

Έτσι, διευκρινίζεται στην ίδια εργασία, υπάρχουν περιοχές με έντονα εποχικό μαζικό τουρισμό της κυρίαρχης μορφής “ήλιος-θάλασσα”, όπως είναι οι Σποράδες. “Πυρήνες” προσέλκυσης τουρισμού ειδικού ενδιαφέροντος, με μεγαλύτερη διασπορά στο χρόνο, όπως είναι τα Μετέωρα, περιοχές εξειδικευμένου τουρισμού, όπως είναι τα χιονοδρομικά κέντρα που προσελκύουν μόνο εγχώριους επισκέπτες και ενδιαφέρουσες αλλά οριακά αξιοποιημένες περιοχές, όπως είναι η Λίμνη Πλαστήρα.

Καταλήγοντας οι δύο ερευνητές, σημειώνουν ότι ο τουρισμός, παρά τη σχετικά μικρή πτώση που εμφάνισε την τελευταία δεκαετία, διατηρεί την ανταγωνιστικότητά του ως προς τις άλλες τουριστικά ελκυστικές χώρες. Επιπλέον, εκτιμούν ότι υπάρχουν προϋποθέσεις για την εξασφάλιση ανοδικής του πορείας στο μέλλον και τη δυνατότητά του να κινηθεί σε ένα νέο κύκλο ανάπτυξης τόσο σε εθνική όσο και σε περιφερειακή κλίμακα.