Πίστευα ότι θα ήταν ένα ήσυχο Σαββατοκύριακο. Μόλις έχω φθάσει οδικώς από την Αθήνα στο λιμάνι της Ερμιόνης το ζεστό βράδυ της προηγούμενης Παρασκευής και από τα ανοιχτά παράθυρα ακούω τα όσα λένε οι κάτοικοι της περιοχής στις ταβέρνες και τις καφετέριες.

«Συγκρούστηκαν δύο σκάφη στο Θυνί. Ένα ταχύπλοο με ξένους πήγε κι έπεσε πάνω σε μια ξύλινη βάρκα. Έχουν σκοτωθεί τουλάχιστον δύο άτομα!». Η ώρα είναι λίγο μετά τις 21:00.

Χωρίς περιστροφές αλλάζω πορεία και κατευθύνομαι προς την περιοχή του δυστυχήματος, αναζητώντας παράλληλα περισσότερες πληροφορίες μέσω του κινητού τηλεφώνου.

Η απόσταση που με χωρίζει από το συμβάν είναι γύρω στα 18 χιλιόμετρα. Για να τα διανύσεις όμως απαιτούνται περίπου 30 λεπτά καθότι η μισή διαδρομή είναι στενός χωματόδρομος. Στην πορεία, λίγο έξω από το Κρανίδι, το διοικητικό κέντρο της περιοχής, διασταυρώνομαι τυχαία με ένα τζιπ του Λιμενικού με αναμμένο φάρο. Το παίρνω από πίσω, σίγουρος ότι θα με οδηγήσει στο σημείο του συμβάντος.

Πράγματι, κόβει ταχύτητα μπροστά σε μια από τις βίλες της εφοπλιστικής οικογένειας Γουλανδρή που υπάρχουν στην περιοχή. Με εντολή του ιδιοκτήτη έχει ανοίξει η κεντρική πύλη προκειμένου να μπαινοβγαίνουν ασθενοφόρα και άνδρες του Λιμενικού ώστε να φθάσουν μέχρι την ιδιωτική προβλήτα, που αποτελεί και το πλησιέστερο σημείο από το δυστύχημα.

Έχει πέσει η νύχτα και τα σωστικά συνεργεία κάνουν ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατό με φακούς και προβολείς. Δημοσιογραφικά είμαι ο μόνος που βρίσκομαι στην περιοχή και τραβάω από απόσταση φωτογραφίες για λογαριασμό του newsbeast.gr, έχοντας ταυτόχρονα ανοικτή επικοινωνία με τους συναδέλφους στην αίθουσα σύνταξης, στην Αθήνα.

Δεν σκεφτήκαμε ούτε για μια στιγμή να εξασφαλίσουμε φωτογραφία των θυμάτων, αν και όπως έμαθα αργότερα υπήρξαν μέσα ενημέρωσης που τηλεφωνικά πίεζαν για κάτι τέτοιο, προσφέροντας μάλιστα και συγκεκριμένα χρηματικά ποσά. Μου το είπαν ανοικτά άνθρωποι που βοήθησαν στην ανάσυρση των σορών από τη θάλασσα.

Κάνω έναν γύρο με τα  πόδια προκειμένου να έχω μια πλήρη αντίληψη της περιοχής, καθότι εξ αποστάσεως το σκοτάδι δεν βοηθούσε.

Μιλάμε για ένα μέρος που ούτε δημόσιος φωτισμός δεν υπάρχει. Ερημιά, ιδίως το βράδυ. Συνομιλώ με ψαράδες που έχουν σπεύσει εκεί, δύτες, άνδρες του λιμενικού και κάποιους φύλακες από τα κοντινά εξίσου πολυτελή οικήματα που μόλις άκουσαν τον τραχύ ήχο της σύγκρουσης στράφηκαν προς την εσωτερική πλευρά του κόλπου της περιοχής Θυνί. «Η θάλασσα ήταν σχεδόν “λάδι” όταν έγινε ο διεμβολισμός. Είχε σουρουπώσει, αλλά ξεκάθαρα είχε ακόμη φως. Μιλάμε για ένα δυστύχημα που έγινε μόλις 350 μέτρα από την ακτή» θα μου πουν μεταξύ άλλων οι πρώτοι αυτόπτες μάρτυρες.   

Η ώρα έχει φθάσει περίπου μεσάνυχτα όταν κρίνω πως δεν έχει νόημα η περαιτέρω παραμονή μου στο θεοσκότεινο μέρος, που έπαιρνε ζωή μονάχα από την συνεχή κινητοποίηση των σωστικών συνεργείων. Κατευθύνομαι προς το τουριστικό Πόρτο Χέλι, στο λιμεναρχείο του οποίου υπάγεται η περιοχή. Άλλη κινητοποίηση εκεί. Ένστολοι πάνε κι έρχονται. Τα τηλέφωνα χτυπούν συνεχώς. Από ‘κει μαθαίνω τα πρώτα στοιχεία της προανάκρισης.

«Τα αλκοτέστ των Γάλλων επιβαινόντων είναι αρνητικά, από τα τρία αδέλφια που βρίσκονταν στο μοιραίο ξύλινο σκαρί οι δύο άνδρες έχουν σκοτωθεί και η γυναίκα χαροπαλεύει, ενώ αναζητείται ακόμη ο φερόμενος ως οδηγός του φουσκωτού, αν και αρχικά οι αλλοδαποί δηλώνουν από το σοκ ότι δεν θυμούνται ποιος ήταν στο τιμόνι». Αυτό το «φερόμενος» μου το τόνισαν αρκετές φορές και στο Θυνί πάντως.

Λίγο πριν τη μία το πρωί έχω αφήσει το λιμεναρχείο Πορτοχελίου και οδεύω προς το Κέντρο Υγείας Κρανιδίου.

Γύρω στα 7,5 χιλιόμετρα απόσταση που την διανύω γρήγορα. Παραδόξως επικρατεί απόλυτη ησυχία. Επιχειρώ να μάθω για την κατάσταση των τυχόν τραυματιών (πέραν της Ελληνίδας που είχε φύγει διασωληνωμένη για Αθήνα) αλλά με ενημερώνουν ότι εκεί βρίσκονται πλέον μονάχα τα πτώματα του δυστυχήματος.

«Άστα, τους έχει θερίσει η προπέλα, το θέαμα είναι αποτρόπαιο» μου λέει ένας από τους γιατρούς της εφημερίας. «Οι νεκροί είναι ηλικίας περίπου 65 ετών ο ένας και 75 ο άλλος. Έχουν ακρωτηριαστεί σε διάφορα σημεία. Σε χέρια, σε πόδια, σε τμήμα του κεφαλιού»…

Από την πρώτη στιγμή που είχε γίνει το δυστύχημα τους είχε ενημερώσει το λιμεναρχείο να βρίσκονται σε πλήρη ετοιμότητα γιατί «τα θύματα μπορεί να είναι πάρα πολλά». Ακόμη δεν είχαν κι αυτοί σαφή εικόνα. Άλλωστε ο πρώτος που βρέθηκε στην περιοχή της ναυτικής τραγωδίας ήταν ο δύτης Σ.Π. από την Κοιλάδα (τα πλήρη στοιχεία του βρίσκονται στη διάθεση της ιστοσελίδας) που όπως δήλωσε στη συνέντευξη που δημοσιεύσαμε, έσπευσε όταν τον ειδοποίησε το λιμεναρχείο Ερμιόνης που είχε μάθει για το συμβάν.

«Με γνωρίζουμε και ξέροντας ότι το πιθανότερο είναι να είμαι εκεί κοντά, με ρώτησαν εάν μπορώ να πάω και προσφέρθηκα κατευθείαν. Αντίκρισα μια εικόνα απόλυτης καταστροφής. Απελπιστική, δεν πρόκειται να την ξεχάσω ποτέ. Αρχικά εντόπισα τους δύο νεκρούς Έλληνες που βγάλαμε στη στεριά με τη βοήθεια του Λιμενικού Σώματος που στο μεσοδιάστημα είχε σπεύσει από στεριά και θάλασσα» μας εξομολογήθηκε μεταξύ άλλων κατ΄ αποκλειστικότητα. Αργότερα μίλησε και σε άλλα μέσα ενημέρωσης.

Μαθαίνω επίσης ότι παρά τα όσα έχουν ακουστεί, ο 44χρονος Γάλλος χειριστής του ταχύπλοου σύμφωνα με τη δικογραφία, δεν πέρασε από το Κέντρο Υγείας Κρανιδίου για να του παρασχεθούν οι πρώτες βοήθειες ή για προληπτικές εξετάσεις, κάτι που αν μη τι άλλο είναι ύποπτο.

Και μια λεπτομέρεια ακόμη, που δεν έχει γραφτεί. Το πανάκριβο φουσκωτό είχε αγοραστεί πρόσφατα και την προηγούμενη μέρα είχε βγει στη στεριά για συντήρηση και για τον έλεγχο κάποιου ζητήματος με τα μπαλόνια του.

Μάλιστα ο Γάλλος κάτοχος το παρέλαβε και πάλι την περασμένη Παρασκευή το πρωί, δηλαδή λίγες ώρες πριν θερίσει δύο ανθρώπινες ζωές! Αργά το απόγευμα είχε γίνει το κακό…

Γεώργιος Σαρρής