«Στα νερά τους» εκτιμάται ότι θα βρίσκονται και το 2013, στο εξωτερικό, τα ελληνικά ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας, με ναυαρχίδες την τσιπούρα και το λαβράκι, καθώς οι συνολικές εξαγωγές του κλάδου εκτιμάται ότι θα αυξηθούν περαιτέρω, κατά 5% σε σχέση με πέρυσι, ξεπερνώντας τα 405 εκατ. ευρώ (3,2% των συνολικών ελληνικών εξαγωγών και 25% των εξαγωγών ειδών τροφίμων). Ο ετήσιος τζίρος του κλάδου υπολογίζεται ότι προσεγγίζει σήμερα τα 800 εκατ. ευρώ και οι επενδύσεις τα 740 εκατ., σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε στη Θεσσαλονίκη, ο Βασίλης Σάντμπορω, μέλος της Επιτροπής Μάρκετινγκ του Συνδέσμου Ελλήνων Θαλασσοκαλλιεργητών.

Όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, κάθε εβδομάδα η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια εξάγει 2000 τόνους τσιπούρας και λαβρακίου σε 30 χώρες. Ωστόσο, τα περιθώρια ανάπτυξης των εξαγωγών φαίνεται ότι είναι ακόμη μεγάλα και προς τούτο «επιστρατεύεται» ολοκληρωμένο επιχειρησιακό πρόγραμμα προώθησης τσιπούρας/λαυρακίου, προϋπολογισμού 3,65 εκατ. ευρώ μέχρι το 2014, που υλοποιεί ο Οργανισμός Προώθησης Εξωτερικού Εμπορίου (ΟΠΕ).

Στόχος του ΟΠΕ είναι να βάλει την τσιπούρα και το λαβράκι ιχθυοκαλλιέργειας στο «μενού» περισσότερων κατοικιών και εστιατορίων σε Γαλλία και Γερμανία, αλλά και να αυξήσει την κατανάλωση στην Ελλάδα, επιχειρώντας ταυτόχρονα «μια πρώτη προσέγγιση στις αγορές Βουλγαρίας και Ρουμανίας», όπως γνωστοποίησε ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του Οργανισμού, Αλκιβιάδης Καλαμπόκης.

Σε πρώτη φάση, Γαλλία και Γερμανία βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του εξαγωγικού σχεδιασμού. Ήδη, τα συγκεκριμένα ελληνικά ψάρια έχουν στις δύο χώρες σημαντικό μερίδιο αγοράς, σε σύγκριση με τα εισαγόμενα λαβράκια και τσιπούρες άλλης προέλευσης (πχ, από τη βασική ανταγωνίστρια της Ελλάδας, την Τουρκία, που παράγει 90.000 τόνους ετησίως, έναντι ελληνικής παραγωγής 121.000 τόνων). Ωστόσο, αν οι καταναλισκόμενες ποσότητες τσιπούρας/λαβρακίου υπολογισθούν ως ποσοστό της συνολικής κατανάλωσης ψαριών όλων των ειδών στη Γαλλία και τη Γερμανία, το μερίδιό τους είναι κάτω του 1%!

«Η Ελλάδα έχει μερίδιο 58% στις συνολικές εισαγωγές τσιπούρας/λαβρακίου στη Γαλλία. Ωστόσο, στη συνολική κατανάλωση ψαριών όλων των ειδών στη Γαλλία, το μερίδιό τους (τσιπούρας/λαβρακίου) δεν ξεπερνά το 0,9%. Στη Γερμανία, τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 60% και 0,4%. ‘Αρα, υπάρχουν μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης», σημείωσε ο κ.Σάντμπορω, υπενθυμίζοντας ότι ο κλάδος απασχολεί άμεσα 10.000 εργαζόμενους και έμμεσα άλλους 8.000, ενώ η Ελλάδα -όπου δραστηριοποιούνται 65 εταιρείες- είναι η μοναδική κοινοτική χώρα με θετικό εμπορικό ισοζύγιο στα ιχθυηρά.

Το πρόγραμμα του ΟΠΕ περιλαμβάνει -μεταξύ άλλων- προσκλήσεις δημοσιογράφων/ επαγγελματιών του κλάδου από Γερμανία και Γαλλία και συμμετοχή σε διεθνείς εκθέσεις του είδους. Επίσης, θα πραγματοποιηθούν επτά ενημερωτικές και γευσιγνωστικές εκδηλώσεις σε μεγάλα εμπορικά κέντρα ανά την Ελλάδα και έξι ημερίδες σε μη παραθαλάσσιες περιοχές της χώρας. Το πρόγραμμα περιλάμβανε και εκπόνηση έρευνας καταναλωτών στην Ελλάδα, η οποία αποτύπωσε άγνοια των πολιτών, σε σχέση με τα προϊόντα ιχθυοκαλλιέργειας.

Σύμφωνα με την έρευνα, βασικός αντίπαλος των ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας στην Ελλάδα είναι τα «πελαγίσια». Όπως επισήμανε ο Τάσος Βελισσαρίδης της MRB Hellas, η έρευνα (σε δείγμα 2500 ατόμων άνω των 18 ετών πανελλαδικά), έδειξε ότι το 36,7% των ερωτηθέντων δεν τρώει ποτέ ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα ελεύθερης αλιείας είναι μόλις 5,3%! Παράλληλα, το 20,3% δήλωσε ότι τρώει ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας τουλάχιστον μία φορά εβδομαδιαίως, ενώ για τα «πελαγίσια» το αντίστοιχο ποσοστό απογειώνεται στο 49,7%.

Γιατί οι Έλληνες εμφανίζονται επιφυλακτικοί απέναντι στα ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας; Σύμφωνα με τον κ.Βελισσαρίδη, λόγω αρνητικών φημών, άγνοιας και ελλείμματος επικοινωνίας. Η άγνωστη σύσταση της τροφής των ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας και οι ασαφείς συνθήκες ανάπτυξής τους αποτελούν -σε ποσοστό 37% και 33,6% αντίστοιχα- τους λόγους που επικαλούνται οι καταναλωτές ως αφορμή για να τ’ αποφεύγουν. Κι όμως, τα ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας έχουν υψηλή διατροφική αξία και, κυρίως, αξίζουν τα λεφτά τους, συμπλήρωσε.