Μεσημέρι στο Κέντρο Φιλοξενίας του Σχιστού. Ο περισσότερος κόσμος, η συντριπτική πλειονότητα οικογένειες με παιδιά που διανυκτέρευσαν εδώ, κάθεται έξω από την είσοδο του πρώην στρατοπέδου, στον παράδρομο της λεωφόρου Σχιστού. Περιμένουν τα λεωφορεία για τα σύνορα.

Από τους 1.300 πρόσφυγες που κοιμήθηκαν χτες στο Κέντρο Φιλοξενίας του Σχιστού, το 90% έχει ήδη αναχωρήσει για τα σύνορα Ελλάδας-ΠΓΔΜ, αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Γιάννης Κουκουβιτάκης από την Υπηρεσία Πρώτης Υποδοχής. «Κάθε μέρα περιμένουμε κόσμο από το λιμάνι, ίσως έρθουν και επιστροφές από την Ειδομένη».

«Πρέπει να προετοιμαστούμε για το ενδεχόμενο να κλείσουν τελείως τα σύνορα στην Ειδομένη, οπότε θα χρειαστεί να φιλοξενηθεί πολύ μεγαλύτερος αριθμός ανθρώπων για αρκετό χρονικό διάστημα. Για αυτό, πρέπει να δημιουργηθούν μικρές δομές σε όλη την επικράτεια, δεν μπορείς να “στοιβάξεις” πέντε χιλιάδες ανθρώπους. Οι τοπικές κοινωνίες θα αγκαλιάσουν τους πρόσφυγες, αυτό θα επιτευχθεί καλύτερα με την άμεση επικοινωνία των πολιτών, όχι με το να ενημερώνονται από την τηλεόραση», επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο δήμαρχος Κερατσινίου Χρήστος Βρεττάκος.

Ο Ιμέρ, 46 χρονών από τη Συρία, καθηγητής και μουσικός στο επάγγελμα, έχει τα καλύτερα να πει για την Ελλάδα. «Οι άνθρωποι μας φέρθηκαν με ζεστασιά και μας βοήθησαν». Ήρθε πριν από τρεις μέρες από την Τουρκία στη Λέσβο με την 12χρονη κόρη του. Η γυναίκα του φοβόταν να διασχίσει το Αιγαίο και έμεινε πίσω με τα άλλα δυο παιδιά. «Όταν εγκατασταθούμε πια ασφαλείς στη Γερμανία, θα έρθουν», λέει ο Ιμέρ. Τον πληροφορώ για τις εξελίξεις, την απαγόρευση εισόδου των Αφγανών στην ΠΓΔΜ και πως, όπως γράφουν οι εφημερίδες, σταδιακά τα σύνορα θα κλείσουν πρώτα για τους Ιρακινούς και μετά για τους Σύρους. Δεν το ξέρει και αναστατώνεται. Εκείνη τη στιγμή που μιλάμε, έρχεται κάποιος με την ταμπέλα ενός ταξιδιωτικού πρακτορείου και φωνάζει: «Ήρθε πούλμαν, 20 οικογένειες να ανέβουν!» Χαιρετιόμαστε με τον Ιμέρ, ο οποίος πηγαίνει προς το λεωφορείο με την κόρη του.

Ένας άλλος άνθρωπος με ταμπέλα ταξιδιωτικού πρακτορείου με πλησιάζει και με ρωτάει ποια είμαι. Όταν του απαντάω πως είμαι δημοσιογράφος, ησυχάζει, φοβήθηκε, προφανώς, μήπως μπω κι εγώ στη δουλειά. «Οι παράνομοι θα πνίξουν και τους νόμιμους», μονολογεί φεύγοντας. Θυμάμαι εκείνη τη στιγμή ότι ο κ. Βρεττάκος είχε αναφέρει πως, όταν κάποιοι προσφέρθηκαν να μεταφέρουν δωρεάν κόσμο με τα αυτοκίνητά τους, οι ταξιδιωτικοί πράκτορες τους κυνήγησαν.

Εν τω μεταξύ φτάνει ΚΤΕΛ, το οποίο αρχίζει να γεμίζει. Όσοι αναχωρούν, είτε με ΚΤΕΛ, είτε με πούλμαν, έχουν ήδη εισιτήρια, τα έβγαλαν από τη Μυτιλήνη – 45 ευρώ το πλοίο και 45 ευρώ το λεωφορείο για Ειδομένη. «Τώρα με τα μπλόκα των αγροτών, κάνουμε και δέκα ώρες να φτάσουμε, γιατί πάμε από παρακαμπτήριους δρόμους», περιγράφει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο οδηγός του ΚΤΕΛ, ο οποίος ελέγχει και αν οι επιβάτες έχουν όλα τα χαρτιά τους, καθότι από τα σύνορα στην ΠΓΔΜ μπορούν να περάσουν πια μόνο με το διαβατήριο ή την ταυτότητά τους και όχι με το υπηρεσιακό έγγραφο που παίρνουν από τις ελληνικές Αρχές.

Παραδίπλα μια ομάδα αγοριών ετών δημοτικού ετοιμάζεται να φάει. Έφεραν το συσκευασμένο φαγητό -μακαρόνια με σάλτσα και τυρί, ρύζι, φακές και ψωμί- τρεις από την παρέα και κάθονται όλοι κάτω, μέσα σε γέλια και τα πειράγματα, να φάνε. Τα κάνω χάζι. Ένας μου προσφέρει το μπουκάλι με το νερό του να πιω, βγάζω κι εγώ το πλαστικό μπουκαλάκι από την τσάντα και τσουγκρίζουμε. Μια κυρία, μάνα προφανώς, έρχεται να τους μαζέψει για το πούλμαν. Παρατούν το φαγητό στη μέση, τα πράγματα έτοιμα δίπλα, χαιρετιόμαστε και φεύγουν. Καλό ταξίδι.

Γυρίζω κι εγώ να φύγω, κοιτάζοντας την περιοχή γύρω από τον προσωρινό καταυλισμό. Μάντρες με κοντέινερ και φορτηγά που πηγαινοέρχονται ανάμεσα στους πρόσφυγες, σε ένα μέρος στη μέση του πουθενά. Στην πλευρά του κέντρου φιλοξενίας, φαντάροι ξεφορτώνουν κούτες με νερά και τρόφιμα από στρατιωτικά οχήματα, τα οποία μπαινοβγαίνουν στο πρώην στρατόπεδο.