Πρόκειται για έναν από τους καλύτερους Έλληνες τερματοφύλακες όλων των εποχών που έκανε… θαύματα στα γήπεδα κυρίως τη δεκαετία του ΄80. Είχε το παρατσούκλι «φάντομ». Ο Νίκος Σαργκάνης άρχισε να παίζει ως ακραίος μπακ αλλά κατέληξε στη θέση του κίπερ επειδή όπως έχει πει μεταξύ άλλων «ο τερματοφύλακάς μας τραγούδαγε καθ’ όλη τη διάρκεια του παχινιδιού. Μετά από αυτό, πήγα την επόμενη μέρα να ζητήσω τη θέση του τερματοφύλακα…». Άρχισε την καριέρα του από τον Ηλυσιακό και το 1977 πήγε στην Καστοριά ενώ σκεφτόταν να παρατήσει το ποδόσφαιρο για να ακολουθήσει το επάγγελμα του ηλεκτρομηχανολόγου, που είχε σπουδάσει. Παρέμεινε στην ομάδα για τρία χρόνια όμως μέσα στην τριετία του πρόλαβε να κατακτήσει 1 κύπελλο Ελλάδας το 1980 κερδίζοντας στον τελικό τον Ηρακλή με 5-2! Μετά τις εμφανίσεις του, πήγε στον Ολυμπιακό και έμεινε εκεί για τα επόμενα πέντε χρόνια. Με την ομάδα του Πειραιά κατέκτησε τρία συνεχόμενα πρωταθλήματα (1981, 1982, 1983) καθώς και ένα κύπελλο Ελλάδας το 1981. Το 1985 τον αγόρασε ο Παναθηναϊκός και για τα επόμενα πέντε χρόνια έγινε κάτοικος της λεωφόρου Αλεξάνδρας. Με τους πράσινους κατέκτησε δύο πρωταθλήματα και τρία κύπελλα Ελλάδας. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι στο πρώτο του παιχνίδι με τη φανέλα του ΠΑΟ τέθηκε αντιμέτωπος με την πρώην ομάδα του την οποία και διέσυρε με 4 – 0. Ο Νίκος Σαργκάνης έκλεισε την καριέρα του στον Αθηναϊκό, στον οποίο αγωνίστηκε για δύο χρόνια μέχρι το 1992. Έπαιξε στην εθνική ομάδα και το παρατσούκλι «φάντομ» το οφείλει στους Δανούς δημοσιογράφους, οι οποίοι έμειναν έκπληκτοι από τις επεμβάσεις του στο ματς Δανίας – Ελλάδας. Σε εκείνο το παιχνίδι μάλιστα, δεν ήταν βασικός αλλά ο Αλ. Παναγούλιας του εμπιστεύτηκε το νούμερο 1 της ομάδας μετά τον τραυματισμό του Λευτέρη Πουπάκη. Τα τελευταία χρόνια, όπως λέει ο ίδιος στο newsbeast.gr, συνεργάζεται με τον Ηλία Μπέριο, με τον οποίο έχουν ένα αθλητικό κέντρο στο Γουδί στο οποίο υπάρχουν εγκαταστάσεις με γήπεδο 5×5, γυμναστήριο, σχολή χορού και ότι άλλο σχετίζεται με την άθληση παιδιών. Στις εγκαταστάσεις του, οι οποίες λειτουργούν από τέλη Αυγούστου μέχρι τέλη Ιουλίου πηγαίνουν παιδιά από 5 μέχρι 16 ετών. «Έξω από το παιδαγωγικό, υπάρχει και το εκπαιδευτικό κομμάτι. Δηλαδή το παιδί να μπορεί να κάνει αυτό που του αρέσει χωρίς να έχει στο μυαλό του τον πρωταθλητισμό ή τον επαγγελματισμό. Γιατί αν τα παιδιά σκέφτονται μόνο – ειδικά σε αυτή την ηλικία- το πώς θα γίνουν επαγγελματίες, τότε χάνουν τη χαρά του παιχνιδιού» λέει, αναφορικά με το τι συμβουλεύει τους νέους. Και πιστεύει ότι πρέπει να βλέπουν το ποδόσφαιρο σαν ένα άθλημα που τους αρέσει και να μην φανατίζονται. Ο βετεράνος τερματοφύλακας συμμετέχει στους αγώνες των παλαίμαχων του ΠΣΑΤ και στον ελεύθερό του χρόνο ψαρεύει και παίζει ρακέτες στην παραλία. Δείτε όλα τα πρόσωπα της στήλης «Πού βρίσκεται σήμερα;».