Αν μου έλεγαν ποτέ ότι θα αναγκαζόμουν να ασχοληθώ με ένα κείμενο της Ρίκας Βαγιάννη, δεν θα το πίστευα. Και λέω αναγκάζομαι όχι γιατί μου το ζήτησε κάποιος αλλά γιατί ελάχιστες φορές ένα κείμενο μου έχει προκαλέσει τάση προς εμετό και νευρικό γέλιο ταυτόχρονα. Ως εκ τούτου, αισθάνομαι υποχρεωμένος να το σχολιάσω.

Η κυρία αυτή έγινε σχετικά γνωστή στο πανελλήνιο αφενός λόγω του εξαιρετικού – διάσημου πατέρα της Γιάννη Διακογιάννη και αφετέρου λόγω των… πλούσιων σωματικών προσόντων της -προσόντα που αφειδώς παρουσίαζε στο τηλεοπτικό κοινό κάθε φορά που άλλαζε στάση πάνω στον τυχερό καναπέ της ΕΡΤ απ’ όπου και παρουσίαζε τις… υψηλοτάτου επιπέδου κρατικοδίαιτες εκπομπές της. Για μένα ήταν έκπληξη το γεγονός ότι ασχολείται και με τον… γραπτό λόγο.

Η θετική έκπληξη έδωσε γρήγορα τη θέση της στο πρώτο σοκ, τη στιγμή που κατάλαβα ότι η Ρίκα, που τόσο γλυκά εμπλούτισε τις νεανικές φαντασιώσεις μια μικρής μερίδας κακόγουστων συμμαθητών μου, έγραψε μια νεκρολογία με σκοπό να προσβάλλει ευθαρσώς έναν θύμα στυγνής και άνανδρης δολοφονικής επίθεσης, μόνο και μόνο γιατί διαφωνούσε με το στυλ της δουλειάς του!

Θίχτηκε η κυρία γιατί η ιδιότητα του «δημοσιογράφου» που ορθότατα και φυσιολογικά αποδόθηκε στον Σωκράτη Γκιόλια είναι και δική της. Φυσικά δεν υπηρετούσαν το ίδιο είδος δημοσιογραφίας. Εκείνη είναι λίγο πιο soft, πιο γλυκιά , πιο γατούλα, πιο παιχνιδιάρα. Ο Γκιόλιας ήταν λίγο «Τριανταφυλλόπουλος», λίγο «τρωκτικός»!

Δύο μέρες λοιπόν μετά τη δολοφονία του, η κυρία αποφάσισε να κάνει αυτή τη διάκριση , ξεκαθαρίζοντας ότι «Γκιόλιας δεν ήταν ένας από εμάς (τους δημοσιογράφους)». Επέλεξε τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή για να διαλαλήσει ότι μόλις άκουσε το νέο αναρωτήθηκε: «Ποιός μ…… έκανε τον Γκιόλια ήρωα;» Φρίκη , δεν συμφωνείτε;

Κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να θαυμάζει τη δουλειά κάποιου. Πόσο μάλλον όταν η δουλειά αυτή γίνεται με τρόπο και ύφος επιθετικό, χωρίς εκπτώσεις, μακριά από τα ειωθότα. Πιθανώς να μην συμφωνώ ούτε εγώ με αυτό το ύφος ή το στυλ. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα εκφράσω -με τόλμη και καλά- την οξεία αντίθεσή μου προς αυτά, δύο ημέρες μετά από την τραγική δολοφονία του δημοσιογράφου.

Θλιβερή, προφανώς με ελλειμματική συναισθηματική νοημοσύνη, άξια χλευασμού η κυρία. Θα έπρεπε να είχε τη στοιχειώδη ευπρέπεια και αντίληψη έτσι ώστε να καταλάβαινε ότι όταν ο πατέρας ενός 2χρονου παιδιού -ο οποίος δεν είναι φυσικά κοινός εγκληματίας- δολοφονείται από τρομοκράτες, οφείλουμε να σεβαστούμε αν μη τι άλλο τη θλίψη της οικογένειάς του και να μην αναλωνόμαστε φυσικά σε μονολόγους παράκρουσης που αποκαλύπτουν ισχυρά πλέγματα, αντιπάθειες και πιθανή κατανάλωση μεγάλης ποσότητας…αλκοόλ.

Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να προσθέσω κάτι άλλο. Λυπούμαι πολύ για τον μακαρίτη, ελάχιστα για την κυρία κι εύχομαι να διαβάσει το εμετικό κείμενό της κάποιος από αυτούς που την πληρώνουν.

Πάτροκλος Κουδούνης


Τι λέει η Ρίκα Βαγιάνη για τον Σωκράτη Γκιόλια

Μία άποψη διαφορετική απ’ αυτές που έχουν διατυπωθεί τις τελευταίες ώρες για τον Σωκράτη Γκιόλια εκφράζει η Ρίκα Βαγιάνη, μέσω της στήλης της στο protagon.gr.

Διαβάστε το άρθρο της Ρίκας Βαγιάνη, με τίτλο «Ένας από εμάς»:

Θα ξεράσω με τις αγιογραφίες. Ο μακαρίτης είχε πιο φανατικούς εχθρούς κι από τον Μέριλιν Μάνσον. Στην καλύτερη και πιο έντιμη περίπτωση είχε «ορκισμένους πολέμιους».

Γράψτε ό,τι θέλετε, (γι αυτό άλλωστε, έχουμε τα σχόλια παρακάτω) αλλά εγώ δεν μπόρεσα να καταπιώ ποτέ το είδος δημοσιογραφίας που εκπροσωπεί η λογική της κρυφής κάμερας, το ρεπορτάζ- αγιατολλάχ και η ανώνυμη μπλογκογραφία με σημαία Λιβερίας. Τον μακαρίτη (και όλη τη σχολή που δημιούργησε) τον «συμπαθούσα» τόσο πολύ, που η πρώτη πρώτη μου, απαίσια, ομολογώ σκέψη μετά το φονικό ήταν: «Ποιος μ… τον έκανε ήρωα;».

Η λογική του «Τρωκτικού» είναι το είδος της ενημέρωσης που λατρεύω να μισώ. Αντιπροσωπεύει όλα όσα μου έμαθαν ότι δεν είναι δημοσιογραφία: αρλούμπες καταγγελίες, ντεμέκ αποκαλύψεις κουτουρού, κάτι χύμα ανορθογραφίες και κουίζ κυτταρίτιδας σε αμοντάριστα πλάνα- ο δε όρος «διασταύρωση»; Μόνο ως σύντομο ανέκδοτο ή σήμα της Τροχαίας λειτουργεί στο μαγαζί αυτών των παιδιών.

Είμαι παλιό κεφάλι και αγύριστο. Στο μεσόκοπο πλέον μυαλό μου, που ακόμα δουλεύει με συντακτική ιεραρχία, τακτοποιημένα κασέ και μονόστηλα, όλο αυτό ισοδυναμούσε ένα κακόηχο ψηφιακό παραλήρημα.

Δεν ήξερα να πω ακριβώς τι δουλειά έκαναν τα παιδιά του Τρωκτικού, πάντως με σιγουριά μπορούσα να δηλώσω ότι δεν ασκούσαμε το ίδιο επάγγελμα. Κι όταν άρχισε να σέρνεται γύρω μας αυτό το τοξικό σάλιο, αυτό το χρονικό μιας προαναγγελθείσης δολοφονίας δημοσιογράφου, ο τελευταίος άνθρωπος που θα μπορούσα να ποτέ σκεφτώ ότι θα ήταν στόχος των εκτελεστών, ήταν ένας «Τρωκτικός.

Βλέπετε, δεν τον θεωρούσα «έναν από μας». Πώς θα μπορούσα άλλωστε; Τα μισά του posts χάλαγαν τον κόσμο γράφοντας ή φιλοξενώντας ανορθόγραφες κραυγές για τους «αλήτες, ρουφιάνους δημοσιογράφους». Διαχώριζε (εκείνος ή η σχολή που δημιούργησε) πλήρως και απολύτως τη θέση του από το επαγγελματικό μας συνάφι.

Έγραφε πολύ συχνά ανώνυμα ή ψευδώνυμα, πράγμα που αντιλαμβάνεσθε τι αβύσσους αντιπαλότητας μπορεί να δημιουργήσει με μια διαδικτυακή γειτονιά όπως αυτή του Protagon, ας πούμε, όπου αν δεν υπογράφεις τα κείμενά σου φαρδύπλατος, με τη φωτογραφία σου φάτσα-φόρα, απλώς δεν υπάρχεις.
Δεν ήταν «ένας από μας».

Και μετά τον εκτέλεσαν. Μπορεί να πάγωσε το αίμα μου αλλά περιέργως, ξεπάγωσε το μυαλό μου. Σκέφτηκα «διαφορετικά», που λέμε κι εδώ, στο δικό μας μαγαζί: σκέφτηκα πώς υπάρχει μόνο ένα πράγμα που σιχαίνομαι περισσότερο από τη λογική του ρεπορτάζ-ταλιμπάν, κι αυτό είναι οι ίδιοι οι Ταλιμπάν. Υπάρχει ένα πράγμα που με φοβίζει περισσότερο από την ασύδοτη αρβύλα στο όνομα της ελεύθερης έκφρασης, κι αυτό είναι η κατάργηση της ελεύθερης έκφρασης.

Είμαι παλιό κεφάλι, αγύριστο. Τους αντιπάλους μου τους θέλω ολοζώντανους, υγιέστατους, και στην καλύτερή τους φόρμα, για να μπορώ να τους αντιμάχομαι, με ιδέες, πράξεις και επιχειρήματα. Εκατό χιλιάδες ανώνυμα «τρωκτικά» να ξεφυτρώσουν, τίποτα δεν μπορεί να με τρομάξει από τα κείμενά τους (εκτός ίσως, από το πόσο ανορθόγραφα τα γράφουν, καμιά φορά!) Αλλά ένα και μόνο χτύπημα κουδουνιού, σ΄ένα διαμερισματάκι στην Ηλιούπολη, στις πέντε το πρωϊ; Ένας νέος άντρας που αφήνει ξεψυχώντας, τη γυναίκα που αγαπούσε, μ’ ένα μωράκι στην αγκαλιά κι άλλο ένα στην κοιλιά;

Ναι, ξερνάω με τους βαρυπενθούντες κροκοδείλους που θα έκαναν πάρτυ με βίζιτες στο Αβέρωφ, αν τον πατούσε, κατά λάθος, ένα τρένο. Ναι, είχε κάργα εχθρούς. Αλλά αυτός ο άνθρωπος, αγαπητός, μισητός, συμπαθής ή όχι, ήταν αναπόσπαστο μέρος του ελληνικού μιντιακού μικρόκοσμού μας.

Και φυσικά, ήταν «ένας από μας».

Ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.

(ΥΓ. Τα βαθύτατα, ειλικρινέστερα, ολόψυχα συλλυπητήριά μου στους οικείους του θύματος. )