Ένα αρκετά φιλόδοξο πρόγραμμα, που για τη δομή των ΗΠΑ μοιάζει «ξένο», έχει εκπονήσει προεκλογικά ο Τζο Μπάιντεν, πρώην αντιπρόεδρος της χώρας και ένας από τους κεντρικούς υποψήφιους για το προεδρικό χρίσμα των Δημοκρατικών για τις εκλογές του 2020.

Πιο συγκεκριμένα, θα χρησιμοποιήσει τη φορολογία των πλουσίων και των εταιρικών κοινοπραξιών για να καλύψει το οικονομικό κόστος των 3,2 τρισ. δολαρίων, για την αναβάθμιση των υποδομών της ανώτερης εκπαίδευσης και του συστήματος υγείας που έχει υποσχεθεί, σύμφωνα με τις βασικές αρχές του προγράμματος που θα υλοποιήσει, σε περίπτωση που εκλεγεί στην προεδρία.

Οι βασικές αρχές του προγράμματος του περιλαμβάνουν -για πρώτη φορά- και την οικονομική αποτίμηση της υλοποίησής του, μέσω της επιβολής ελάχιστης φορολογίας στις κερδοφόρες εταιρίες, που πληρώνουν λιγότερο από το επίσημο ποσοστό φορολογίας που τους αναλογεί.

Η φορολόγηση αυτή μπορεί να εφαρμοστεί σε εταιρίες όπως, η Amazon.com Inc.

Η προεκλογική εκστρατεία του Μπάιντεν εκτιμά ότι το ελάχιστο ποσοστό φορολογίας 15% στις πιο κερδοφόρες επιχειρήσεις θα μπορεί να επιφέρει έσοδα 400 δισεκατομμυρίων δολαρίων, τα οποία θα χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη του οικονομικού κόστους των 1,7 τρισεκατομμυρίων δολαρίων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αλλά και για την αναβάθμιση των υποδομών στις ΗΠΑ.

Ο πρώην αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, προηγούμενα μέσα στην χρονιά, έχει ασκήσει κριτική στη μηδενική καταβολή ομοσπονδιακού φόρου από την Amazon το 2018, τονίζοντας ότι καμία εταιρία που έχει κέρδη δισεκατομμυρίων δολαρίων δεν θα έπρεπε να πληρώνει χαμηλότερο φόρο, από τον φόρο που πληρώνουν οι πυροσβέστες και οι δάσκαλοι.

Από την πλευρά της, η Amazon υποστηρίζει ότι πληρώνει για «κάθε σεντ» που κερδίζει.

Οι εταιρίες στις ΗΠΑ μπορούν να μειώσουν την φορολογία που καταβάλλουν με μια σειρά από τρόπους, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και η φορολογική απαλλαγή που προϋποθέτει την υλοποίηση επενδύσεων ή μέσω της αναφοράς ζημιών στις φορολογικές αρχές, αφού έχουν περάσει χρόνια μετά την καταγραφή τους.

Ωστόσο, οι προτάσεις στο οικονομικό πεδίο μεταξύ των υποψηφίων για το προεδρικό χρίσμα των Δημοκρατικών διαφέρουν ουσιαστικά.

Η δημοκρατική γερουσιαστής, Ελίζαμπεθ Γουόρεν, προτείνει για παράδειγμα την δαπάνη 20,5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων μέσα σε μία δεκαετία μόνο για τον τομέα της πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας, στο πλαίσιο του συστήματος (Medicare for All).

Η ίδια υποστηρίζει ότι η υλοποίηση του προγράμματός της θα βελτιώσει αλλά και θα μειώσει το κόστος των υπηρεσιών στον τομέα της υγείας.

Το κόστος της δαπάνης για την μεταρρύθμιση του τομέα της υγείας στο πρόγραμμα της Γουόρεν θα καλυφθεί μερικώς από την αύξηση της φορολογίας των πλουσίων και των εταιρικών κοινοπραξιών.