Η Ολλανδία ενδέχεται να αποτελέσει το δωδέκατο ευρωπαϊκό κράτος που θα συμμετάσχει στην ενισχυμένη συνεργασία για τη θέσπιση ενός φόρου στις χρηματοοικονομικές συναλλαγές, ανακοίνωσε χθες ο υπουργός Οικονομικών της χώρας Γέρουν Ντάισελμπλουμ, προθέτοντας όμως ως όρο συγκεκριμένες προϋποθέσεις.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έλαβε επιστολές από 11 χώρες οι οποίες δηλώνουν πως θα ήθελαν να συμμετάσχουν σε αυτήν την ενισχυμένη συνεργασία, υπογράμμισε ο ευρωπαίος επίτροπος αρμόδιος για τη Δημοσιονομική Πολιτική Άλγκιρντας Σέμετα, κατά τη διάρκεια της συνόδου των υπουργών Οικονομικών στις Βρυξέλλες.

Μεταξύ των πρώτων χωρών που προσχώρησαν στην πρωτοβουλία ήσαν η Γαλλία, η Γερμανία, το Βέλγιο, η Πορτογαλία, η Σλοβενία, η Αυστρία, η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία, γεγονός που επέτρεψε τη δρομολόγηση της διαδικασίας στα μέσα Οκτωβρίου, καθώς απαιτείτο η συμμετοχή τουλάχιστον εννέα κρατών. Στη συνέχεια προσχώρησαν και η Σλοβακία και η Εσθονία.

Ο Ολλανδός υπουργός Οικονομικών Γέρουν Ντάισελμπλουμ προέταξε ωστόσο μία σειρά προϋποθέσεων, ιδιαίτερα την εξαίρεση των συνταξιοδοτικών ταμείων. «Εάν οι προϋποθέσεις πληρούνται, εμείς ευχαρίστως θα συμμετέχουμε», πρόσθεσε.

Ο Σέμετα εξέφρασε την «ευαρέσκειά του» για την θέση της Ολλανδίας. «Μία ουσιαστική πρόταση θα συζητηθεί και θα θιγούν διάφορες συμβιβαστικές προτάσεις», υποσχέθηκε ο ίδιος.

Ο επίτροπος διαβεβαίωσε πως «η ενισχυμένη συνεργασία δεν πρόκειται να υπονομεύσει την εσωτερική αγορά», απαντώντας στις ανησυχίες που έχουν εκφράσει χώρες, όπως οι Πολωνία, που δεν εντάσσονται σε αυτήν τη συνεργασία.

Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, του οποίου η χώρα αποτελεί ένα από τα αίτια της διαδικασίας αυτής ζήτησε να επιταχυνθεί η εφαρμογή του φόρου: «θα πρέπει να προχωρήσουμε τώρα», δήλωσε.

Προτού δρομολογηθεί η διαδικασία, θα απαιτηθεί και η σύμφωνη γνώμη του Ευρωκοινοβουλίου και κατόπιν θα πρέπει να της δοθεί η έγκριση και από το Συμβούλιο των αντιπροσώπων των κρατών μελών.

Τότε και μόνον τότε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα μπορέσει να παρουσιάσει μία πρόταση, η οποία θα βασίζεται στην αρχή που είχε παρουσιάσει το περασμένο έτος για επιβολή φόρου σε όλες τις συναλλαγές των χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων (τράπεζες, Χρηματιστήρια, επενδυτικές εταιρείες, ασφάλειες, hedge funds).

Ο φόρος επί των μετοχών και ομολόγων θα ανέρχεται στο 0,1% και στα συμβόλαια στο 0,01% και θα εφαρμόζεται αφ’ ης στιγμής τουλάχιστον ένα από τα ιδρύματα που συμβάλλονται στην συναλλαγή έχει έδρα στην ΕΕ, έστω και εάν αυτή πραγματοποιήθηκε στο εξωτερικό.