Η καθημερινότητα των ελληνικών νοικοκυριών παραμένει ασφυκτική, παρά τους θετικούς μακροοικονομικούς δείκτες και το αφήγημα της ανάπτυξης.
Τα τελευταία συγκριτικά στοιχεία για το επίπεδο διαβίωσης στην Ευρώπη αποτυπώνουν με σαφήνεια ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να κινείται στις χαμηλότερες θέσεις ως προς την πραγματική αγοραστική δύναμη των πολιτών της.
Οι Έλληνες, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, κατατάσσονται στις χώρες με τη χαμηλότερη πραγματική ατομική κατανάλωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δείκτη που αποτυπώνει τα αγαθά και τις υπηρεσίες που πράγματι καταναλώνουν τα νοικοκυριά, σε όρους αγοραστικής δύναμης. Το 2024, η κατά κεφαλήν κατανάλωση στην Ελλάδα διαμορφώθηκε 21% χαμηλότερα από τον μέσο όρο της Ε.Ε., επίδοση που τη φέρνει δίπλα στην Κροατία και κοντά στις πιο αδύναμες οικονομίες της Ένωσης.
Χαμηλότερα από την Ελλάδα βρίσκονται μόνο χώρες όπως η Λετονία, η Βουλγαρία, η Ουγγαρία και η Εσθονία, ενώ στον αντίποδα κινούνται οικονομίες όπως το Λουξεμβούργο, η Ολλανδία και η Γερμανία, όπου τα επίπεδα κατανάλωσης υπερβαίνουν σημαντικά τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Το χάσμα είναι εντυπωσιακό και αποτυπώνει με σαφήνεια τις ανισότητες εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς η
πραγματική ατομική κατανάλωση κυμαίνεται από το 72% έως το 146% του μέσου όρου.
Τα στοιχεία για το ΑΕΠ κατά κεφαλήν σε όρους αγοραστικής δύναμης
Η εικόνα αυτή επιβεβαιώνεται και από τα στοιχεία για το ΑΕΠ κατά κεφαλήν σε όρους αγοραστικής δύναμης. Η Ελλάδα καταγράφει μία από τις χαμηλότερες επιδόσεις στην Ε.Ε., στο 69% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ξεπερνώντας μόνο τη Βουλγαρία και τη Λετονία. Πρόκειται για ένδειξη ότι η συνολική οικονομική δραστηριότητα παραμένει περιορισμένη σε σχέση με τους ευρωπαϊκούς εταίρους.
Την ίδια στιγμή, το χάσμα με τις ισχυρότερες οικονομίες διευρύνεται. Το ΑΕΠ κατά κεφαλήν στο Λουξεμβούργο φτάνει το 245% του μέσου όρου της Ε.Ε., στην Ιρλανδία το 221%, ενώ η Ολλανδία κινείται στο 134%. Οι διαφορές αυτές υπογραμμίζουν ότι η ανάπτυξη στην Ελλάδα δεν μεταφράζεται σε ανάλογη βελτίωση της αγοραστικής δύναμης και του βιοτικού επιπέδου.
Τα στοιχεία της Eurostat, που αποτυπώνουν τη σύγκριση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, καταλήγουν σε ένα σαφές συμπέρασμα: παρά τις θετικές επιδόσεις σε ορισμένους μακροοικονομικούς δείκτες, η υλική ευημερία των ελληνικών νοικοκυριών παραμένει χαμηλή και η απόσταση από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο εξακολουθεί να είναι μεγάλη.