Οι ανισότητες στη στέγαση βαθαίνουν σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς οι αυξήσεις στις τιμές ακινήτων, τα ενοίκια και το συνολικό κόστος κατοικίας πιέζουν όλο και περισσότερο τα νοικοκυριά. Τα νέα στοιχεία της Eurostat για το 2025 δείχνουν ότι όχι μόνο οι διαφορές μεταξύ των κρατών-μελών παραμένουν μεγάλες, αλλά και οι αποκλίσεις ανάμεσα σε πόλεις, προάστια και αγροτικές περιοχές γίνονται εντονότερες.
Ο αρμόδιος επίτροπος, Νταν Γιόργκενσεν, σχολιάζοντας την κατάσταση ενόψει της ανακοίνωσης του ευρωπαϊκού σχεδίου για προσιτή κατοικία, τόνισε πως «η κρίση έχει φτάσει σε σημείο όπου άνθρωποι με φυσιολογικές δουλειές και εισοδήματα δεν μπορούν πλέον να ζουν σε πολλές πόλεις, διότι είναι υπερβολικά ακριβό».
Το 2024, το 68% του πληθυσμού της ΕΕ ζούσε σε ιδιόκτητη κατοικία και το 32% σε ενοίκιο. Τα υψηλότερα ποσοστά ιδιοκατοίκησης καταγράφονται στη Ρουμανία, τη Σλοβακία, την Ουγγαρία και την Κροατία, ενώ η Ελλάδα βρίσκεται κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αντίθετα, η Γερμανία είναι η μοναδική χώρα όπου η πλειονότητα των κατοίκων (53%) ζει σε ενοίκιο, ακολουθούμενη από την Αυστρία και τη Δανία.

Παράλληλα, σημαντικές διαφορές εντοπίζονται και στον τύπο κατοικίας. Στην ΕΕ, το 51% των πολιτών ζει σε μονοκατοικία και το 48% σε διαμέρισμα. Η Ιρλανδία παρουσιάζει το υψηλότερο ποσοστό διαβίωσης σε μονοκατοικία (90%), ενώ η Ισπανία, η Λετονία και η Μάλτα βρίσκονται στην κορυφή όσον αφορά τη διαμονή σε διαμέρισμα. Στις πόλεις, τα διαμερίσματα κυριαρχούν (73%), ενώ στις αγροτικές περιοχές η εικόνα αντιστρέφεται σταθερά.

Πόσα δωμάτια αντιστοιχούν σε κάθε άτομο; Το μέσο μέγεθος κατοικίας στην ΕΕ διαμορφώνεται σε 1,7 δωμάτια ανά άτομο. Η Μάλτα διαθέτει τα μεγαλύτερα σπίτια (2,2 δωμάτια ανά άτομο), ενώ χαμηλές τιμές καταγράφονται σε Σλοβακία και Ρουμανία (1,1). Παράλληλα, ο μέσος αριθμός ατόμων ανά νοικοκυριό φτάνει τα 2,3, με τη Σλοβακία να καταγράφει τα μεγαλύτερα νοικοκυριά και τη Φινλανδία και τη Λιθουανία τα μικρότερα.
Ένα στα έξι νοικοκυριά στην ΕΕ (17%) ζει σε κατοικία με περισσότερα άτομα από αυτά που αντιστοιχούν στη χωρητικότητά της, με τα υψηλότερα ποσοστά να παρατηρούνται στη Ρουμανία, τη Λετονία και τη Βουλγαρία. Στον αντίποδα, περίπου το ένα τρίτο των Ευρωπαίων ζει σε κατοικία μεγαλύτερη από τις ανάγκες του νοικοκυριού, κυρίως ηλικιωμένοι που παραμένουν σε οικογενειακά σπίτια μετά την ενηλικίωση των παιδιών. Τα υψηλότερα ποσοστά «υποκατοίκησης» εμφανίζονται σε Κύπρο, Ιρλανδία και Μάλτα, ενώ τα χαμηλότερα σε Ρουμανία, Λετονία και Ελλάδα.
Αξιοσημείωτο είναι ότι σχεδόν το 6% όσων αναζήτησαν κατοικία τα τελευταία πέντε χρόνια δηλώνουν πως αντιμετώπισαν διακρίσεις. Η Ισπανία και η Σλοβενία παρουσιάζουν τα υψηλότερα ποσοστά, ενώ στην Κροατία, την Ουγγαρία, την Ιταλία και τη Ρουμανία τα περιστατικά είναι ελάχιστα. Σε επίπεδο ΕΕ, τα άτομα που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας αντιμετωπίζουν διπλάσιο κίνδυνο διακρίσεων (10%) σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό.
Το κόστος στέγασης θεωρείται υπερβολικό όταν ξεπερνά το 40% του διαθέσιμου εισοδήματος. Το 2024, σχεδόν 10% των κατοίκων των πόλεων και 6% των κατοίκων αγροτικών περιοχών στην ΕΕ επιβαρύνονταν με τέτοιο κόστος. Η Ελλάδα καταγράφει τα υψηλότερα ποσοστά υπερβολικής επιβάρυνσης τόσο στις πόλεις (29%) όσο και στις αγροτικές περιοχές (28%), ενώ η Κύπρος τα χαμηλότερα.
Κατά μέσο όρο, τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά δαπανούν το 19% του εισοδήματός τους για στέγαση. Στην Ελλάδα, το ποσοστό αυτό φτάνει στο 36%, το υψηλότερο στην ΕΕ, ακολουθούμενο από τη Δανία, τη Σουηδία και τη Γερμανία. Για τα νοικοκυριά με εισόδημα κάτω από το 60% του διάμεσου, το κόστος στέγασης αγγίζει το 37%.
Σύμφωνα με τη Eurostat, το 2024 ο κατασκευαστικός τομέας αντιστοιχούσε στο 5,5% της οικονομικής δραστηριότητας της ΕΕ, με τη Ρουμανία, τη Σλοβακία και την Κροατία να βρίσκονται στην κορυφή. Αντίθετα, η Ελλάδα καταγράφει το χαμηλότερο ποσοστό (2,2%). Οι επενδύσεις σε στέγαση αντιστοιχούσαν στο 5,3% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ, με την Κύπρο να παρουσιάζει τη μεγαλύτερη αναλογία και την Ελλάδα μία από τις χαμηλότερες.