Ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ, Γιάννης Παναγόπουλος, στη συνέντευξη Τύπου στη Θεσσαλονίκη, ενόψει της κινητοποίησης των εργαζομένων στην 89η ΔΕΘ, ζήτησε πραγματική αύξηση των μισθών, δικαιότερη φορολογία, καταπολέμηση της ακρίβειας, παρέμβαση για τα υπερκέρδη των ολιγοπωλίων, περισσότερους ελέγχους κατά της εργοδοτικής αυθαιρεσίας, μείωση ή και μηδενισμό ΦΠΑ στα βασικά αγαθά, μέτρα για φθηνή στέγη και επαναφορά του καθεστώτος των συλλογικών διαπραγματεύσεων των κοινωνικών εταίρων.

Παράλληλα, ζήτησε την απόσυρση του νέου εργασιακού νομοσχεδίου και πρότεινε να διερευνηθεί και να εφαρμοστεί ένα μοντέλο μείωσης του χρόνου εργασίας, από τις σαράντα στις τριάντα επτά μισή ώρες εβδομαδιαίως.

«Τις επόμενες μέρες δεν ανοίγει μόνο η οικονομική περίοδος, αρχίζει και μία νέα περίοδος κοινωνικών αγώνων» είπε ο κ. Παναγόπουλος.

«Μέχρι τώρα έλεγα: δεν υπάρχει αντιπολίτευση, παρά μόνο η ακρίβεια. Τώρα βλέπω να μην υπάρχει ούτε η κυβέρνηση, ή, καλύτερα, να υπάρχει μία κυβέρνηση μεγάλων σκοπιμοτήτων, σε μία εποχή μεγάλων αντιφάσεων» είπε ο κ. Παναγόπουλος και συνέχισε:

«Από τη μία πλευρά ακούμε καθημερινά την κυβέρνηση να μιλάει για ισχυρή ανάπτυξη, για σταθερότητα, για θηριώδη πρωτογενή πλεονάσματα, για βελτίωση της εξωστρέφειας της οικονομίας. Από την άλλη πλευρά, όμως, βλέπουμε μία τελείως διαφορετική εικόνα: μισθοί που δεν φτάνουν για δύο μήνες, λογαριασμοί που εξαφανίζουν το εισόδημα, ενοίκια που καταπίνουν πολλές φορές και το μισό μισθό, και μία αίσθηση γενικευμένης ανασφάλειας… Αν αυτή είναι η ανάπτυξη, τότε είναι ανάπτυξη για τους λίγους, όχι για την κοινωνία. Η Ελλάδα των καλών μακροοικονομικών δεικτών είναι μία Ελλάδα-βιτρίνα. Η πραγματική Ελλάδα είναι η Ελλάδα των χαμηλών μισθών, της εξαντλητικής εργασίας, των εργατικών ατυχημάτων, της αβεβαιότητας. Είναι μία χώρα που μετράει το χρόνο της σε ώρες δουλειάς και όχι σε ποιότητα ζωής».

Ο κ. Παναγόπουλος μίλησε για «το παράδοξο του σημερινού οικονομικού υποδείγματος της Ελλάδας», όπου «οι θυσίες των εργαζομένων μετατρέπονται σε υπερκέρδη για τους λίγους» και η «υπερεργασία έχει γίνει καθεστώς, ενώ η επισφάλεια και η ανασφάλεια των μισθωτών μεγαλώνει» και πρόσθεσε:

«Σήμερα, το 60% των εσόδων από φόρους της γενικής κυβέρνησης προέρχεται από έμμεσους φόρους.

Αυτό σημαίνει ότι ο φτωχός και ο πλούσιος πληρώνουν τον ίδιο φόρο.

Αυτό είναι ο ορισμός της αδικίας…. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, έχουμε ανάγκη από μία νέα κοινωνική συμφωνία. Μία συμφωνία που θα βάζει τέλος στην απαξίωση της εργασίας και στην εκμετάλλευση, και θα ανοίγει δρόμο για μία δίκαιη και κοινή ευημερία».

«Ενώ ο μέσος ετήσιος μισθός αυξήθηκε κατά 28%, όπως λέει ο κύριος πρωθυπουργός, ξεχνάει την ίδια ώρα όμως να μας πει, ότι ο φόρος εισοδήματος αυξήθηκε κατά 118%» επεσήμανε ο γενικός γραμματέας της ΓΣΕΕ Νίκος Φωτόπουλος και πρόσθεσε:

«Για τον κατώτατο μισθό, ο φόρος που είχε πριν την τελευταία αύξηση, πριν τα ψίχουλα των 50 ευρώ που μας πέταξε, τον Απρίλιο όταν ήταν 830 ευρώ ο φόρος τότε ήταν 137 ευρώ και μετά τον Απρίλιο πήγε στα 271, δηλαδή 133 ευρώ πάνω».

«Το πραγματικό διακύβευμα είναι ποια κοινωνία θέλουμε» είπε ο επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ Γιώργος Αργείτης και συνέχισε: «Θέλουμε μία κοινωνία εξαντλημένων εργαζομένων, όπου η εργασία θα απορροφά κάθε ίχνος χρόνου και ενέργειας, ή σε μία κοινωνία που βλέπει την εργασία ως μέσο δημιουργίας και αξιοπρέπειας; Η επιλογή δεν είναι ουδέτερη είναι αξιακή και πολιτική. Το μήνυμά μας λοιπόν είναι σαφές ότι ο χρόνος εργασίας δεν είναι εμπόρευμα, αλλά είναι η ίδια η ζωή μας».

Κάλεσμα για συμμετοχή των συνδικάτων στην κινητοποίηση στη ΔΕΘ ζήτησε ο πρόεδρος του ΕΚΘ Χάρης Κυπριανίδης.

Παρουσίαση δημοσκοπικής έρευνας Metron Analysis για το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ για το ωράριο εργασίας

Τα στοιχεία της δημοσκοπικής έρευνας, σύμφωνα με τους αναλυτές, δείχνουν ότι «υπάρχει μια τεράστια προσδοκία στην κοινωνία της εργασίας για ένα καλύτερο ισοζύγιο ανάμεσα στη δουλειά και την προσωπική ζωή» και επίσης ότι αυτό απαραιτήτως «δε σημαίνει μείωση της παραγωγικότητας, αντίθετα, μπορεί να σημαίνει βελτίωση».

Την έρευνα που πραγματοποίησε για το ΙΝΕ ΓΣΕΕ η Metron Analysis παρουσίασαν ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Στράτος Φαναράς και ο πολιτικός αναλυτής Γιάννης Μπαλαμπανίδης.

Η πανελλαδική έρευνα διεξήχθη από 25 έως 30 Αυγούστου, σε ένα δείγμα 806 εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα, με μικτή μεθοδολογία, τηλεφωνικά και online, και τα ευρήματα της κινούνται σε τέσσερις άξονες που αφορούν το χρόνο εργασίας.

Στην ερώτηση «αν χρησιμοποιείται στην επιχείρηση όπου εργάζεστε ψηφιακή κάρτα εργασίας;» σχεδόν ένας στους δύο, το 47%, δηλώνει ότι χρησιμοποιεί πράγματι την ψηφιακή κάρτα εργασίας με μεγαλύτερη χρήση της στους κλάδους της μεταποίησης (63%) και του εμπορίου (62%). Το 47% απαντά ότι είναι εύκολη η χρήση της και από αυτούς 1 στους 10 απαντά ότι «έχει τύχει να τη χρησιμοποιήσει παράτυπα». Και αυτό κατά κανόνα, σχεδόν δύο φορές στις τρεις, (62%), συμβαίνει μετά από αίτημα του εργοδότη και όχι από πρωτοβουλία του εργαζόμενου.

Η πλειονότητα των ερωτηθέντων, το 65%, λένε ότι πράγματι βοηθάει, τους κατοχυρώνει ως προς την τήρηση του ωραρίου.

Ετήσια άδεια με αποδοχές

Στην ερώτηση: «Όταν θελήσατε να πάρετε την ετήσια άδεια με αποδοχές, αντιμετωπίσατε δυσκολία, ή όχι;» προκύπτει λοιπόν ότι ένας στους τρεις (33%) εργαζόμενους δηλώνει ότι πράγματι αντιμετώπισε κάποια δυσκολία, ιδιαίτερα στον κλάδο των υπηρεσιών (42%) και σε μεγαλύτερες ηλικίες, 50-64 ετών (41%). Το μεγαλύτερο ποσοστό δηλώνει ότι την παίρνει σπαστά σε τρεις περιόδους. Ένας στους τρεις (36%) λέει ότι δεν κατόρθωσε να πάρει όλες τις ημέρες που του αναλογούν.

Ρυθμίσεις για τις υπερωρίες

Στην ερώτηση «πόσο συχνά δουλεύετε υπερωριακά» η απάντηση είναι ότι ένας στους δύο (47%) δηλώνει ότι πράγματι εργάζεται υπερωριακά, κυρίως εργαζόμενοι σε πολύ μεγάλες επιχειρήσεις με πάνω από 250 υπαλλήλους (το 63%) και σε μεγαλύτερες ηλικίες, 50-64 ετών (το 54%). Το 45% των εργαζομένων που δουλεύουν υπερωριακά δηλώνουν ότι δεν λαμβάνουν ούτε χρηματική αποζημίωση, ούτε ρεπό.

Και μάλιστα, αυτό φαίνεται να αφορά περισσότερο γυναίκες (50%), νεότερους (52% στους 18-29) και εργαζόμενους σε μεσαίες επιχειρήσεις, 10 έως 49 υπαλλήλους (55%).

Ευελιξία στην εργασία

Η έρευνα έδειξε ότι το 55% των εργαζομένων, κυρίως οι νεότεροι εργαζόμενοι, θα προτιμούσαν – στο σενάριο μείωσης του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας από 40 σε 37,5 ώρες – μια διευθέτηση με τη μορφή της μείωσης των ημερών εργασίας μέσα στο έτος, ενώ το 45%, αντίθετα, θα ήθελε μια μείωση του χρόνου της καθημερινής εργασίας, από τις οκτώ στις επτά μισή ώρες. Στο θέμα της 13ωρης εργασίας οι νεότεροι εργαζόμενοι δείχνουν να την επιθυμούν περισσότερο, αλλά με αντίστοιχη αύξηση των αποδοχών τους, ενώ με ποσοστά που φτάνουν ως και τα δύο τρίτα των ερωτηθέντων, παραδέχονται ότι η υπερεργασία έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής, στον οικογενειακό προγραμματισμό, στην επιβάρυνση της υγείας, στη θέληση των νέων οικογενειών για απόκτηση περισσότερων τέκνων και στην κοινωνική ζωή.

Η τελευταία ενότητα αφορά το πώς θα έβλεπαν οι εργαζόμενοι μία ρύθμιση τετραήμερης εργασίας, με το ίδιο μισθό, το 81% των εργαζομένων θα προτιμούσε μια τέτοια ρύθμιση, αν υπήρχε δυνατότητα, έναντι 17% που δηλώνει ότι δεν θα την προτιμούσε.

Στην ερώτηση «αν εφαρμοζόταν το μέτρο αυτό, θα αυξάνονταν, ή θα μειώνονταν κατά τη γνώμη σας η παραγωγικότητα της εργασίας;» προκύπτει ότι σχεδόν οι μισοί (49%) πιστεύουν πως θα αυξάνονταν, ένας στους τέσσερις (26%) λέει ότι θα μειωνόταν και ένα 20% θεωρεί ότι δεν θα άλλαζε η παραγωγικότητα.

Συμπεράσματα της έρευνας

Από τα στοιχεία, σύμφωνα με τους αναλυτές που πραγματοποίησαν την έρευνα, προκύπτει ότι «υπάρχουν σοβαρά ζητήματα στην τήρηση βασικών εργασιακών δικαιωμάτων», αλλά και «ισχυρές ενδείξεις ότι οι εργαζόμενοι είναι ανοιχτοί σε νέες ρυθμίσεις που θα βελτιώσουν την ποιότητα ζωής και την εργασία τους».

Φαίνεται, επίσης, ότι η ρύθμιση της εργασίας προς την κατεύθυνση της μείωσης των ωρών, ή των ημερών εργασίας, συναντά μια πολύ μεγάλη αποδοχή από τους ίδιους τους εργαζόμενους «όχι μόνο σε όρους προσωπικής ζωής, αλλά και σε όρους παραγωγικότητας».